Το τελευταίο του βιβλίο, ο Αλγερινός συγγραφέας Ζαν Μισέλ Γκενασιά, το αφιερώνει στις τελευταίες εβδομάδες της ζωής του μεγάλου ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Βίνσεντ Βαν Γκογκ που κλείνουν με την αυτοκτονία του. Αλλά αυτοκτόνησε πράγματι ο Βάν Γκογκ ή υπάρχει και μια άλλη εκδοχή για το θάνατό του; Μια εκδοχή πιο ρομαντική αλλά ενδεχομένως και πιο πιστευτή.
Στο βιβλίο «Το βαλς των δέντρων και του ουρανού» που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, σε μετάφραση Ειρήνης Αποστολάκη, ο Γκενασιά αναπλάθει ελεύθερα έναν από τους αληθινούς χαρακτήρες που βρισκόταν στο περιβάλλον του Βαν Γκογκ σ’ αυτό το τελευταίο στάδιο της ζωής του και τον βάζει στη θέση του αφηγητή. Ενός αφηγητή που δίνει μια άλλη διάσταση σε όσα ξέραμε μέχρι τώρα για τη ζωή, τον χαρακτήρα και τις συνθήκες θανάτου του μεγάλου ζωγράφου.
Αφηγήτρια είναι η Μαργκερίτ Γκασέ η οποία σε μεγάλη πια ηλικία αισθάνεται την ανάγκη να καταγράψει την ‘αλήθεια’ όπως αυτή την έζησε.
«Ανακαλώ τα όσα έχω ζήσει ως τώρα, με τρόπο τόσο αποστασιοποιημένο, τόσο κλινικό, λες και πρόκειται για τη ζωή κάποιου άλλου. Το ημερολόγιο αυτό είναι η προσωπική μου μαρτυρία. Ο δικός μου τρόπος να προσεγγίσω όσο γίνεται την αλήθεια, την οποία μόνο εγώ γνωρίζω. Δεν θα παραλείψω, ούτε θα αποκρύψω στοιχεία. Αντίθετα, θέλω να αφιερώσω τον ελάχιστο χρόνο και τις δυνάμεις που μου απομένουν στο να καταρρίψω συσσωρευμένα, βαθιά ριζωμένα ψεύδη, μέχρι να φτάσω στην επίσημη εκδοχή που θα τον δικαιώσει, όπως άλλωστε αξίζει όχι μόνο στον ίδιο, αλλά στον καθένα. Πόσοι και πόσοι δεν αρκέστηκαν στο να συντηρούν ένα σωρό κουτσομπολιά και μυθεύματα που, ενώ σίγουρα άρεσαν και συγκινούσαν, δεν είχαν καμία βάση. Δεν με ενδιαφέρει τίποτε άλλο παρά η αποκατάσταση της αλήθειας. Δεν θα τη διαστρεβλώσω, ούτε θα επιχειρήσω να δικαιολογήσω τον εαυτό μου, να ελαφρύνω τη θέση μου ή να συντηρήσω κάποιο μύθο» σελ. 12-13
Στο χωριό Ωβέρ-συρ-Ουάζ, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Παρίσι, καταφεύγει ο Βαν Γκογκ τον Μάρτιο του 1890, προκειμένου να αναρρώσει πλήρως από τις κρίσεις που τον οδήγησαν να νοσηλευτεί στο Σαιν Ρεμύ ντε Προβάνς. Εκεί συναντά τον γιατρό Γκασέ που έχει τη φήμη του φιλότεχνου και ο οποίος αναλαμβάνει να τον κουράρει μετά από παράκληση του Πισαρό.
«…. Γνώρισα τον γιατρό Γκασέ, ο οποίος μου έδωσε την εντύπωση ενός κατά βάθος εκκεντρικού ανθρώπου που, προφανώς, η ιδιότητα του γιατρού τον βοηθά να δείχνει ισορροπημένος και να καταπολεμά την ψυχική διαταραχή από την οποία είναι βέβαιο ότι πάσχει εξίσου με εμένα……» σελ. 82
Η Μαρκερίτ, η δεκαεννιάχρονη κόρη του γιατρού, ζει στην Ωβέρ εγκλωβισμένη από τον καθωσπρεπισμό της επαρχιακής κοινωνίας και τη στενοκεφαλιά του πατέρα της. Μεγαλωμένη σ’ ένα σπίτι όπου δεν υπάρχει αγάπη, με ένα πατέρα τυραννικό και έναν αδελφό με αδύναμο χαρακτήρα, αναζητά τρόπο να επαναστατήσει και να αποτινάξει τον ζυγό του πατέρα της για να ακολουθήσει το όνειρό της. Η Μαργκερίτ ονειρεύεται να φύγει από το σπίτι και να πάει στην Αμερική για να γίνει ζωγράφος, κάτι που δεν ήταν αποδεκτό εκείνη την εποχή, αφού οι γυναίκες δεν γίνονται δεκτές στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Με την άφιξη του Βαν Γκόγκ όμως στην Ωβέρ, τα όνειρα της Μαργκερίτ μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα αφού εκείνη γοητεύεται από τον ζωγράφο, το πάθος για την τέχνη του και τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του.
Η Μαργκερίτ – που θυμίζει αρκετά Βιρτζίνια Γουλφ – είναι μια επαναστάτρια σε μια εποχή που τα κορίτσια είχαν μόνο σκοπό να κάνουν έναν καλό γάμο. Ο Γκενασιά μέσω της Μαργκερίτ καταγράφει τη θέση της γυναίκας στα τέλη του 19ου αιώνα.
Σαν μαγεμένη τον ακολουθεί στις βόλτες του στις εξοχές της περιοχής όπου απαθανατίζει με μανία τις αχυρένιες σκεπές των αγροικιών, τις θημωνιές, τα σιταροχώραφα και τους κήπους της γαλλικής υπαίθρου. Η Μαργκερίτ αντιλαμβάνεται τη δημιουργική δύναμη του καλλιτέχνη στον τρόπο που ζωγραφίζει και αισθάνεται την ομορφιά όπως εκφράζεται στους πίνακές του. Σύντομα δημιουργείται μεταξύ τους μια παθιασμένη σχέση που την οδηγεί να παραβλέψει τα κοινωνικά πρέπει και να γίνει ερωμένη του.
«Η σοφίτα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν βυθισμένη στο μισοσκόταδο, έλαμψε ξαφνικά. Μια ακτίνα φωτός, που μπήκε ως δια μαγείας, φώτισε το καβαλέτο. Αυτό που είδα μπροστά μου με άφησε άφωνη. Ένας πίνακας που αναπαριστούσε τα σπίτια των χωρικών, με τις αχυροσκεπές τους να μπλέκονται μέσα στα πράσινα λιβάδια, και στο βάθος δέντρα σε βαθυπράσινη απόχρωση να παραδίδονται σε ένα ξέφρενο βαλς, ένα βαλς γεμάτο ζωή, σε πλήρη αρμονία με τον ουρανό, που ήταν γεμάτος γαλάζια σύννεφα…..» σελ. 118
Ο Βαν Γκογκ περιγράφεται στο βιβλίο σαν ένας άνθρωπος παθιασμένος με την τέχνη του αλλά όχι και διανοητικά ασταθής. Ο άνθρωπος που γνωρίζει ο αναγνώστης στο βιβλίο διαφέρει αρκετά από αυτόν που έχει γνωρίσει στα διάφορα βιογραφικά σημειώματα που έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς. Ο Βαν Γκογκ του Γκενασιά είναι ενεργητικός και ενθουσιώδης, αγαπάει την ελευθερία και αποφεύγει τις δεσμεύσεις. Είναι ταγμένος στην τέχνη του και δεν υπάρχει χώρος στη ζωή του για τίποτα άλλο.
Μέσα από άρθρα εφημερίδων της εποχής και επιστολές – κυρίως μεταξύ του Βαν Γκογκ με τον αδελφό του – που παρεμβάλονται στην αφήγηση της Μαργκερίτ ο αναγνώστης σχηματίζει μια πιο σαφή εικόνα για την εποχή, τις κοινωνικές προκαταλήψεις, την σκληρή υποδοχή των ιμπρεσιονιστών από τους κριτικούς της εποχής αλλά και τη θέση της γυναίκας στη Γαλλία του 19ου αιώνα.
Ο Γκενασιά, με το πρόσχημα της ρομαντικής ιστορίας, δίνει μια άλλη εκδοχή για το θάνατο του Βαν Γκογκ. Επίσης θέτει θέμα αυθεντικότητας για κάποιους από τους πίνακές του και δίνει τις ανάλογες απαντήσεις αλλά καλό θα ήταν να έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι τελικά «το Βαλς των δέντρων και του Ουρανού» είναι ένα μυθιστόρημα και ο συγγραφέας δεν υπήρξε μάρτυρας των γεγονότων που αναφέρει. Σε κάθε περίπτωση όμως ο ισχυρισμός του αξίζει τουλάχιστον μια δεύτερη σκέψη αν όχι επιμελή διερεύνηση.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο blog: Passe Partout Reading
0 Σχόλια