Όρθια στέκομαι απέναντί σας. Με βλέπετε;
Μιλώ γρήγορα για να προφτάσω μια κραυγή…
Με ακούτε;
Ένα παιδί έχω εντός μου. Ένα μικρό κορίτσι που αρνείται να πεθάνει. Ή έστω να μεγαλώσει.
Το έχω απαξιώσει. Το έχω προδώσει.
Το αποδιώχνω διαρκώς. Σιωπά.
Με κοιτάζει με τα τεράστια μάτια τα ερωτηματικά.
Το αγνοώ. Προσπερνώ. Συνεχίζω το δρόμο μονάχη.
Είμαι εγώ που σας μιλώ. Δίχως ηλικία.
Με ανασφάλειες. Με φοβίες. Και εφιάλτες.
Οι ώρες μου περνούν ανήσυχα. Οι νύχτες μένουν ξάγρυπνες.
Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω.
Η ζωή παίζει μαζί μου. Με εμπαίζει. Έχει αλλάξει προσωπείο. Έχει σοβαρέψει άγρια.
Έγινε δεσμώτης μου. Με βασανίζει.
Τούτες τις καταθλιπτικές μέρες, όλα τα χρώματα έχουν ξεθωριάσει. Συρρικνώθηκαν.
Απόκτησαν ζώνες με γκρίζα χροιά.
Οι σταχτιές αποχρώσεις μοιάζουν με όνειρα. Με τα όνειρά μου.
Σαν γκριζαρισμένοι κρόταφοι πτυχιούχων ανέργων.
Υποψιασμένα ναι, διόλου ωστόσο επαναστατικά.
Κουρασμένα. Αλλόκοτα. Φαιά.
Αυθαίρετα. Δίχως νόημα. Δίχως ερμηνεία.
Σαν να μην άκουσα ποτέ για τον Φρόιντ. Σαν να μη τον διάβασα ποτέ. Ή όσους άλλους της ψυχανάλυσης γνώρισα.
Είμαι εγώ και σας μιλώ.
Χθες δεν έβρεχε.
Κατέβηκα αργά ως τη θάλασσα. Έβγαλα τα παπούτσια μου.
Το νερό παγωμένο. Μου δάγκωσε τα δάχτυλα των ποδιών.
Φίδι το ρίγος στη σπονδυλική στήλη.
Πόσο διαφορετικό φαίνεται το χρώμα από κοντά…
Μια έκπληξη οι αποχρώσεις του γκρίζου που ήταν άλλοτε γαλάζιο…
Κάποιος μου φώναξε γύρνα!
Κοντοστάθηκα.
Δεν εμπιστεύομαι πάντα στο μυαλό μου τις φωνές.
Τις ακούω να μουρμουρίζουν. Τις ακούω να μου αγριεύουν.
Άλλοτε φοβόμουν.
Πλέον τις αντιπαθώ.
Έστρεψα το βλέμμα.
Είδα να κατεβαίνουν παράθυρα από τον ουρανό. Με κλειστές τις γρίλιες.
Δεν ανοίγουν τα παράθυρα. Τη ζωή τους δεν τη φανερώνουν.
Μανταλωμένα τα μυστικά τους μένουν. Ο έρωτας και ο θάνατος στα κρυφά.
Τα παράθυρα είναι εσωστρεφή.
Πέρασαν από μπροστά μου γρήγορα και ανώνυμα.
Χάθηκαν μες τις λωρίδες του γκρίζου…
Μετά.
Κατέβαινε μετά ένα ιστιοφόρο με τα πανιά ανοιχτά.
Λευκά φτερά ν’ αφήνει πίσω του.
Μαδημένα σαν αλλοτινά σύννεφα. Της μέρας σύννεφα. Παιχνιδιάρικα.
Κανένας στο τιμόνι. Φάντασμα στον αγέρα.
Σήκωσα τα δάχτυλα να σταματήσω την κάθοδο. Την κατακρήμνιση μάλλον.
Προμελετημένη. Σαν φόνος. Σαν αυτοκτονία.
Δεν κατάφερα να το σταματήσω.
Κατακρημνίστηκε…
Ναυάγησε στα μάτια μου εμπρός…
Τα κομμάτια του βούλιαξαν στο νερό…
Τα πανιά λωρίδες σκισμένες να σέρνονται στην άμμο…
Τόσα ζευγάρια μάτια από την αόρατη σκέπη να με κοιτούν επικριτικά.
Κατέβασα το βλέμμα. Έγειρα το κεφάλι…
Αισθάνθηκα το ράπισμα.
Ένιωσα κάτι σαν βελόνες στο πρόσωπο.
Γεύτηκα το κόκκινο της τιμωρίας…
Και τώρα τι; Να μιλήσω; Τι να ζητήσω;
Να εκλιπαρήσω για εξιλέωση…
Αναρωτιέμαι.
Άραγε… μπορούσα άραγε να καταδυθώ σε μια σταγόνα σιωπής;…
Μύκητας να γίνω, να δαγκώσω τα νύχια της νύχτας;…
Και πώς… πώς αλήθεια θα μπόλιαζα το ρεύμα του αγέρα που γεννοβολάει ανάσες με τέρατα,
με μια δηλητηριώδη ηχώ;…
Πνίγομαι… Σταματώ να πάρω ανάσα.
Κλείνω τα μάτια για να δω… Να σκεφτώ… Να κλάψω…
Αμυδρά, σα μνήμη σε θυμήθηκα, μικρό κορίτσι που κάποτε ήσουν εγώ…
Αμυδρά μες τον καθρέφτη σε είδα να ποζάρεις… Ξανά…
Μια φωτογραφία μου από τα πολύ παλιά. Κιτρινισμένη. Λησμονημένη από καιρό.
Κόκκινη δειλή φωνή που τίποτα δε λες μες τη σιωπή σου, φώναξα σε σένα και το κενό.
Δείξε μου ένα πέρασμα μέσα στο έλος σου…
Άγονη πάντα η σπορά μου…
Κι εγώ που νόμιζα πως ήμουνα καρπός στο χέρι το δικό μου…
Ένα πέρασμα, παιδούλα παραμελημένη εντός μου…
Μόνο ένα πέρασμα…
Συγχώρεσέ με…
Αθώωσέ με…
Και λευτέρωσέ με…
–
γράφει η Χριστίνα Θέμα
Η ανισόπεδη διάβαση της εγκαρτέρησης που συγκοινωνεί
με το νοητικό πλέγμα της γνώσης και το μετουσιώνει
σε ουρανόκτιστη ελπίδα.
Υπέροχα το θέτετε, αγαπητέ Αναγνώστη Ε.Λ.! Σας Ευχαριστώ για το σχόλιο!
Ευχαριστώ πολύ το τοβιβλίο.net που φιλοξενεί τον Μονόλογό μου “Ένα Πέρασμα Μόνο”!!! Τιμή μου!!!