Στη στροφή κοιτάζω το βλέμμα σου.
Πήγαινε κι ερχόταν και μας κοίταζε
πότε ριγμένο καταγής, πότε απόμακρο.
Ένα βλέμμα ατσάλινο, αιωρούμενο
στη δροσιά του πρωινού πάνω στο άνθος.
Ένα αλλόκοτο βότσαλο, που μιλούσε
σε γνώριμα μονοπάτια της ψυχής μας.
Το βλέμμα σου δεν έμοιαζε με τ’ άλλα.
Περνούσε αργά ανάμεσα στα γεγονότα,
που μας άνοιγαν δρόμο για τα θέλω μας.
Να σημάνει πως το τέλος είναι κοντά
και δεν αρκεί να φύγουμε αβίαστα.
Όσο κι αν παλεύουμε να ορθοποδήσουμε
κι αν γαντζωνόμαστε σφικτά σε άλλα χέρια
κι αν ενώνουμε τη θέρμη μας, με τη θέρμη
του υπέρτατου όντος
κι αν σβήσανε όλα γύρω μας,
μένει μόνο η βαθιά πεποίθηση να ομονοήσουμε
μέσα στην κοσμοχαλασιά.
_
γράφει ο Αχιλλέας Φιστουρής
0 Σχόλια