Δε μου αρέσουν οι ιστορίες με βρικόλακες. Είναι ένα κομμάτι της φαντασίας που ελάχιστα το πιστεύω, ελάχιστα με παρασύρει κι ειδικά αν το ανακατεύει ο συγγραφέας με μια κάποια πραγματικότητα, αν το παρουσιάζει παραδείγματος χάριν στη σημερινή μας εποχή. Διάβασα το «Λυκόφως» και δεν χρειάστηκε να διαβάσω κανένα άλλο βιβλίο της σειράς, δεν μου προξένησε κανένα αίσθημα, ούτε αγάπη για τους πρωταγωνιστές, ούτε αγωνία για την τύχη τους που τους κυνηγάνε οι βρικόλακες (Χριστέ μου), ούτε ενδιαφέρον αν ο πρωταγωνιστής θα πιεί το αίμα της κοπέλας που αγαπά και θα μείνουν για πάντα μαζί (Παναγία μου), ούτε τίποτα. Ε λοιπόν το «Άσε το κακό να μπει» είναι ένα υπέροχο και όχι μόνο βιβλίο με βρικόλακες. Το αγάπησα πάρα πολύ.
Δεν ξέρω τι να πρωτοσημειώσω, τι να πρωτογράψω, τι να πρωτοσχολιάσω. Μου άρεσε η γραφή φυσικά, το σκηνικό, η πλοκή, οι χαρακτήρες. Ο συγγραφέας με πείθει και πολύ καλά μάλιστα ότι ναι, μπορούν να υπάρξουν βρικόλακες και στη σημερινή εποχή (καλά, μιλάμε για τη Σουηδία, που το κλίμα και οι περιστάσεις ευνοούν να γεννηθούν τέτοιες ιστορίες) και αυτοί οι βρικόλακες να είναι άρρωστοι, να αγωνιούν, να δολοφονούν αλλά και κάποιοι να έχουν ακόμη αισθήματα αγάπης και φιλίας που να υπερβαίνουν κι αυτήν την αίσθηση καθήκοντος (πιείτε αίμα, κάνει καλό).
Ας ξεκινήσω με τον Όσκαρ, τον πρωταγωνιστή του βιβλίου. Ένα παιδί στα 13-14 περίπου, κλειστό, με χωρισμένους γονείς, αύταρκες (κατουριέται πάνω του και για να μην τον κοροϊδεύουν φορά την «κατουρόμπαλα», μια μπάλα από αφρολέξ που προστατεύει να μη λερώνεται). Μαθαίνουμε τον κόσμο με τα δικά του μάτια, απορίες, συναισθήματα, ερωτικά σκιρτήματα (όσα έχει μια τέτοια ηλικία). Εχθροί του, τρία μεγαλύτερα παιδιά που του κάνουν τη ζωή δύσκολη (πειράγματα, κοροϊδίες, νταηλίκια, παληκαρισμοί κλπ.). Ζει σε μια πόλη όπως όλες οι πόλεις της Σουηδίας. Με τους αλκοολικούς της, τους παρίες της, το αβέβαιο αύριο, τις μελαγχολικές σκοτεινές μέρες του βόρειου ημισφαιρίου, την τρεμάμενη μισοσβησμένη ελπίδα στα μάτια όλων των μέσων ανθρώπων. Κι όλα αλλάζουν όταν έρχεται στο διπλανό διαμέρισμα η Έλι.
Η Έλι είναι βρικόλακας. Τη συντροφεύει (μάλλον συνοδεύει) ένας άντρας που είναι ερωτευμένος μαζί της και την αγαπάει πάνω από τη ζωή του. Παρόλες τις αντιρρήσεις του και τους ενδοιασμούς του αναγκάζεται να βγει προς άγραν αίματος για να νιώσει καλύτερα η αγαπημένη του, με αντάλλαγμα μια βραδιά με χάδια (η Έλι συν τοις άλλοις είναι ένα άφυλο πλάσμα, ένα ευνουχισμένο αγόρι, και γι’ αυτό καταδικασμένο να μη νιώσει πότε σαρκική χαρά λόγω του μπλεγμένου συναισθηματικού του κόσμου) (το μόνο στοιχείο που με χάλασε ήταν αυτό, όλα τα άλλα δοσμένα καταπληκτικά, βλέπε κατωτέρω, έπρεπε η Έλι να είναι Ελίας και να μπερδευτούν τα πράγματα χειρότερα; Προς Θεού, ποτέ και πουθενά δεν αναφέρεται τίποτα το ερωτικό, τίποτα του στυλ ποιος είμαι και τι θέλω, λόγω αυτής της αναπηρίας και της ανάγκης για αίμα που κυριαρχεί έναντι οτιδήποτε άλλου, οπότε δεν μπλέκουμε τα μπούτια μας με έναν άφυλο βρικόλακα-επίσης εξαιρετικό εύρημα να ζούμε την ιστορία της Έλι μέσα από τα μάτια του Όσκαρ όταν φιλά την Έλι!). Ο Χόκαν λοιπόν ψάχνει θύματα για αίμα για να ταΐσει την καλή του. Τι γίνεται όμως όταν τα πράγματα στραβώνουν και ο κατά συρροήν δολοφόνος της πόλης πιάνεται στα πράσα;
Μπορεί όλα αυτά όπως τα περιγράφω να ακούγονται υπερβολικά αλλά, πιστέψτε με, είναι τόσο καλογραμμένα, τόσο ρεαλιστικά, τόσο συναισθηματικά δοσμένα που συμπάσχεις από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Πραγματικά, ένα βιβλίο με αρχή, μέση και τέλος, ύβρη και κάθαρση. Δίνεις δίκιο στο παιδί που κλέβει τον πατριό του για να το προσέξει η μητέρα του, δίνεις δίκιο στην Έλι που σκοτώνει για να μείνει ζωντανή, δίνεις δίκιο στη γυναίκα που αυτοκτονεί για να σώσει κυρίως τον άνθρωπο που αγαπά, δίνεις δίκιο στην Έλι που έρχεται για να σώσει τον Όσκαρ από τον τελευταίο ολέθριο γύρο αντιμετώπισης των νταήδων που του κάνουν τη ζωή μαύρη.
Σασπένς, ανατροπές, ανοιχτό στόμα, άνθρωποι που αντιπροσωπεύουν ένα ποσοστό του σουηδικού πληθυσμού, κλειστοί, απομονωμένοι, κάτω από τον ήλιο του μεσονυκτίου που κάνει μαρμελάδα κάθε θέληση, κάθε αισιοδοξία. Μου έκανε εντύπωση που ο συγγραφέας ξέρει τόσα πολλά για τους βρικόλακες. Ποτέ δεν περίμενα ότι ο βρικόλακας είναι σαν ξενιστής, με ένα πλάσμα μέσα του αυτόνομο και αυτόβουλο, που ζητά αίμα και χτυπά η καρδιά του διαφορετικά. Ούτε ότι κοιμούνται την ημέρα, με σβηστά ΤΕΛΕΙΩΣ τα φώτα, μέσα σε λίμνες αίματος. Επίσης πρέπει να το καλέσεις για να μπει κάπου αλλιώς πληγώνεται το σώμα του (άσε το κακό να μπει!!!). Καλοδουλεμένο έργο, σφιχτοπλεγμένο, ανατρεπτικό, αστυνομικό και κοινωνικό περισσότερο παρά δρακουλιάρικο και τρομακτικό. Επί τη ευκαιρία δεν θεωρώ τον John A. Lindqvist τον νέο Stephen King. Ο Lindqvist , τουλάχιστον στο συγκεκριμένο βιβλίο, έχει καλολογικά στοιχεία, έχει αφηγήσεις με μάτια τρίτων, έχει πολλά πράγματα που χωρίς δισταγμό προσωπικά θα το χαρακτήριζα λογοτεχνικό θρίλερ. Μην το χάσετε (και να δείτε και την αντίστοιχη ταινία, όχι την αμερικανική αλλά τη σουηδική).
Α, ένα σοβαρό μειονέκτημα της έκδοσης του 2011 είναι η ελλιπής επιμέλεια: λείπουν ολόκληρες λέξεις στο κείμενο (ευτυχώς το παρατήρησα 10-12 φορές συνολικά αλλά χτυπάει άσχημα στο μάτι όπως και να το κάνουμε).
0 Σχόλια