
Περπατούσε με αργό και σταθερό βήμα κατά μήκος της Οδού Πανεπιστημίου. Αντικρίζοντας την Εθνική Βιβλιοθήκη με τις καμπυλωτές σκάλες όλες οι ανησυχίες και οι αρνητικές σκέψεις που τον βασάνιζαν χάθηκαν μονομιάς. Ήταν ένας περιπατητής της παλιάς σχολής, η αισθητική και η κομψότητα νεοκλασικών κτιρίων τον γοήτευαν. Στάθηκε μπροστά από το Πανεπιστήμιο, για να θαυμάσει τις περίτεχνες τοιχογραφίες των Προπυλαίων. Διέκρινε ένδεκα γυναικείες μορφές, ζωγραφισμένες με τα χαρακτηριστικά χρώματα της αρχαιότητας. Καθεμία τους αντιπροσώπευε μία από τις επιστήμες. Λίγα βήματα πιο κάτω περιεργάστηκε τα μαρμάρινα αγάλματα της Ακαδημίας. Δεν έδινε σημασία στην βαβούρα της συγκοινωνίας και στην κοσμοσυρροή γύρω του. Ύψωσε το βλέμμα του προς τον καταγάλανο ουρανό, σε εκείνο το σημείο όπου ορθωνόταν το άγαλμα της Αθηνάς. Εξοπλισμένη με ένα δόρυ και μία ασπίδα, πανέτοιμη να υπερασπιστεί ό,τι της ήταν ιερό και πολύτιμο. Έμεινε να την κοιτάζει με εμμονή και προσδοκία, θαρρείς και περίμενε να του δώσει λίγο κουράγιο. Ψιθύρισε τρεις συλλαβές, το όνομά της. Ανακάλεσε στην μνήμη του την πρώτη τους συνάντηση στο αεροπλάνο με προορισμό την ελληνική πρωτεύουσα. Πάνε τρία χρόνια τώρα.
Ήταν μία εντυπωσιακή γυναίκα, δεν χωρούσε αμφιβολία. Την παρατηρούσε όσο πιο διακριτικά μπορούσε, καθώς εκείνη πλησίαζε προς το μέρος του. Η τύχη είχε βάλει το χεράκι της και είχε φροντίσει έτσι ώστε η αδειανή θέση δίπλα του να αναλογεί στον αριθμό θέσης του εισιτηρίου της. Την χαιρέτισε ευγενικά. Εκείνη ανταπέδωσε με ένα ζεστό χαμόγελο. Του άρεσε το ανεπιτήδευτο ύφος της. Δεν είχε τίποτα προσποιητό επάνω της.
«Επισκεφτήκατε την Στοκχόλμη για επαγγελματικούς λόγους ή για διακοπές;», την ρώτησε δίχως περιστροφές.
«Και τα δύο!», απάντησε διστακτικά. Μετά από λίγο πρόσθεσε. «Έλαβα συμμετοχή σε ένα συνέδριο γλωσσολογίας και τις λίγες ελεύθερες ώρες που μου απέμειναν επισκέφτηκα τα αξιοθέατα της παλιάς πόλης. Εσείς ταξιδεύετε για πρώτη φορά στην Αθήνα, κύριε…;»
«Έρισκον. Περ Έρικσον. Για να είμαι ειλικρινής, έρχομαι τακτικά στην Ελλάδα, συνήθως παραθερίζω στις Κυκλάδες. Όταν ανακοίνωσα στον συνάδελφό μου ότι πρόκειται να πετάξω στην Αθήνα, με παρακάλεσε να βγάλω μερικές φωτογραφίες. Έχει σκοπό να οργανώσει μία έκθεση αστικής φωτογραφίας σε μία από τις γκαλερί της συνοικίας Σέντερμαλμ. Του το υποσχέθηκα».
«Οφείλω να ομολογήσω ότι τα Ελληνικά σας είναι πολύ καλά, κύριε Έρικσον!». «Σας ευχαριστώ! Θέλει πολλή μελέτη και υπομονή, για να μάθεις μία ξένη γλώσσα, αλλά αξίζει τον κόπο. Το όνομά σας;»
«Αθηνά Αναγνωστάκη».
«Αθηνά!», μονολόγησε. Μόλις που είχε αντιληφθεί πως είχε φτάσει στη Βουλή των Ελλήνων. Το ογκώδες κτίριο αντανακλούσε μία επισημότητα και μία αυστηρότητα που άρμοζαν άψογα στον ρόλο που καλούνταν να παίξει. Χάζεψε για λίγο τους τουρίστες που πηγαινοέρχονταν στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, πέρασε τον δρόμο και κατέβηκε στην πλατεία Συντάγματος για να ξαποστάσει στο «Εθνικόν». Βυθίστηκε ξανά στις σκέψεις του.
Το αεροπλάνο είχε κιόλας εγκαταλείψει τον εναέριο χώρο της Σουηδίας. Ο ήλιος έδυε, βάφοντας τον ουρανό με χρώματα εξωπραγματικά. Οι περισσότεροι επιβάτες είχαν αποκοιμηθεί ή διάβαζαν εφημερίδα. Οι δύο τους ήταν ολοκληρωτικά αφοσιωμένοι στην συζήτησή τους. Είχαν κοινά ενδιαφέροντα. Συνεπαρμένος από το βλέμμα της, αποφάσισε να αδράξει αυτή την ευκαιρία που τόσο απλόχερα του πρόσφερε η ζωή. Επιστρατεύοντας όλες του τις δυνάμεις, αφέθηκε να πέσει στο κενό σαν αλεξιπτωτιστής. Ή ταν ή έπι τας!
«Τι θα λέγατε να συναντηθούμε το Σαββατοκύριακο στην Αθήνα; Σίγουρα γνωρίζετε αξιοθέατα της πόλης που ούτε κατά διάνοια δεν θα μπορέσω να βρω μόνος μου». Δεν του αρνήθηκε.
Μαζί περιπλανήθηκαν σε γραφικές πλατείες και σιωπηλά σοκάκια που μοσχοβολούσαν γιασεμί, θαύμασαν πανάρχαιους ναούς και μνημειώδη κτίρια, ανακάλυψαν κρυμμένους κήπους και αυλές και βρέθηκαν σε λιλιπούτεια μουσεία στα οποία ήταν οι μοναδικοί επισκέπτες. Ανέβηκαν στον λόφο των Νυμφών να απολαύσουν την θέα και είδαν ταινίες σε νοσταλγικά σινεμά κάτω από τ’ άστρα. Τους ένωσε η φιλία, η συντροφικότητα, ο έρωτας και ταίριαξαν. Του εκμυστηρεύτηκε τα απόκρυφα μυστικά της και τους ενδόμυχους φόβους της και δεθήκαν ακόμη περισσότερο. Την κάλεσε στην πατρίδα του, την ξενάγησε στα δικά του μονοπάτια και λημέρια και της φανέρωσε τις δικές του λύπες και χαρές. Τρία ολάκερα χρόνια ταλαντεύονταν μεταξύ Στοκχόλμης και Αθήνας, για να χαρούν τον έρωτά τους.
Μέχρι που εμφανίστηκαν τα πρώτα μπουρίνια στον ορίζοντα. «Πώς θα φτιάξετε οικογένεια με την απόσταση που σας χωρίζει;», την ρωτούσαν οι δικοί της. «Παπούτσι από τον τόπο σου και ας είναι μπαλωμένο!», την συμβούλευαν καλοθελητές με δήθεν φιλική διάθεση. «Είναι ξένος! Ξένος!», αντηχούσε στα αυτιά της μια φωνή από το πουθενά που έκανε το κεφάλι της να βουίζει. Του τα εξομολογήθηκε όλα τις προάλλες στο τηλέφωνο. Εκείνος έσπευσε να την καθησυχάσει. Τον παρακάλεσε να έρθει στην Αθήνα, να μιλήσουν από κοντά.
Ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά το κορμί του. Ένα πρωτόγνωρο, απροσδιόριστο συναίσθημα τον είχε κυριεύσει. Κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να κρατήσει την ψυχραιμία του. «Τι κι αν ήθελε να χωρίσουν;», αναλογίστηκε. Ακολούθησε την Ερμού. Τα μοδάτα μαγαζιά τον άφηναν αδιάφορο. Χαιρέτησε τον νεαρό που πουλούσε τις φιγούρες του Καραγκιόζη, αντάλλαξε δύο-τρεις κουβέντες με τον πρόσχαρο λατερνατζή και έπειτα κοντοστάθηκε στον πάγκο με τα βιβλία. Στην μέση του δρόμου στεκόταν αγέρωχη η εκκλησία της Παναγίας Καπνικαρέας, ένα κόσμημα βυζαντινής αρχιτεκτονικής, απομεινάρι μιας άλλης εποχής που αντιστεκόταν με σθένος στον χωροχρόνο της σύγχρονης τσιμεντούπολης.
Είχαν κανονίσει να βρεθούν σε μία από τις ταβέρνες της Πλάκας. Η Αθηνά καθόταν και τον περίμενε ανυπόμονα. Την φίλησε τρυφερά στο μάγουλο και κάθισε δίπλα της. Την κοιτούσε ήρεμα, γαλήνια, τα σωθικά του όμως έλιωναν από τον έρωτα και τον φόβο του χωρισμού. Ήπιε μια γουλιά νερό. Του χαμογέλασε. Την παρότρυνε να μιλήσει.
«Πήρα μία απόφαση, Περ».
«Τι απόφαση», τραύλισε.
«Εδώ τα πράγματα έχουν δυσκολέψει».
«Τι θέλεις να πεις!»
«Ελπίζω να συμφωνήσεις μαζί μου».
«Σε τι;»
«Να, αποφάσισα να έρθω στην Στοκχόλμη, να μείνουμε μαζί. Αν θέλεις βέβαια. Να δούμε πού θα πάει αυτό το ταξίδι».
«Ναι, Αθηνά, να έρθεις!», αποκρίθηκε ανακουφισμένος. «Να έρθεις!», επανέλαβε με πιο δυνατή φωνή, επισφραγίζοντας την απάντησή του με ένα φιλί.
–
γράφει ο Χρίστιαν – Ιωάννης Παπαγεωργίου
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
0 Σχόλια