Ποιος απόψε ξαποσταίνει,
στου φεγγαριού τα ματόκλαδα;
Ποιος τάχα ν’ ακούμπησε ευχές κι ονείρατα,
στων αστεριών το περίγραμμα;
Τα σύννεφα ζάρωσαν,
του ουρανού το μαύρο περίβλημα.
Σαν να αποφεύγουν για απόψε,
των ανθρώπων την πονεμένη ματιά.
Πόσες μελωδίες να πλάγιασαν,
στου ουρανού το πεντάγραμμο;
Πόσες νοσταλγίες να φόρεσαν,
της λήθης τη γλυκιά φορεσιά.
Μάρτυρας σιωπηλός κι αλύγιστος,
αμέτοχος θεατής μιας παράστασης δίχως αυλαία.
Γιατί ουρανέ δεν απλώνεις τα χέρια σου στο νερό,
για να σώσεις την ανθρωπότητα;
Η σελήνη είναι φίλη καλή,
πρόθυμα θα ζεστάνει τα βρεγμένα σου ρούχα.
Τ’ αστέρια είναι υπηρέτες του σκότους,
θα’ ναι βάλσαμο γι’ αυτά η αλμύρα.
Πόσο μοιάζει της νύχτας το έρεβος,
με τα χρώματα του βυθού;
Πόσο να διαφέρει ένα όμορφο καληνύχτα,
από μια αβέβαιη καλημέρα;
Μια γαλήνια νύχτα υπνοβατεί,
στις κορυφογραμμές του ορίζοντα.
Εκεί που η φύση ενώνεται,
κάμπτοντας ανώφελα σύνορα.
Στη σκιά του φωτός ξεψυχά η ελπίδα,
προσμένοντας μια ανατολή αναγέννησης για όλο τον κόσμο.
_
γράφει η Πάντου Ροδάνθη
0 Σχόλια