«Μετά το φως του δαυλού κόκκινου σε ιδρωμένα πρόσωπα Μετά την παγερή σιωπή στους κήπους Μετά την αγωνία σε τόπους πετρωτούς Τις κραυγές και τους ολολυγμούς Φυλακή κι ανάκτορο κι αντανάκλαση Ανοιξιάτικου κεραυνού πάνω από μακρινές οροσειρές Αυτός που ήταν ζωντανός είναι τώρα πεθαμένος Εμείς που ζούσαμε τώρα πεθαίνουμε Με λίγη υπομονή» (Τhomas Eliot, ‘Η Έρημη Χώρα’).
Η ‘Έρημη Χώρα’ του Thomas Eliot, συνιστά ένα ποίημα-σταθμό στη θεμελίωση του μοντερνισμού στην ποίηση, εκεί όπου ο ποιητής επι-φέρει μία ‘ανέστια’ γλώσσα που επιζητεί ‘καταφύγιο’, επανεπινοεί τους συμβολισμούς της απεύθυνσης στον χρόνο της εκ-ζήτησης, οικειοποιούμενος παράλληλα τις εκφάνσεις της ‘διείσδυσης’ στο γίγνεσθαι των φανερών και κεκαλυμμένων αντιθέσεων, στη στιγμή του ρητού θανάτου..
Η Ελιοτική ποιητική γλώσσα δοκιμάζεται διαρκώς στα πεδία & στις όψεις της ανθρωπινότητας & της ανθρώπινης πράξης, συν-διαλέγεται με τους χρόνους της ‘μύησης’ σε πρωταρχικές κυκλικές κινήσεις, εγγράφοντας τα χαρακτηριστικά της αρχής ως επίγνωση και ως επίκληση: «Απρίλης είναι ο σκληρότατος μήνας, γεννώντας Πασχαλιές μέσ’ απ’ την νεκρή γη, σμίγοντας Θύμηση κι επιθυμία, σαλεύοντας Ρίζες νωθρές με την βροχή της άνοιξης».[1]
Η εκκίνηση της ‘Έρημης Χώρας” καθίσταται εφικτή διαμέσου της ποιητικής ανα-σύνθεσης ενός μήνα μεταβολών, επιτελεί και επιτελείται στην έκφραση-φανέρωση και στον ‘δοτικό’ υπαινιγμό, προσδιορίζοντας την ίδια στιγμή τον Απρίλιο των συνυφάνσεων: ”Θύμηση κι επιθυμία”, ‘χάος’ και τάξη, πραγματικότητα και φαντασιακή κατασκευή του σημαίνοντος: ‘γέννηση’ από την μήτρα του περίτεχνα ηδονοβλεπτικού..
Ο Απρίλιος, μήνας μεταιχμιακός, αναπαρίσταται εντατικά, αξιώνοντας την μνήμη που επιτελείται στο παρόν, την ιδιαίτερη ‘ευφορία’ της επελαύνουσας μαρτυρίας: μεταξύ ρητού και άρρητου, ο Απρίλιος των εγκάρσιων αφηγήσεων..
Διαχωρίζοντας την ποιητική του συλλογή σε πέντε ενότητες, ο Thomas Eliot προσεγγίζει την θυμηδία που προκαλεί ένας φόβος καθημερινός και διάστικτος, τις ‘ερειπιώσεις’ της καθημερινής φοράς της μνήμης, φέροντας υποκείμενα που επι-ζητούν να ξεφύγουν από τον ‘κλοιό’ των βλεμμάτων, και, συγκροτώντας τα κατοπτρικά είδωλα της βαρύνουσας αίσθησης του χώρου, εκεί όπου η γυναίκα-τομή, η γυναίκα-σώμα, η γυναίκα-μνήμη & λήθη αντικρίζει την οριακή αμφισημία της θέσης, την ‘πυρετική’ και όμως λιτή ερωτική σημαίνουσα έγκλιση-απόκλιση, την επιβεβαιωτική ‘προδοσία’: «Γυρνά και ρίχνει μια ματιά εκείνη στον καθρέπτη, Νιώθοντας μόλις ότι ο εραστής της έφυγε. Το μυαλό της επιτρέπει μια μισοσχηματισμένη σκέψη: ”Λοιπόν τώρα έγινε κι αυτό: καλά που έχει περάσει».[2]
Σε ένα ποιητικό πράττειν πρισματικών και πολυ-πρισματικών αναφορών, ο ποιητής εγκολπώνεται τους όρους της ανθρώπινης συμβίωσης & φθοράς, εντός μίας ‘Έρημης Χώρας’ μνημειωδών αναφορών, εκ-ταφής των ‘αδόκητων’ νεκρών, ανασημασιοδότησης της εποχής της προσμονής ή της εποχής των μεταβάσεων που δια-κρατούν το σημαίνον για να το αποδώσουν σε μία ανατρεπτική φθορά και αξίωση: ”καλά που έχει περάσει” ωσάν γυναίκα-οδοδείκτης μίας χαμηλόφωνης δυνατότητας ‘επικοινωνίας’ με την ηθελημένη φυγή από την εξιδανίκευση..
Εντός αυτής της ‘Έρημης Χώρας’ της βοής και των πιθανοτήτων, της αναπαράστασης μίας δόκιμης όσο και αδόκιμης ανθρωπινότητας, της γλώσσας που ανταλλάζεται με τις διάστικτες φωνές, ‘δοκιμάζονται’ τα όρια της αναγνώρισης, εκεί όπου, σε αυτή την αναπαριστάμενη ‘Χώρα’ με και δίχως όνομα παρά ‘σάρκα’, διαβαίνουν τα φάσματα-φαντάσματα μίας άλλης & της τωρινής εποχής, παράλληλα με τις ‘κινήσεις’ του συμβολικού, τις επάλληλες διερωτήσεις για τους όρους συγκρότησης της ‘Πόλης’: Ποια είναι η ειρωνεία του φαντάσματος; Η επενέργεια του στο χώρο και στο χρόνο; Η παρουσία του σε μία ιστορική εποχή; Η αναπαράσταση του δίπλα σε σωρούς από ‘θριάμβους’; Η Φροϋδική ‘ανοικειότητα’ του με την γλώσσα που διαμεσολαβεί εντάσεις; Η Ελιοτική ποιητικότητα, μέσα από αντιθετικές διαδρομές, ελικοειδείς ‘εκλάμψεις’, ενσωματώνει και ‘συγκεντρώνει’ την γλώσσα των απευθύνσεων, την γλώσσα που λειτουργεί ως ενέργημα θέσεων μέσα σε μία ‘Έρημη Χώρα’ που συγκροτείται ιδιαίτερα, που σημαίνει πέρα από τις σημάνσεις της, που δύναται να αναφερθεί & αναφέρει ωσάν ‘αστρικά σώματα’ της ‘Αποκάλυψης’ του Ιωάννη, νοηματοδοτώντας τις ενοράσεις του ανθρώπινου πολιτισμού, την γνώση που ανακύπτει από την εννοιολόγηση της ατομικής αγωνίας προ της ποίησης-‘ειδώλου’.
Ποιο είναι το φάσμα; «Ποιος είναι ο τρίτος που βαδίζει πάντα πλάι σου; Όταν μετρώ υπάρχουν μόνο εσύ κι εγώ μαζί Μα όταν κοιτάζω εμπρός τον άσπρο δρόμο Υπάρχει πάντα κάποιος άλλος που βαδίζει πλάι σου Γλιστρώντας τυλιγμένος καστανό μανδύα, κουκουλωμένος Δεν ξέρω αν άντρας είναι ή γυναίκα- Μα εκείνος ‘κει ποιος είναι απ’ τ’ άλλο πλάι σου;».[3]
Η ‘Έρημη Χώρα’ αναπαράγει αυτό που δεν υπάρχει ως ‘διαφορική’ παρουσία, ανα-καλώντας βίους και θανάτους που προστίθενται στο πλαίσιο της ‘κουλτούρας’ της χρεωστικής αναφοράς, σημαίνοντας καθημερινούς ‘Μυστικούς Δείπνους’ φανερών ανθρώπινων υποκειμένων..
Η ποιητική συλλογή ενσκήπτει στο πεδίο των μετατοπίσεων ενέργειας, προθέσεων & τόπων: από τον τόπο το αίμα και η εμβάθυνση.. Όπως αναφέρει ο Σάββας Μιχαήλ, «μεταξύ, όμως, των καταστροφών, η πληγή αυτή στη ρίζα του εαυτού ανοίγει στην προσδοκία και σε μια υπόσχεση».[4]
Η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή του Αμερικάνου με Βρετανική υπηκοότητα ποιητή, ”ανοίγεται” και στη θέαση από το ύψος της επίγνωσης.. Ο Έλιοτ, αναπτύσσει την ποίηση του, «με μια σοβαρότητα σχεδόν ιερατική και μειδιώσα, με αληθινή τόλμη στο στοχασμό, δηλαδή στο έσωθεν γέλιο», για να παραπέμψουμε στον Ζενέ.[5]
Η κάθε λέξη εγγράφεται ως ‘διάβημα’ τριβής, ‘κίνηση’ συστηματικής αναφοράς του ‘δεδικασμένου’, φέρνοντας τον ποιητή στο γίγνεσθαι των επίκτητων εντυπώσεων. Ο ποιητής γνωρίζει πως να μην δηλώσει ‘αθώος του αίματος’, σε μία ‘Έρημη Χώρα’ διασκορπισμένων αισθητικών, λογικής & αίματος, «έχει τρομερή υπομονή ως ότου έρθει ξανά η ώρα του».[6]
Αναφέροντας την τομή του ορίου, ο ποιητής αναπέμπει σε ένα πεδίο πραγματοποίησης τελετουργικών πρακτικών υπενθύμισης της ευρύτητας της ωφέλειας αλλά και της αφέλειας, εγγράφοντας θανάτους που προσδιορίζουν εκ νέου την ‘ασφάλεια’ της λέξης και της ίδιας της ποίησης.. Σε μία μείζονα ποιητική στιγμή-τομή, ο Έλιοτ καταθέτει την ‘Έρημη Χώρα’ των διασταυρούμενων και μη προθέσεων, ‘παραβιάζοντας’ τις ανοιχτές θύρες ενός ιδιαίτερου σαρκασμού που αναμιγνύεται με την υπενθύμιση του απλά ελάσσονος που δύναται να υποκρύπτει η μείζονα ποίηση, η ποίηση των σωματικών των ένσαρκων αποδόσεων..
Η ‘Έρημη Χώρα’ εγκολπώνεται τα συμβάντα της, διάστικτης από ‘πληγές’, ‘Πόλης’, του μοντερνισμού που αρθρώνει τον λεπτό ορθολογισμό..
Σε ένα κατοπτρικό ‘παίγνιο’, ο ποιητής συγκροτεί μία ‘Έρημη Χώρα’ η οποία επιφέρει την σκιά πάνω από τα ‘ερείπια’ της μνήμης, ανα-καλεί πόλεις που μετρούν την ώρα τους βεβιασμένα, υποκείμενα τα οποία ακροβατούν μεταξύ τόλμης & ατολμίας, δισταγμού & εμπρόθετης κίνησης, χίμαιρας & θριάμβου..
Ως άλλος Τειρεσίας ο ποιητής χρησμοδοτεί για τους προσιτούς κανόνες, για το ‘αίμα’ της απόκρισης, για τους συμβολισμούς της ‘παράταιρης’ γραφής, καθώς και για τις αξιώσεις του πολιτισμού που ‘πολιτογραφεί’ την αισθητική της πραγμάτωσης σε κάθε ‘μυθική’ στιγμή..
Αυτός ο ”Τρελός Ιερώνυμο’’ που υπενθυμίζει, που δομεί εικόνες που επέρχονται ως άφεση και ως παράδοση, που κινείται έντονα αλλά και αθόρυβα εντός της εποχής (της «εποχής της φρόνησης»[7], όπως αναφέρει ο ποιητής), προσδιορίζει την ποιητική της αντιστροφής και της απόσπασης ‘εμπιστοσύνης’ από τους ‘σημειωμένους’ νεκρούς..
«Δεν έχει εδώ νερό παρά μονάχα βράχο Βράχο κι όχι νερό κι ο αμμόδρομος Ο δρόμος που κλωθογυρίζει τα βουνά Που είναι βραχόβουνα χωρίς νερό Αν είχε νερό εκεί πέρα θα στεκόμασταν να πιούμε Στον βράχο αυτό πως να σταθούμε ή να σκεφθούμε Ιδρώς ξερός και τα πόδια στην άμμο».[8]
Την έλλειψη νερού, που υπενθυμίζει την αντίστοιχη εικόνα στη Ριτσική ”Ρωμιοσύνη”[9], ακολουθεί η αίσθηση της πρόσδεσης στην Ελιοτική ‘Έρημη Χώρα”, ή αλλιώς, αυτή δύναται να είναι μία δυναμική εικόνα όπου το ‘διά-κενο’ διαπερνάται από την ‘ασύγγνωστη’ έκκληση του.. Η Ελιοτική ‘Έρημη Χώρα’ ως τόπος αρθρώνει τον χρόνο ως ιδιαίτερο ‘στίγμα’. Και όπως επισημαίνει ο Τόμας Μαν στο ”Μαγικό Βουνό” του: «Μήπως το παρελθόν δεν ρίχνει μακρύτερα τη σκιά του στο παρόν όσο βαθύτερα είναι τα αισθήματα που προκαλεί η ανάμνηση του, όσο πιο μυθικό είναι;».[10]
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
_____
[1] Βλέπε σχετικά, Έλιοτ Τόμας, ‘Η Έρημη Χώρα’, ‘Άπαντα τα Ποιήματα’, Ελληνική μεταγλώττιση-Εισαγωγή: Νικολαΐδης Αριστοτέλης, Όγδοη Έκδοση, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1983, σελ. 91.
[2] Βλέπε σχετικά, Έλιοτ Τόμας, ‘Η Έρημη Χώρα..ό.π., σελ. 100.
[3] Βλέπε σχετικά, Έλιοτ Τόμας, ‘Η Έρημη Χώρα…ό.π., σελ. 105.
[4] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Ο Ρωμαίος, η Ιουλιέττα και τα φαντάσματα των ταυτοτήτων’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Liber. Δοκίμια για την Εποχή, την Ποίηση και την Ελευθερία, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2016, σελ. 161.
[5] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘O Jean Genet στον κόσμο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή..ό.π., σελ. 226.
[6] Βλέπε σχετικά, Καμί Άλμπερ, ‘Η Πανούκλα’, Μετάφραση: Δούφλιας Κ., Χ.Χ.Ε., Αθήνα, σελ. 215.
[7] Βλέπε σχετικά, Έλιοτ Τόμας, ‘Η Έρημη Χώρα…ό.π., σελ. 106.
[8] Βλέπε σχετικά, Έλιοτ Τόμας, ‘Η Έρημη Χώρα…ό.π., σελ.104.
[9] «Δεν υπάρχει νερό, μονάχα φως», αναφέρει ο Γιάννης Ρίτσος στη ‘’Ρωμιοσύνη’’, εκεί όπου αντανακλάται η ιστορία των επάλληλων συμβάντων, η μαρτυρία για αυτό που παραμένει ‘ανέστια’ δοσμένο, η ελληνικότητα του ενός εκάστου θρήνου και της μεσσιανικής (και ματωμένης) προσδοκίας, της σταύρωσης ως συμβολισμού ‘μύησης’. Η ‘’Ρωμιοσύνη’’ αναπαράγει την γενεαλογία του προσιτού, την εμβάθυνση σε έναν τόπο όπου η ρίζα προσδιορίζεται και εννοιολογείται ως μέτρο αξιών, παράλληλα με την ιδιαίτερη θεατρική ενός ποιητικού ενεργού υποκειμένου το οποίο την στιγμή που εκφράζει απεντάσσει, λειτουργώντας ως ‘ανένταχτο’ όνομα: ο ποιητής εγγράφει, ‘ενσαρκώνει’ την ‘’Ρωμιοσύνη’’ που αναζητεί την ίδια και την άλλη ιστορία, το αίμα μίας γενιάς διαρρήξεων, διερωτήσεων και αποφάνσεων.. Αν η δεκαετία του 1940 καθίσταται ιστορική τομή, η ‘’Ρωμιοσύνη’’ του Γιάννη Ρίτσου λειτουργεί ως η ‘σκιώδης’ αναπαράσταση της, πλαίσιο αναφοράς της ακροβασίας..
[10] Αναφέρεται στο: Judt Tony, ‘ Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο’, Μετάφραση Α & Β Μέρους: Σταματάκης Νικηφόρος, Επιμέλεια Α & Β Μέρους: Αστερίου Ελένη, Μετάφραση Γ & Δ Μέρους: Αστερίου Ελένη, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2012.
0 Σχόλια