Επιλέξτε Σελίδα

Το ’πιστολόχαρτο

Δημοσίευση: 1.09.2018

Ετικέτες

Κατηγορία

Στο χωριό τη φωνάζανε Αλέξω. Του Γανωματή. Γανωματήδες ήταν ο πατέρας της και τα <<παιδιά>> της οικογένειας. Τ’ αδέρφια της τα σερνικά παναπεί. Ορφανεμένη από μάνα. Για την ακρίβεια η μάνα τους τούς άφηκε φέρνοντας αυτήνε στον κόσμο. Στερνοπαίδι, χαροπαίδι! Όπως της έλεγε ο πατέρας της κοιτάζοντάς την στα μάτια με βλέμμα πικρό!

Όχι, δεν της κρατούσε κακία! Ίσα-ίσα, που μεγαλώνοντας του θύμιζε τη σχωρεμένη. Στην κοψιά, στην ομορφάδα! Τ’ αδέρφια της όμως δεν της σχωρνούσαν ποτέ, που τ’ άφηκε ορφανά! Κατά κάποιο τρόπο, η Αλέξω μεγάλωσε του κλώτσου και του μπάτσου.

Στο σχολειό, δεν τα κατάφερνε. Ο δάσκαλος μιλούσε , μα η Αλέξω είχε το μάτι πέρα! Ένα μάτι νεραΐδοπαρμένο! Γι αυτό της το μάτι, τα παιδιά την αποφεύγανε! <<Κάνει μαγιλίκια αυτούνη!>> ψιθυρίζανε αναμεταξύ τους.

Με τη βία έβγαλε το Δημοτικό, μετά στο σπίτι, δούλα των <<παιδιών >> και του κύρη της. Στο λιγοστό <<έχει τους>>, ό,τι δουλειά της λάχαινε μαζί με τους δικούς της. Λιομάζεμα, κλάδεμα, τρύγο! Μεταξύ τους λίγα τα λόγια. Τα απαραίτητα. <<Τράβα κει!>> <<Κάνε τούτο!>> <<Κουνήσου, ξημερώσαμε!>>. Στον πάτο τη βρήκε και η αδενοπάθεια! Και κει κινήσαν όλα.

Θα ’ταν δε θα ’ταν δεκαπέντε, η θέρμη ψηλή, οι αδένες της πρησμένοι! Και να’ χει και τα <<παιδιά>> να τηνε καταριούνται. <<Ψόφα μωρή να γλυτώσουμε από σένα!>> <<Να πας στη μάνα μας την αδικοχαμένη!>> Μονάχα ο πατέρας της τη νοιαζότανε. Κι ήταν αυτός που κάλεσε γιατρό να τηνε κοιτάξει.

Και τότε κινήσανε όλα! Η φροντίδα του, γένηκε έρωτας για την Αλέξω του Γανωματή! Κι ο έρωτας αυτός, ο παιδικός, ο απροστάτευτος, ο θεραπευτής, όχι μόνο τη σήκωσε απ’ το στρώμα, αλλά κι από το λήθαργο που χρόνια τώρα την είχε δικάσει η κατάρα της γέννας της.

Κι απ’ όλα τούτα, χαμπάρι δεν πήρε ο ενδιαφερόμενος! Πώς να το πάρει δηλαδή, άντρας κοντά στην ηλικία του πατέρα της, μα δείχνοντας τα μισά του χρόνια, έτσι καλοζωισμένος καθώς ήταν, με το φρεσκοξυρισμένο μούτρο του που σαν έσκυβε πάνω στην μικρή ασθενή, κύματα πευκανθού και δεντρολίβανου, την παράσερναν σ’ άγνωστες θάλασσες! Τέτοια ήταν η μοσκοβολιά του!

Έτσι, η ασθένεια της γένηκε γιατρειά και πορεία! Ζούσε για ν’ ακούει το σήμαντρο στην οξώπορτα, το καλωσόρισμα από τον πατέρα της, την αβρή φωνή του αγγέλου της να ρωτά <<Πώς πάει η μικρή μου ασθενής;>>, το τακ-τακ στη σκάλα από το κομψό του βάδισμα, το ντούκου-ντούκου από το ατσούμπαλο του γονιού της ξοπίσω…. Και μετά! Η πόρτα της κάμερής της άνοιγε, και το πλατύ του χαμογέλιο, γιόμιζε το μέρος! Αλλά προπάντων τη μικρή της καρδιά!

Τι ήταν γι αυτή το <<βήξε-ανάσανε>>; Τι ήταν τάχαμου τα μακριά λεπτά του δάχτυλα, που διάβαιναν τα κατατόπια του λαιμού της και μετρούσαν την πορεία της αρρώστιας! Μέχρι και οι στρεπτομυκίνες που της έκανε, περνιόντουσαν γι αγίασμα! Τόσο που κι αυτός παραξενευόταν. <<Τι κορίτσι είν’ τούτο! Ούτε κιχ!>> Κι ύστερα απ’ όλα τούτα, το γλυκό του βλέμμα, πίσω από τα στρογγυλά ματογυάλια, που την αγκάλιαζε. Και το χέρι του στα στερνά, που της χάιδευε τα μαλλιά! <<Μπράβο Αλεξία! Όλο και καλύτερα!>>

Αλεξία! Κανείς μέχρι τότε δεν την είχε αποκαλέσει έτσι. Έμοιαζε αυτός ο προβιβασμός να την είχε κάνει βασίλισσα! Και κάτοχο μιας περιουσίας που δε γνώριζε πως κατείχε!

Μα ήταν τότε που πρωτόμαθε πως όλα τα ωραία, βαστάνε λίγο σ’ αυτή τη ζωή! Η υγεία της πήγαινε όλο και καλύτερα, <<η φθίσις απεφεύχθη!>> σαν που άκουσε να λέει ένα βράδυ φεύγοντας στον πατέρα της ο σωτήρας της! Και δεν ήξερε, αν θα πρέπει να χαρεί, ή να τα βάψει μαύρα. Γιατί αν σταματούσαν αυτά τα ιάματα της φτωχής μέχρι τότε ζωής της, τι νόημα θα είχε; Εκείνη πάλι θα ξαναγύριζε στη σκοτεινή της μοίρα. Δούλα του πεπρωμένου της και των <<παιδιών>> του σπιτιού! Τα <<παιδιά!>> Που είχαν αρχίσει ν’ αγαναχτούν μ’ αυτές τις κούρες!

Ήταν ένα βράδυ που αυτά γυρίσαν από τη δουλειά στο μαγαζί, και τα λέγανε με τον πατέρα στην κουζίνα. Σηκώθηκε ξυπόλυτη να κρυφακούσει.

<<Τέρμα πια, τα γιατροπορέματα!>> Έσκουζε σχεδόν ο μεγάλος. <<Δε θα ξεπαραδιαστούμε για τ’ απολειφάδι!>> Κι ο μικρός κι ο πιο αψύς, βροντώντας το χέρι στο τραπέζι <<Δε θα τηλώσουμε παρά τον κάθε λιμοκοντόρο!! Να πα να ψοφήσει!>>.

Έτσι, αραίωσαν κι οι βίζιτες, ώσπου έφτασε κι ο αποχαιρετισμός. Εκείνο τα’ απόγεμα, μπήκε στην κάμερή της κρατώντας ένα ομορφοντυμένο κουτί μ’ ένα τεράστιο φιόγκο! Είχε ανακαθίσει και το κοιτούσε με τα κατάπληκτα μάτια της καθώς της το απίθωνε στο κρεβάτι!

<<Για σένα αυτό Αλεξία!>> Της έκανε με τη ζεστή φωνή του. <<Ξέρεις να διαβάζεις φαντάζομαι ε;>>…. Για να βαφτούν πορφύρα τα μάγουλά της! Από την χαρά και σιμά και τη ντροπή! Μην της κάμει δοκιμή. Και φανεί πως όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν τίποτε περισσότερο από την Αλέξω του Γανωτή, στουρνάρι σε όλα.

Για πολλούς ανθρώπους, φτάνει ένα σημείο. Στην Αλέξω έλαχε τότε. Ξεκίνησε το ίδιο βράδυ, όταν με τρεμάμενα δάχτυλα, άνοιξε το <<δώρο>>. Όταν τα μάτια της περιδιαβήκανε στις πολύχρωμες εικόνες. Και στη συνέχεια, όταν τα χείλη της άρχισαν αβέβαια να συλλαβίζουν τις λέξεις που έσερνε το μικρό της δάχτυλο στη σειρά. Και κει, κάτω από το δειλό φως της μαυροκαπνισμένης λάμπας της κάμεράς της, αντιλήφθηκε ότι: Μπορούσε! Μπορούσε να διαβάζει, μπορούσε να γράφει, μπορούσε να ζει! Ήταν σαν ένας μυστικός κήπος να ξανοίχτηκε μπρος από το μέχρι τότε θολό της βλέμμα. Ένα κήπος που ήταν καταδικός της. Και όφειλε να τον κουράρει. Σαν που κούραρε ο γιατρός την ίδια. Κι επειδή της άρεσε. Όχι επειδή της το επέβαλαν με το ζόρι!

Κι από τότε άρχισαν οι <<επιστολές>>.

Το βιβλίο, ήταν η Βίβλος, ο ιερός οδηγός. Που η φτωχή Αλέξω, φρόντιζε να το κρύβει, όπου την <<έπαιρνε>> και μπορούσε! Στο στρώμα αποκάτω, πίσω από το εικονοστάσι, μέχρι και στο κοτέτσι, στα κεραμίδια κάτω από μια πλακόπετρα. Γιατί ένοιωθε πως αν την παίρνανε χαμπάρι τα σερνικά, θα της το κάνανε χίλια κομμάτια! Δεν τους έφτανε δηλαδή η απουσία της τόσο καιρό, από τις δουλειές, να την πιάσουνε και να διαβάζει το βιβλίο του… λιμοκοντόρου, ε!! Πάει πολύ.

Στην αρχή έγραφε σε κάτι παλιόχαρτα δεξιά κι αριστερά! Γιατί πού λεφτά για τετράδιο της προκοπής! Αυτηνής, μήτε και στο σχολείο σαν πήγαινε δεν της είχανε αγοράσει! Τα δε έρμα της βιβλία, γενήκανε χαρτιά στο μαγαζί, να τυλίγουνε , να σκουπίζουνε, τα μαστορέματα του πατέρα της και των αδερφών της.

Όμως εκεινής το χέρι της είχε πάρει μπρος, και δε σταματούσε!

Ξεκινούσε πάντα <<Πολυαγαπημένε μου Σ.>> Και κείνο το σίγμα, καθώς το ομορφοστόλιζε, πιότερο από τ’ άλλα γράμματα που δειλά στέκονταν σιμά του, πόσο τη ζέσταινε και την παρηγορούσε! Στη δουλειά γινόταν πια αέρας! Μέχρι και στο σπίτι το πρόσεξαν οι άλλοι. << Μωρ’ τούτη, γέρεψε για τα καλά! Θα μας φάει ουλουνούς!>> σχολίαζαν με απορία. Ναι, γιατί σαν ξαπόσταινε το βράδυ, μπορούσε να ζωγραφίζει τα σίγμα της, και να στέλνει νοερά τον καημό της στον ανήξερο αποδέκτη. Που ίσως δεν θα το μάθαινε ποτέ! Μα αυτό λίγο την ένοιαζε. Στην ίδια έδινε χαρά, να φαντάζεται τον εαυτό της ν’ αγαπά και ν’ αγαπιέται! Για πρώτη φορά. Με κάποιο που θεωρούσε σωτήρα της.

Μα ο κρυφός της πόθος ήταν να μπορεί κάποια στιγμή, ν’ αγοράσει κάποια επιστολόχαρτα της προκοπής! Σαν εκείνα που είχε δει άλλα κοριτσόπουλα, να επιδεικνύουν στο σχολείο! Αυτά τα ροζ με τις ιπτάμενες καρδούλες που μοσχομύριζαν κουφέτο! Που με δυο δραχμούλες, εξασφάλιζες δέκα. Με τα φακελάκια τους παρακαλώ. Για κείνη όμως έμοιαζε άπιαστο όνειρο . Δεν της έμενε παρά να φαντάζεται! Τον ταχυδρόμο με τη βαριά, ακριβή, πέτσινή του τσάντα! Να φτάνει κάτω στην πόλη, όπου ζούσε ο αγαπημένος της. Να σταματά έξω από την πόρτα του σπιτιού με τ’ ανθισμένα ρόδα. Κάποιος από το σπίτι να του ανοίγει , και να παραλαμβάνει την κομψή, μυρωδάτη, κουφετί, επιστολή. Κι ύστερα! Γύρω στο μεσημέρι, να καταφτάνει αυτός. Με το αυστηρό κοστούμι του, και τη δική του θαυματουργή μαύρη τσάντα. Την απιθώνει πάνω στο τραπέζι, και τότε… Τότε το μάτι του πέφτει πάνω στην επιστολή! Την κοιτά με περιέργεια, ύστερα την παίρνει και σχεδόν δίχως να κοιτάξει τον αποστολέα-σαν να τον φανταζόταν ναι!- την ανοίγει! <<Πολυαγαπημένε μου Σ!>>

Και ήταν τέτοια η ταραχή της που δεν μπορούσε να φανταστεί, τι γινόταν παρακάτω. Της αρκούσε που ένα κομμάτι, καταδικό της, γινόταν με μιας ένα κομμάτι δικό του. Ένα θαύμα.

Πλησίαζε το μεγαλοβδόμαδο, ο καιρός είχε ξανοίξει αρκετά, η άνοιξη έμπαινε με φόρα απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα στα φτωχικά και στ’ αρχοντόσπιτα. Και η Αλέξω είχε πάρει ν’ ασβεστώνει τις αυλές και τα λιγοστά δεντράκια, σαν που έκαναν οι νοικοκυράδες τέτοια εποχή.

Τότε τον είδε. Ετοιμαζότανε να μπει στο απέναντι κονάκι, όνταν γύρισε και την πρόσεξε. Μα κείνη είχε καρφώσει το μάτι, στο ταξί- αγώι που καρτερούσε πιο κει. Και στην ομορφοκυρά που βρισκότανε μέσα. <<Μην αργήσεις Σταύρο μου!>> Του έκρινε με την κελαρυστή φωνή της, βγάζοντας το γαντοφορεμένο χέρι της από το παράθυρο.<< Μας περιμένουν οι γονείς μου!>>.

Σαν από χιλιόμετρα άκουσε τη φωνή του .<<Ε! Μικρή! Εδώ δεν είναι του Παγκράτη;>>

Δεν κατάλαβε με ποιο θάρρος πλησίασε. <<Η… Αλέξω είμαι! Η Αλεξία!>> <<Α!>> Έκανε κείνος απορεμένος. Κι’ ύστερα <<Του γανωματή! Σα να μεγάλωσες βρε συ!>> Κι ύστερα μισογελώντας <<Το διάβασες το βιβλίο;>> Μα κείνη την ώρα του άνοιξαν, και αυτή δεν πρόλαβε ν’ απαντήσει.

Σκυφτή, κίνησε για το σπίτι, όταν την κάλεσε η φωνή της κυρίας με το γάντι.<< Κοριτσάκι! Έρχεσαι μια στιγμή!>>. Πλησίασε μεθυσμένη λες.

<<Έχει κάπου να πουλάει σιγαρέτα εδώ γύρω;>>

<<Στο μπακάλικο του Ντίνη!>>, αποκρίθηκε ξεψυχισμένα.

<<Πάρε αυτά σε παρακαλώ! Ένα Άσσος άφιλτρο! Και κράτα τα ρέστα!>>

Κάτι δεκάρες ήταν τα ρέστα. Και η Αλέξω δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά.

<<Τι να τα κάμεις μωρή το ‘πιστολόχαρτο εσύ;>> της έκανε αυθάδικα ο γιος του Ντίνη. Ένα αλάνι, που φαινόταν να τη γουστάρει.

<<Δουλειά σου!>> του αποκρίθηκε. Και διάλεξε το πιο όμορφο, τα πιο ονειρεμένο.

Σαν είδε στη στροφή του δρόμου, ν’ απομακρύνεται μπουχός η σκόνη, με τη γυναίκα και τον έρωτά της, έκανε κατά το σπίτι.

Είχε μεσημεριάσει για τα καλά, οι δικοί της όπου να’ ναι θα ’ρχόντουσαν, κι έπρεπε να βρούνε στρωμένο. Άξαφνα, κι ο καιρός είχε αλλάξει! Μουντά σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό. Κι ένα ψιλοβρόχι ξεκίνησε. Έπρεπε να βιαστεί.

Σχεδόν ευλαβικά, έβγαλε το μυρωδάτο χαρτί από το φακελάκι. Κι ασυναίσθητα το έφερε στα χείλη της. Ύστερα κάθισε χάμου, δίπλα στη στια που σιγόκαιγε. Ακούμπησε το χαρτί στο σοφρά. <<Πολυαγαπημένε μου Σταύρο!>> ξεκινούσε το γράμμα.

Κι όπως το τελείωσε, το πέταξε στη φωτιά.

_

γράφει η Γεωργία Τριγάζη

Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!

Ακολουθήστε μας

Routine

Routine

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στον κόσμο που ξέβαφε τα χείλια της! Έμοιαζε με εξώφυλλο ακριβού περιοδικού πολυτελείας που κανείς δεν μπορούσε να (εξ)αγοράσει. Είχε φίλους. Πολλούς και λίγους. Οι πολλοί της φίλοι, σαν τα πουκάμισα τα αδειανά...

Pure

Pure

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν βασίλισσα, αυτό της είχαν πει από μικρή. Κι εκείνη το είχε πιστέψει. Μέχρι τη μέρα που γνώρισε ένα αγόρι κι εκείνος της είπε ότι την αγαπάει. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεν ήταν βλέπεις του κύκλου της. Πάλεψε με τον εαυτό της όπως...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Pure

Pure

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν βασίλισσα, αυτό της είχαν πει από μικρή. Κι εκείνη το είχε πιστέψει. Μέχρι τη μέρα που γνώρισε ένα αγόρι κι εκείνος της είπε ότι την αγαπάει. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεν ήταν βλέπεις του κύκλου της. Πάλεψε με τον εαυτό της όπως...

Mimozas

Mimozas

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Είχε γεννηθεί απότομα πολλά χρόνια πριν το καταλάβει. Η ζωή του έμοιαζε με αρχαία τραγωδία, παιδί αγνώστων θεών, ήξερε πως έπρεπε να θυσιαστεί στο βωμό της διαφορετικότητας για να μπορέσει να ζήσει. Τον είχαν προικίσει όμως οι θεοί με...

Dream

Dream

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Η Πολυξένη κάθε πρωί άφηνε τον κουρασμένο της πόθο να κοιμηθεί ήσυχα ήσυχα πάνω στο μαξιλάρι της. Μπροστά στον καθρέφτη ζωγράφιζε την ιδανική της εικόνα, κοκκίνιζε τα χείλη της κι ονειρευόταν για όσο διαρκούσε η καθημερινότητα έναν...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου