«Κατάγομαι από τα παιδικά μου χρόνια/ όπως από μια χώρα»
Οι στίχοι αυτοί του Γιώργου Σαραντάρη που κοσμούν την προμετωπίδα της συλλογής των πεζών της Ούρσουλας Φωσκόλου περικλείουν την ουσία κι αποτελούν τον πυρήνα γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται το λογοτεχνικό στημόνι & υφάδι του πρώτου της βιβλίου, αποτελούμενο από 25 μικρά & 10 μεγαλύτερα διηγήματα.
Προτού μιλήσω για το πρώτο αυτό πόνημα της νέας μας ομότεχνης, θα ήθελα να πω δυο λόγια για τη μικρή φόρμα, μιας και τελευταία το λογοτεχνικό αυτό φαινόμενο απασχολεί έντονα συναδέλφους, εκδότες μα πρωτίστως τους αναγνώστες.
Τα τελευταία χρόνια στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα επικρατεί η «τάση» της μικρής φόρμας: πεζογραφήματα με περιορισμένο αριθμό λέξεων, που θυμίζουν κατά πολύ τα λογοτεχνικά προσχέδια (sketches) του 19ου αιώνα, αλλά λειτουργούν ως ολοκληρωμένα πεζά κείμενα. Δε θα εξετάσω τις αιτίες γέννησης και τα χαρακτηριστικά του είδους, η τιμή αυτή ανήκει στους φιλολόγους και τους θεωρητικούς της αφήγησης. Σχετικά συνέδρια και ομιλίες αφιερώνονται ολοένα και πιο συχνά στο είδος. Θα πω μονάχα τούτο: πως, ίσως, η άνθηση του μικρού πεζού να είναι κι αυτή σημείο των καιρών μας και της ταχύτητας που τους διέπει.Αυτό, όμως, καλείται να το εξετάσει ο μελετητής του μέλλοντος. Οι δημιουργοί του λόγου, αν κι έχουμε γνώση, εμπειρική ή επιστημονική, των ειδών με τα οποία καταπιανόμαστε, σπάνια «σκοντάφτουμε» σε λεπτομέρειες, όπως ο αριθμός των λέξεων, των σελίδων ή ακόμα και το είδος. Αυτό νομίζω που μετρά κι έχει αξία είναι η αρτιότητα του τελικού αποτελέσματος, ανεξάρτητα από το μέγεθος ή τη μορφή. Η αφηγηματική «μικρογραφία», όπως προτιμώ να καλώ το νέο αυτό είδος, δίνει μια δημιουργική και ανανεωτική διέξοδο στον συγγραφέα, καθώς μπορεί με πιο «συμπυκνωμένο» τρόπο και σε σύντομο διάστημα, χωρίς αυτό να αφαιρεί κάτι από την ποιότητα της γραφής του ή τα χαρακτηριστικά του προσωπικού του ύφους, να αποδώσει ολοκληρωμένα μέσα σε λίγες γραμμές ή μερικές παραγράφους ένα μικρό λογοτεχνικό επεισόδιο, μια ιστορία. Η καίρια αφήγηση, η οικονομία, η δημιουργία πειστικών χαρακτήρων και ολοκληρωμένης πλοκής στο μικρό αφήγημα δεν είναι κάτι εύκολο, κι ας φαντάζει έτσι στον αναγνώστη. Χρειάζεται βαθιά προσωπική διεργασία στη σύλληψη αλλά και την επεξεργασία του θέματος, προκειμένου να αποδοθεί με μια συγγραφική «μονοκοντυλιά».
Τόσο στα μικρά όσο και στα μεγαλύτερα διηγήματα της συγγραφέως ο αναγνώστης φαίνεται να τοποθετείται συμβολικά, μετά φόβου και πάθους, στο στόμα ενός θαλάσσιου κήτους. Κάθε λεπτό ανάγνωσης, κάθε σελίδα που γυρνά ενέχει τον κίνδυνο του αφανισμού, καθώς σαν άλλος Ιωνάς ο αναγνώστης βυθίζεται ολοένα στα ενδότερα του κήτους. Ο χωροχρόνος χάνει τα εύθρυπτα, ούτως ή άλλως, όριά του, οι γνώριμες καταστάσεις εναλλάσσονται με ονειρικές, αφήνοντας στο στόμα μια λεπτή μα επίμονη αίσθηση πικρίας. Στα μικρά της πεζά : Η σκόνη/Οι νεκροί/ Η γριά που κατάπιε τα σεντόνια της/ Έτσι είναι οι παιδικές κι εφηβικές μνήμες, ο αναπόφευκτος μα σωτήριος θάνατος, οι επίμονες, επίπονες και παραπονεμένες θύμησες, τα σκοτεινά ονείρατα και οι εφιάλτες στροβιλίζονται στο γαϊτανάκι του υπερρεαλισμού και της ρέουσας αυτόματης γραφής. Ο μίτος που συνδέει τις αφηγήσεις μεταξύ τους είναι μάλλον η παιδική ηλικία, από την οποία η Ούρσουλα Φωσκόλου ανασύρει εικόνες, γεύσεις, οσμές κι αισθήματα, μετουσιώνοντας τα εύσαρκα τωρινά βιώματα. Καλή επιλογή, θα έλεγα, καθώς «εκεί έγινε ό,τι έγινε… στην παιδική μας ηλικία», όπως λέει και η σπουδαία Ζυράννα Ζατέλη, εκεί όπου όλα ήταν πρωτόγνωρα, εκεί που οι αισθήσεις, αγνές ακόμα, δέχονταν αφιλτράριστα τα ερεθίσματα της ζωής.
Ο ανεκπλήρωτος έρωτας, η επιθυμία της ζεστής, κολλώδους, σάρκινης επαφής, η απώλεια και η αμφιταλάντευση μεταξύ του πάθους και της λογικής σκιαγραφούνται στο ομότιτλο μικρό διήγημα «Το Κήτος». Ο κεντρικός ήρωας από μια παραλία παρακολουθεί στο βάθος του ορίζοντα να χάνεται το πλοίο που μεταφέρει το αντικείμενο του πόθου του. Εκείνο, εγκλωβισμένο σε μια ζωή οριζόντια, διατηρεί το ψυχρό δυσπρόσιτο περίβλημα της απόστασης, σωματικής και ψυχικής. Ευχή και κατάρα κάνει ο αφηγητής να έρθει το δυσθεώρητο κήτος, να σηκώσει κύμα με την τεράστια ουρά του και να καταποντίσει το πλοίο και μαζί τη γυναίκα που ποθεί. Η συγγραφέας, σε αυτό αλλά και σε άλλα αφηγήματα της συλλογής, ακροβατεί αναμεσα στις επιθυμίες της σάρκας και τις ενστικτώδεις επιταγές της φύσης και της ψυχρής ορθολογιστικής αντίληψης ενός κόσμου κοινότοπου και πεζού.
Άλλο ένα στοιχείο, που φαίνεται με ιερατικό σχεδόν ρυθμό να επαναλαμβάνεται στα πεζά της συλλογής της Ούρσουλας Φωσκόλου, είναι η ευταξία και η καθαριότητα, συμβολικά μα και κυριολεκτικά. Οι οσμές, επίσης, κατέχουν σημαίνοντα ρόλο στην αφηγηματική της φαρέτρα, καθώς περιγράφουν και δένουν τους ήρωες με μνήμες και καταστάσεις του παρελθόντος. Για παράδειγμα, στα μικρά της διηγήματα: Το γήρας/Οι Κότες μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε τον ρόλο τους. Η τριβή, τέλος, της ρουτίνας, τα καθήκοντα μιας άχαρης και μίζερης καθημερινότητας φαίνεται επίσης να απασχολούν την συγγραφέα, που τα αποτυπώνει πειστικά, σχεδόν συγκινητικά, στο διήγημα Το σπίτι.
Στα μικρά αλλά και μεγαλύτερα διηγήματα της συλλογής, που προσωπικά τα βρήκα πιο άρτια λογοτεχνικά, η εικονογραφική, ορισμένες φορές κινηματογραφική προσέγγιση της αφήγησης μαρτυρά της επιδράσεις μιας νέας γενιάς, που όχι άδικα χαρακτηρίστηκε η γενιά της εικόνας. Παρ’ όλα αυτά, η Ούρσουλα Φωσκόλου προσπαθεί να ξεφύγει από τις υπερφίαλες περιγραφικές κοινοτοπίες και να παρεισφρήσει υποδόρια στην ουσία των θεμάτων που την απασχολούν, ξεγλιστρώντας ενίοτε σε πολύ προσωπικούς και λυρικούς τόνους. Η καταβύθιση στον πυθμένα μιας υποκειμενικής πραγματικότητας, που ίσως να μην αφορά τον αναγνώστη, ανακόπτεται την τελευταία στιγμή, σα να ξυπνάμε από λήθαργο, με το χαστούκι των ανατροπών ή την αίσθηση του ημιτελούς, με τα οποία κλείνει συνήθως τα πιο μικρά της αφηγήματα. Η εσωτερικότητα αυτή χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό και τα μεγαλύτερά της διηγήματα Ελευσίνα/Σινεμασκόπ/Επιστροφή, καθώς απουσιάζουν οι εύκολοι εντυπωσιασμοί και οι γραμμικές λογοτεχνικές κορυφώσεις στην πλοκή τους. Στα πιο εκτεταμένα της πεζά τα συναισθήματα των κεντρικών ηρώων, οι ψυχικές τους διαθέσεις σωματοποιούνται, θα έλεγε κανείς, καθώς το συναίσθημα της πείνας, ο αιματηρός και σαρκοφάγος πόθος εκδηλώνονται απτά σχεδόν, όπως συμβαίνει στα διηγήματα Η πείνα/ Κόκκινο του Καδμίου/Το κομμάτι.
Με τα διηγήματά της Η Επιστροφή/Οι τράβες/Φερ Φορζέ η συγγραφέας πραγματεύεται, πάντα με τη δική της εσωτερική γραφή, την απομυθοποίηση της παιδικότητας και την καταβαράθρωση των εξωραϊσμένων χρόνων της αθωότητας, που επέρχεται με την στεγνή ενηλικίωση.
Ονειροπόλος διάχυτη φαντασία, στάσιμα νεκρά περιβάλλοντα, ηδυπαθή ρέοντα τοπία, εμμονική προσκόλληση στην παιδικότητα, λυρικές θρυμματισμένες εικόνες του υποσυνείδητου είναι τα συστατικά εκείνα που χαρακτηρίζουν το λογοτεχνικό ύφος μιας ιδιαίτερης συλλογής διηγημάτων και μιας πολλά υποσχόμενης ομότεχνης.
0 Σχόλια