Σε μια εποχή που το όνειρο έχει καταντήσει μία μυστική αυτολογοκρινόμενη διέξοδος των νέων -ειδικά- ανθρώπων, μία ποιητική συλλογή έρχεται να μας θυμίσει ότι πρέπει να ονειρευτούμε και συναισθανθούμε τα όνειρα και τους πόνους των άλλων. Αυτό τουλάχιστον πασχίζει να φέρει στην επιφάνεια η πρώτη ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Αλσινού (κατά κόσμον Κωνσταντίνος Αμπατζίδης) «το μεγάλο όνειρο» (Γαβριηλίδης, 2016).
Μέσα σε ένα έντονα πεζολογικό ύφος που διακρίνεται από προφορικότητα ο δημιουργός ξετυλίγει αγωνίες μέσα από έναν αφηγηματικό λόγο (ὥρα ἐστίν ἀπιέναι, το όνειρο, σημάδι, Κλυταιμνήστρα). Η οικεία καθημερινή γλώσσα μέσα στους πολυσύλλαβους στίχους της πρόζας εκθέτει την κοινωνιοϋπαρξιακή αναζήτηση για τον άνθρωπο και τη ζωή του. Μιλά για τη θνητότητα, μοίρα και θείο ανθρώπινος βίος (πριν από τη νύχτα) μέσα από μία ματιά λυρική που θεμελιώνεται σε μία συνειρμική έκφραση γεμάτη ποιητικές τοπογραφίες.
Το συχνό α’ πληθυντικό που συνεπικουρείται από το αφηγηματικό γ’ πρόσωπο εκφράζει τον συλλογικό χαρακτήρα της οπτικής του ποιητή (το όνειρο, Τροία, συνουσία, καταδίκη). Δεν στέκει σε μία ατομοκεντρική αυτοαναφορικότητα, αλλά επεκτείνεται στην κοινότητα συμπεριλαμβάνοντας τον εαυτό του. Πλήθος κοινωνικών αναπαραστάσεων ενσωματώνονται στη στιχουργία του είτε σε πρώτο πλάνο είτε στο φόντο των κοινωνιοϋπαρξιακών αγωνιών του.
Ειδικά στις δύο ποιητικές συνθέσεις της συλλογής το άτομο καθρεφτίζεται μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Πονά, βιώνει το χωρισμό, το θάνατο, τη μοναξιά, διαμαρτύρεται και διαδηλώνει, ερωτεύεται. Στο συνειρμικό πλέγματος τοίχου ισορροπούν το ατομικό με το κοινωνικό ο κλειστός χώρος με τους ανοιχτούς, το νυχτερινό τοπίο με το φως, η μοναξιά με την πολυκοσμία.
Ο δε συχνός πληθυντικός των υποκειμένων και το γ’ ενικό δημιουργούν ένα πολυάνθρωπο κάδρο (επίσκεψις, το όνειρο, απολογισμός, ιερά πανήγυρις) με κινηματογραφικά στοιχεία γεμάτο κίνηση και ήχους που συχνά αποδίδονται με λέξεις που συνειρμικά εκδηλώνουν το θόρυβο (μπουζούκι, τρένο, βουτάμε, έλεγε) ή την κίνηση (πχ πέφτουν, σφράγισαν, τρένο, βουτάμε, χαρταετοί πετάμε, βροχή, κυλούσαν, σπείρω-θερίσω, φυσά).
Η αίσθηση ότι ο ποιητής προσπαθεί να σταθεί μακριά από τον πρωτοενικό εγωκεντρισμό φαίνεται και από τη συχνή χρήση του αοριστολογικού β’ ενικού (μη φοβού, όγδοη μέρα) και του γ’ προσώπου πλάι στην πρωτοπρόσωπη έκφραση (εγκαρτέρηση, υπόδικος) εκθέτοντας υπαρξιακές (εγκαρτέρηση το τέλος, επισκέψεις, διαβολή) και κοινωνικές (όγδοη μέρα, εγκαρτέρηση) αναζητήσεις ή γράφοντας για τον έρωτα (νοσταλγία) και την ποίηση (θάλασσα, εγκαρτέρηση, δοκιμασία). Συχνά δε αξιοποιεί αλληγορίες για να εκφράσει ανάλογες αναζητήσεις για την ύπαρξη (μη φοβού, όγδοη μέρα, διαβολή, πολικός αστέρας, νύχτα, παράκτια) κοινότητα (Τροία, σιωπή) και τη σύγχρονη ένδεια (ιερά πανήγυρις, ὥρα ἐστίν ἀπιέναι).
Την πολυφωνική κινηματογραφικότητα υποστηρίζουν οι συχνοί διάλογοι μεταξύ των προσώπων (το όνειρο, απολογισμός, της μέρας, ιερά πανήγυρις). Ενώ την εκφραστική παραστατικότητα ενισχύουν οι ρητορικές (το τέλος, εγκαρτέρηση) ή διαλογικές (αναπόφευκτο) ερωτήσεις και ο πρωτοενικός αφηγηματικός μονόλογος. Το δε καναβάτσο του σε όλη σχεδόν τη συλλογή μοιάζει να παραμένει νυχτερινό στο αστικό τοπίο, μα πάντα φωτισμένο αποφεύγοντας το μελαγχολικό σκοτάδι. Αστέρια, φεγγάρι, φανοστάτες δημιουργούν ένα ήπιο μα εμφανές φωτεινό κέντρο αναφοράς.
0 Σχόλια