Ανοιγοκλείνεις τα μάτια. Σε τσούζουν οι φακοί. «Ανάθεμα». Πάνε μέρες που δεν έχεις κοιμηθεί, σέρνεσαι, έχεις χάσει πια το μέτρημα· να ‘ναι τρεις ή τέσσερεις; Αργεί να χαράξει. Ντυμένη η πόλη στα λευκά, οι φανοστάτες σού επιτρέπουν να το δεις, μα το αρνείσαι. Γκρι είναι όλα, γιατί έχασαν το χρώμα του. Πυρετός. Οι ιδέες τρέχουν στο μυαλό σου γρηγορότερα απ’ όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό. Ξεπέρασες τα όρια. Δεν είσαι πια άνθρωπος. Δεν έχεις ανάγκη κανέναν, τίποτα. Κανένα θεό. Κανένα άνθρωπο. Ούτε τροφή, ούτε νερό, ούτε συντροφιά, ούτε συμπόνια, ούτε κουβέντα. Προσπαθείς να απομονώσεις το είναι σου από τη σκληρή πλευρά της πραγματικότητας.
Απότομη στροφή δεξιά, σε κοιτάζει ένας μεθυσμένος. Καταλαβαίνει πως είσαι σε χειρότερη μοίρα απ’ αυτόν. Γνέφει. Κουνάς το κεφάλι με συμπόνια. Τελικά, έχεις τόσα να δώσεις, μόνο που δεν γουστάρεις να τα μοιραστείς με τον οποιοδήποτε. Μια μελωδία παράξενη παίζει στ’ αυτιά σου. Αργή, μελαγχολική, υποτονική. Επαναλαμβανόμενη. Με περίεργο βάθος και ηχώ. «Ανάθεμα την ώρα».
Κοιτάζεις την πνιγμένη από χιόνι πόλη και νιώθεις πως τα δάκρυά σου παγώνουν πάνω στα μάγουλα. Στη μέσα τσέπη του παλτού είναι η θήκη των φακών. Τους βγάζεις όπως – όπως. Ανοιγοκλείνεις τα μάτια. Θολούρα. Σε τσακίζει ο αστιγματισμός. Ξέρεις τι είναι πού, μα δεν μπορείς να το ξεχωρίσεις. Σαν τη ζωή σου. Πάντα ήξερες, ποτέ δεν ήθελες να δεις όσα υπήρχαν πίσω απ’ τη θολούρα που επέλεγες να δεις. Γυρνάει ο νους στο παρελθόν, ταξιδεύεις σ’ αναμνήσεις. «Ανάθεμα». Η εξάτμιση μιας μηχανής σε ταξιδεύει. Βροντοκοπάει στο ρελαντί και θυμάσαι τη φυγή. Τη μεγάλη απόδραση από μια ζωή που δεν άντεξες.
Μουδιασμένος ο λογισμός εκείνο το σούρουπο. Τα ‘χες κανονίσει όλα χωρίς να μιλήσεις σε κανέναν. Σχέσεις εμπιστοσύνης που στηρίζονταν στο φόβο. «Κλειδιά απ’ το σπίτι, μέχρι την πρώτη πρέπει να ‘χει αδειάσει. Αριθμός λογαριασμού. Πούλα ότι μπορείς, στείλε μου τα λεφτά, κράτα μερικά, όσα γουστάρεις, για την εκδούλευση. Κουζίνα – ψυγείο, αν δεν τα δώσεις, στείλ’ τα στον Τζίμη· ξες πως δεν τα βγάζει πέρα. Τι άλλο;»
Βροντοκοπάει η μηχανή στο ρελαντί, το κράνος στο κεφάλι, το τσιγάρο στο στόμα και μιλάς σαν χαμένος. Σκέφτεσαι μανιωδώς. Ψιλοβρέχει. Δεν σε νοιάζει.
«Αδερφέ, τον νου, τον έχεις στο κεφάλι;»
«Πάντα. Φεύγω. Δεν με χωράει αυτή η πόλη»
«Και με την άλλη; Τι θα γίνει; Τι θα της πούμε; Θα γυρίσει σπίτι, θα το βρει άδειο…»
«Έχω αλλάξει κλειδαριά. Δεν θα γυρίσει πουθενά. Δεν θα γυρίσουμε ποτέ πίσω».
«Εσύ ξέρεις… Λάλα τηλέφωνο όταν φτάσεις».
«Έγινε. Μιλάμε»
«Τον νου σου».
Φτύνεις μακριά το τσιγάρο, κατεβάζεις το τζαμάκι. Συμπλέκτης. Πρώτη. Κουμπώνει το γρανάζι πάνω σ’ ένα άλλο. Παλινδρομούν οι κύλινδροι, κινούν τον εκκεντροφόρο. Γυρνάνε τα γρανάζια και δίνουν ώθηση στον τροχό. Γυρνάει το μυαλό σου στα πεπραγμένα, αναπολεί, θυμάται. Βγαίνεις στην εθνική. Το πας όσο σε πάει. Όπως τότε. Όπως την πρωτοχρονιά. Πέμπτη, τετάρτη, τρίτη, δευτέρα, πλακωμένος στο φρένο, το έχεις δει το γαλάζιο αυτοκίνητο που παραβίασε το κόκκινο. «Ανάθεμα». Δεν μιλάς. Το αποφεύγεις και συνεχίζεις.
Χαράματα ήταν όταν γύρισες πίσω, δεν σ’ άφησε ο εαυτός σου να φύγεις. Πάντα περήφανος, ποτέ δεν άφησες λέξη να πέσει κάτω. Ούτε που ξέρεις πόση βενζίνη έκαψες. Σταματάς έξω από μια πολυκατοικία. Βγάζεις το κράνος, ανάβεις τσιγάρο· το ‘χεις κάνει μυριάδες φορές, γιατί όχι κι απόψε; Το βουητό του τηλεφώνου κάνει την καρδιά σου να καλπάζει. Πρώτος χτύπος. Ύστερα δεύτερος. Τρίτος. Ένα φως ανάβει στον τέταρτο. Ξεραίνεται το στόμα σου. Ακούς την φωνή της. Πας να το κλείσεις. Σε φωνάζει.
«Θέλω να σε δω», της λες μ’ όση φωνή σου έχει απομείνει.
«Με τις μεγάλες ώρες είσαι»
«Είμαι από κάτω. Μπορείς;»
«Σε τέσσερα λεπτά».
Περιμένεις. Έχεις ανάψει δεύτερο τσιγάρο. Με την πιζάμα και την παντόφλα κατέβηκε, άβαφτη, απεριποίητη, αναμαλλιασμένη. Αναστενάζεις για μία και μόνη στιγμή. «Λες να μ’ αγαπάει;», σκέφτεσαι, μα το αρνείται ο λογισμός σου. Σε κοιτάζει παράξενα, σαν χαμένη. Πρώτη φορά σε βλέπει ντυμένο σαν τον αστακό, με το τεράστιο σακίδιο στην πλάτη. Το έχει καταλάβει. Φεύγεις.
«Συγνώμη» τραυλίζει καθώς σε πλησιάζει. «ΜΙΛΑ!», ουρλιάζει το είναι σου, «όλο το βράδυ τα σκέφτεσαι, μίλα επιτέλους!»
«Πρέπει να φύγω. Για το καλό μου και για το καλό σου»
«Θα γυρίσεις;»
«Αναπόφευκτα»
«Πότε;»
«Άγνωστο»
«Δεν μ’ αγαπάς πια;»
Αρνείσαι να απαντήσεις. Την αγαπάς, κακομοίρη, μα δεν θέλεις να το σκέφτεσαι. Σκύβει να σε φιλήσει. Την σπρώχνεις ευγενικά. Βάζει τα κλάματα. Πηδάς από την μηχανή, τη βουτάς απ’ το χέρι και την κρατάς σφιχτά στην αγκαλιά σου. Έτσι ήταν πάντοτε. Σπασμένη κι αιχμηρή. Έκοβε απ’ όπου κι αν προσπαθούσες να την πιάσεις.
«Ξενοίκιασα, φεύγω, έχω ανάγκη να τα βρω με τον εαυτό μου, θα λείψω για ένα διάστημα, δεν ξέρω για πόσο, ούτε ξέρω που θα πάω, ούτε ξέρω τι θα βρω, ούτε ξέρω πως και πότε θα γυρίσω» λες με μια ανάσα πριν την αφήσεις μόνη στην παγωμένη πόλη.
«Δειλέ!» ακούς το ουρλιαχτό της καθώς απομακρύνεσαι μα δεν δίνεις πια σημασία. Σε κούρασαν τα καπρίτσια της. Γυναίκα ήθελες για να ζείτε μαζί, όχι κόρη για να τη μεγαλώσεις, ούτ’ αδερφή για να την νταντεύεις.
Το κλάμα ενός μωρού σε επαναφέρει στην πραγματικότητα. Χαμηλώνεις το βλέμμα και το κοιτάζεις, σε κοιτάζει κι εκείνο παράξενα. Έχεις μάθει πια να ξεχωρίζεις τις λεπτές αποχρώσεις των ήχων. Πεινάει. Δεν μπορεί να στο πει, αλλά το ξέρετε και οι δύο. Γυρνάς σπίτι ακόμη κι αν δεν το θες. Υπάρχουν πρέπει πια κι ευτυχώς, υπάρχεις κι εσύ ο υπεράνθρωπος που θα τα φέρεις όλα εις πέρας.
Πετάς κλειδιά, βράζεις νερό, ξεντύνεις το παιδί· είκοσι πράγματα ταυτόχρονα, όλα πρέπει να γίνουν σε κλάσματα δευτερολέπτου. Παγωμένο το σπίτι, σαν την καρδιά σου, πάλι παράτησες το καλοριφέρ σβηστό. «Ανάθεμα». Όλα γίνονται τόσο γρήγορα, σπασμωδικά, αυτόματα, που χάνεις πια το μέτρημα. Ούτε που ξέρεις τι ώρα είναι. Ούτε που ξέρεις γιατί είσαι εκεί. Ούτε που ξέρεις γιατί έφτασαν τα πράγματα εδώ.
«Μουσική. Ναι, μουσική» μονολογείς, μόνο και μόνο γιατί νιώθεις την ανάγκη να ακούσεις μια γνώριμη φωνή. Το έχεις μάθει απ’ έξω το κομμάτι, το έχεις μελετήσει. Όλα ταυτόχρονα πια, δεν υπάρχει χρόνος. Ψιλοτραγουδάς. Γελάει. Είσαι αστείος, πάντα ήσουνα, δεν ήθελες ποτέ να το αποδεχθείς. Κοιμάται. Γράφεις. Γράφεις, γράφεις, γράφεις. Προσπαθείς να μιλήσεις σε κάποιον, δεν θέλεις να μιλήσεις σε κανέναν. Δεν κοιμάσαι, φοβάσαι. Έχει ριζώσει τόσο βαθιά ο φόβος που ο μόνος ύπνος είναι τα shutdown που κάνει αυτόματα το μυαλό για να μην διαλυθεί. Τριάντα λεπτά; Καλά είναι. Αρκούν. Το σώμα δουλεύει πάνω απ’ τα όριά του, το μυαλό καταρρέει μα δεν το βλέπεις. Ασφυκτιάς. Κρίση πανικού.
Το «παρακαλώ;» στο τηλέφωνο σού ακούγεται σαν θαύμα. Σε πιάνει λογοδιάρροια, δεν προλαβαίνεις να τα πεις όλα, πηδάς θέματα, τραυλίζεις, κόβεις λέξεις στη μέση. Μιλάς για σήμερα, για χθες, για δέκα χρόνια πριν, για αύριο, για το μέλλον, έχεις χάσει τη μπάλα και φαίνεται απ’ τον τρόπο σου. Ρωτάς κάτι και δεν θυμάσαι τι ρώτησες. Δεν παίρνεις απάντηση, νεκρό το ακουστικό. Βαραίνει η ανάσα σου, βραχνή η φωνή σου, πνίγεσαι. Προσπαθείς να φτάσεις κάπου. Ζαλίζεσαι. Πέφτεις στο πάτωμα. Το βάζεις πείσμα να σηκωθείς. Γυρνάνε όλα. Κλείνουν τα μάτια σου. Χάνεις τον προσανατολισμό σου. «Ανάθεμα» προσπαθείς να πεις μα δεν το καταφέρνεις. Ακουμπάς σε κάτι που δεν μπορείς να δεις. Σου κόβονται τα πόδια. Παλεύεις να ανοίξεις τα μάτια και το καταφέρνεις.
«Ανάθεμα τους εφιάλτες μου» σκέφτεσαι την ώρα που, λουσμένος στον ιδρώτα, σηκώνεσαι απ’ το κρεβάτι για να πιεις λίγο νερό. Το μυαλό σου δεν έχει επιστρέψει στην πραγματικότητα, βιώνει ακόμη τη φυγή. Το σπίτι είναι ζεστό, το άναψες το καλοριφέρ. Το πάρκο λείπει απ’ το σαλόνι. Το τζάκι αναμμένο. Πίνεις νερό και γυρίζεις στο κρεβάτι. Είναι εκεί. Στην πλευρά του κρεβατιού που της ανήκει. Κοιμάται γαλήνια. Όπως κάθε βράδυ. Το μάτι σου πέφτει στο ραγισμένο καθρέφτη. Θυμάσαι. Ο εαυτός σου θέλει να τα βρει μαζί σου κι εσύ το αρνείσαι πεισματικά, σου τα έχει πει όλα, αλλά δεν θέλεις να τον ακούσεις.
Κουζίνα και καφέ, λίγο πριν το χάραμα σε μια λευκή πόλη που κοιμάται ήρεμα. Τα τσιγάρα διαδέχονται το ένα το άλλο κι η κούπα όλο και γεμίζει με καφέ. Το ημερολόγιο στο ψυγείο δείχνει Τετάρτη, 30 Οκτωβρίου. Χαμογελάς για κάποιο λόγο που δεν μπορείς κι εσύ ο ίδιος να καταλάβεις.
«Ένα χρόνο μαζί…» ψελλίζεις πριν ντυθείς βιαστικά και φύγεις απ’ το σπίτι με άγνωστο προορισμό στις έξι και μισή το ξημέρωμα.
_
γράφει ο Αλέξανδρος Κουτρούλης
0 Σχόλια