(Στον άγνωστο στρατιώτη)
Πέρασαν κιόλας τόσα χρόνια
απ΄ του θανάτου σου την μαύρη την γιορτή
σαν να σε τύλιξε μέσα στα χιόνια
αιώνια δόξα μα κι απέραντη σιωπή
Την μάνα φίλησες στα χέρια
κι είπες θα γύριζες ξανά
μόνο δυο μαύρα περιστέρια
γυρίσαν πίσω και είν΄ όλα σκοτεινά
Ποιός να το ξέρει που κοιμάσαι
αν θα κρυώνεις τώρα πιά
τον θάνατο σου αν θυμάσαι
και το πως πέθανες φρικτά
Άγνωστος μένεις μες το μνήμα
μακριά απ’ την θάλασσα των ζωντανών
μικρή η ζωή σαν ένα κύμα
που τρεμοπαίζει μεταξύ των αστεριών
_
γράφει ο Νικηφόρος Βυζαντινός
“Στρατιώτη κι ὄχι ’Άγνωστο θέλεις νὰ σὲ φωνάζουμε
ἀγαπημένε, ποὺ δὲν ἔχεις σβήσει μὰ ἁπλῶς κοιμᾶσαι καὶ περιμένεις …”
Είχε γράψει ο κ. Σκοπετέας.
Θεωρώ ότι ένας τέτοιος “Στρατιώτης” δεν κρυώνει, δεν παγώνει..
Είναι θερμή με μια γροθιά η αθάνατη καρδιά του!!