Σύντροφος πιστός σε κρύο και χαλάζι
Να περιμένει να γυρίσω
Το χώμα τούτο να ξαναπατήσω
Στέκει ακίνητος εκεί
Ώρες, μέρες, χρόνια περνάνε απανωτά
Μα δε κουνάει ρούπι
Ακίνητο κουλούκι
Να γυρίσω απ΄ την ξενιτιά
Κι όμως μια μέρα απλή
Που φάνηκε εν τέλει πως θα ΄ταν γιορτινή
Όπως καθότανε στην αυλή
Να σου μια μακρινή γεροντική μορφή
Κίνησε τα γέρικα κόκαλα του που ο χρόνος είχε φθείρει
Κι έτρεξε απάνω της με ζωντάνια και χαρά
Αρχίζοντας σαν κουτάβι χάδια και φιλιά
Αφού τον κύριο του είχε μόλις ξαναβρεί
Τόσοι χρόνοι πέρασαν κι άλλαξε η όψη
Δεν τον κατάλαβε μήτε από πρόσωπο μήτε από μυρωδιά
Αφού γένια εφυτρώσανε κι οι Φαίακες τον έλουσαν με έλαια ακριβά
Μονάχα αυτό που αγάπησε πιο πολύ· την καθάρια ψυχή· χρειάστηκε για να τον αντιληφθεί
Ανάμεσα σε τόσους κύριους και κυρίες
Που του πρόσφεραν δώρα ακριβά
Για να τον πάρουν στην δική τους αγκαλιά
Και να προδώσει τον αφέντη του σε αυτούς τους άχρηστους παρίες
Αφού τον καλωσόρισε όσο πιο θερμά μπορούσε
Κι ευφράνθηκε η γέρικη καρδία
Σταθήκανε στην θέση την παλιά
Έκατσε μπροστά του και γαλήνια ξεψυχούσε
_
γράφει ο Σίσυφος Μελισσινός
0 Σχόλια