Υπάρχει, ανάμεσα στις πολλές, μια παρεξήγηση στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό και τους κριτικούς βιβλίων, πως το ευπώλητο βιβλίο είναι εξ ορισμού κακογραμμένο και άτεχνο. Η άποψη αυτή (που προέρχεται από μια «αριστοκρατική κοσμοθεωρία», όπου οι πολλοί κάνουν πάντα λάθος) έχει διαψευσθεί πολλές φορές στο παρελθόν. Μια από αυτές τις φορές, όπου ένα ευπώλητο βιβλίο είναι ταυτόχρονα και μια εξαιρετικά ποιοτική προσπάθεια είναι και Το Μυστικό της Μπλε Πολυκατοικίας της Έλενας Ακρίτα.
Το βιβλίο ανήκει στην ιδιαίτερη κατηγορία των βιβλίων που δεν υπηρετούν κάποιο συγκεκριμένο διακριτό είδος, αλλά εντάσσει στους κόλπους της ιστορίας του διάφορα στοιχεία από πολλά είδη. Θεωρητικά είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, όμως το μυστήριο που έχει είναι μόνο μία από τις προεκτάσεις που λαμβάνει. Το βιβλίο έχει πολύ μυστήριο, χωρίς όμως να είναι καθαρόαιμο αστυνομικό. Έχει το ρομάντζο του και τον ερωτισμό του, χωρίς να γίνεται άρλεκιν. Ασχολείται με τα κοινωνικά προβλήματα, χωρίς να γίνεται κοινωνικό μυθιστόρημα και καυτηριάζει πολιτικές καταστάσεις, χωρίς όμως σε καμία περίπτωση να είναι στρατευμένο. Είναι ένα βιβλίο για όλα τα γούστα, αφού ο καθένας θα το εκτιμήσει για διαφορετικά στοιχεία.
Η κριτική θα στραφεί σε δύο άξονες, αφενός το περιεχόμενο, δηλαδή πλοκή και χαρακτήρες, αφετέρου την τεχνική και την ποιότητα της γραφής.
Όσον αφορά το περιεχόμενο, η βασική πλοκή είναι απλή. Η Ελσινόρη Χατζή, δαιμόνια δημοσιογράφος, παίρνει ένα e-mail από κάποιον άγνωστο που λέει πως ο μεγαλο-πολιτικός Αντώνης Σκιαδάς είναι δολοφόνος. Με την βοήθεια του συντρόφου της, Ανδρέα και του κοινού του φίλου, του Ντύλαν, η Ελσινόρη θα ξετυλίξει το νήμα του μυστηρίου και θα φτάσει στα μυστικά που κρύβονται πίσω από την οικογένεια Σκιαδά. Μέσα σε αυτήν όμως μπερδεύονται κι άλλες υποπλοκές, όπως η σχέση του Ντύλαν με την κυρία Άννα του κυρίου Τέτοιου, ή ο ρόλος της Γιολάντας, μιας νεαρής εξαρχειώτισσας, στην ευρύτερη ιστορία.
Η κεντρική πλοκή είναι αρκετά δουλεμένη και προχωράει με γοργό ρυθμό, κρατώντας πάντα την ένταση και την αγωνία. Οι ανατροπές υπάρχουν και οι πληροφορίες αποκαλύπτονται σταδιακά, κρατώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι την τελευταία σελίδα. Ο φόνος της Πέρσας – ο οποίος συμβαίνει στο πρώτο κεφάλαιο – είναι απλά το πρώτο ντόμινο που θα οδηγήσει σε μια σειρά αποκαλύψεων και ανακαλύψεων, αποδεικνύοντας για ακόμη μια φορά πως «τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται».
Εκεί που το βιβλίο πραγματικά δίνει ρεσιτάλ είναι στις δευτερεύουσες υποιστορίες. Το ειδύλλιο μεταξύ του Ντύλαν και της Άννας, και οι δύο άνω των πενήντα ετών, είναι ένα από τα πιο ζεστά, ρομαντικά και ταυτόχρονα ρεαλιστικά ειδύλλια. Ο τρόπος του φλερτ, οι «παλιές αρχές» και ο ιπποτισμός του Ντύλαν, ο τρόπος με τον οποίο η κυρία Άννα νιώθει πάλι έφηβη, δίνουν στο βιβλίο μια πιο γλυκιά γεύση, μια ευχάριστη νότα και μια απόδραση από την ένταση της έρευνας. Το ίδιο ισχύει και για την Γιολάντα, η οποία παραμένει ένας από τους πιο διακριτούς και χαρακτηριστικούς χαρακτήρες της σειράς. Ο αναρχικός της χαρακτήρας, το νεανικό της πάθος, ακόμη και η σχέση της με την γάτα της, το Ραδίκι, την κάνουν ιδιαίτερη, με τον αναγνώστη να την συμπαθεί σε κάποιες περιπτώσεις (όταν η αφήγηση εστιάζεται σε αυτή) ή να την αντιπαθεί σε άλλες.
Η πλοκή στηρίζει τους χαρακτήρες και οι χαρακτήρες στηρίζουν την πλοκή. Οι χαρακτήρες είναι σαφείς, έχουν τον δικό τους τρόπο δράσης και ομιλίας και γενικότερα οι πράξεις τους μοιάζουν φυσικές και αληθοφανείς, ακόμη κι αν σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνονται μη ρεαλιστικές. Ο τσαμπουκάς της Γιολάντας την κάνει διαφορετική από την Πέρσα ή την Ρεγγίνα που αντιμετωπίζουν πιο μοιρολατρικά τα προβλήματά τους. Η αντίθεση μεταξύ του Ανδρέα, ο οποίος θυσιάζεται για την γυναίκα που αγαπάει και του Σκιαδά, ο οποίος θυσιάζει τα πάντα για το προσωπικό του κέρδος, είναι κι αυτή ενδεικτική στο πως η Ακρίτα ξέρει να στήνει χαρακτήρες με βάθος που προκαλούν εντύπωση.
Το δυνατότερο σημείο του βιβλίου είναι βέβαια η δεινή πένα της Έλενας Ακρίτας.
Πρώτον η κύρια αφήγηση ρέει απίστευτα ομαλά, οι σελίδες γυρίζουν σχεδόν αυτόματα και δεν παίρνει κανείς είδηση πόσο γρήγορα τελειώνει το βιβλίο. Η περιγραφική ικανότητα της συγγραφέως είναι εξαιρετική και κάθε σκηνή ζωντανεύει, ακριβώς σαν να βλέπει κανείς κινηματογραφική ταινία. Όμως, όπως και στην περίπτωση της πλοκής, είναι στα «δευτερεύοντα» σημεία, που η Ακρίτα κερδίζει το στοίχημα.
Πρώτον τα θανατηφόρα σχόλια για την πολιτική και την κοινωνική ζωή της Ελλάδας είναι ανεκτίμητα. Από διακριτικά καρφιά στην γενιά του Πολυτεχνείου που εξαργύρωσε με το αζημίωτο τους αγώνες της, μέχρι της τόσο απολαυστικές αντιδράσεις της μητέρας της Ελσινόρης (πόσο πιο ελληνίδα μάνα, δηλαδή;), η Ακρίτα δίνει το πολιτικό και κοινωνικό στίγμα της. Ειδικά ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεται το παρασκήνιο της πολιτικής (με τις σκιώδεις συναλλαγές και τις βρώμικες τακτικές) κάνει το βιβλίο να αγγίζει πολιτικά θρίλερ τύπου House of Cards.
Δεύτερον το απίστευτο και αστείρευτο χιούμορ, το οποίο είναι προφανώς κληρονομιά των ευθυμογραφημάτων. Κατά την διάρκεια της ανάγνωσης θα πιάσετε τον εαυτό σας να γελάει με τις αντιδράσεις της Ελσινόρης, τις ατάκες του Ντύλαν, τις σκέψεις της κυρίας Άννας, την αργκό των νέων (π.χ η Γιολάντα παρουσιάζεται ως Γιόλο-Yolo. Επίσης το «μανμου» που πετάνε κάτι νεαροί στον Ντύλαν το βρήκα σχεδόν συγκινητικό), ακόμη κι αν η ίδια η σκηνή δεν το επιβάλλει. Η Ακρίτα κάνει μοναδικά δηκτικά σχόλια και οι τρομερές της εμπνεύσεις φαίνονται ακόμη και από τους ευφάνταστους τίτλους των κεφαλαίων. Μόνο και μόνο που βάφτισε τον χαρακτήρα «η κυρία Άννα του κυρίου Τέτοιου» (μα τον Θεό, αυτός είναι ο επίσημος τρόπος παρουσίασης του χαρακτήρα) προσωπικά θα έλεγα «ρησπέκτ».
Για να λέμε του στραβού το δίκιο, αρνητικά υπάρχουν. Το βιβλίο δεν είναι τέλειο. Κάποιες ανατροπές (ίσως όλες) θα τις δείτε να έρχονται από μίλια μακριά. Κάποιοι χαρακτήρες είναι υπερβολικά μονοδιάστατοι, π.χ ο Σκιαδάς ο οποίος παρουσιάζεται σαν αρχικακός, χωρίς ίχνος καλοσύνης ή οποιασδήποτε μορφής συνείδησης. Σε μερικά σημεία η γρήγορη αφήγηση σκοτώνει την ένταση, καθώς δεν μας αφήνει ούτε να ανησυχήσουμε για την τύχη των πρωταγωνιστών. Για παράδειγμα ένας χαρακτήρας πέφτει θύμα απαγωγής, αλλά πριν προλάβουμε να ανησυχήσουμε για την τύχη του, ελευθερώνεται στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο.
Ίσως, αυτό που θα ήθελα από το βιβλίο ήταν να είχε λίγες σελίδες παραπάνω και να απλωθεί λίγο περισσότερο η αφήγηση, ώστε να δώσει στον αναγνώστη λίγο περισσότερο χρόνο να χωνέψει την δράση, να χωνέψει τις σχέσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών. Παρόλο που το βιβλίο είναι άρτιο ως προς τον ρυθμό του, πιστεύω πως ακόμη εκατό σελίδες θα βοηθούσαν να αναπτυχθούν περισσότερο τα αδύναμα σημεία του κειμένου (λ.χ ο χαρακτήρας της Πέρσας που σε κάποια σημεία ο ρόλος της μοιάζει απλά διεκπεραιωτικός).
Βέβαια όλα αυτά είναι πταίσματα. Το βιβλίο δεν είναι απλά άρτιο, είναι καταπληκτικό. Έχει δράση και δράμα, γέλιο και δάκρυ, έχει πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό, μα πάνω από όλα έχει μια έξυπνη και διασκεδαστική αφήγηση που ικανοποιεί αισθητικά τον αναγνώστη. Το Μυστικό της Μπλε Πολυκατοικίας δείχνει με τον καλύτερο τρόπο πως ένα αξιόλογο μυθιστόρημα μπορεί να αγαπηθεί από τον κόσμο, και πως το αναγνωστικό κοινό ξέρει να εκτιμάει την καλή μυθοπλασία και την έντεχνη αφήγηση.
0 Σχόλια