
Ζανέτα Κουτσάκη
Εκδόσεις ΕΝΤΥΠΟΙΣ
ISBN: 978-6185-0193-4-1
τοβιβλίο.net υποδέχεται τη συγγραφέα Ζανέτα Κουτσάκη και το βιβλίο της
Αναμνήσεις με άρωμα espresso
από τις Εκδόσεις ΕΝΤΥΠΟΙΣ.
Μια μητέρα εγκαταλείπει το νεογέννητο μωρό της, στο ίδρυμα που και η ίδια μεγάλωσε... Τι την "ανάγκασε" να το κάνει; Θα παλέψει με νύχια και με δόντια για να το κρατήσει ξανά στην αγκαλιά της. Τα εμπόδια όμως... πολλά! Ένα μυθιστόρημα που θα μπορούσε να είναι μια αληθινή ιστορία ή μια αληθινή ιστορία που έγινε μυθιστόρημα; Συγκινήσεις και ανατροπές θα σας κρατήσουν το ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία του σελίδα.
Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου που ευγενικά παραχώρησε η συγγραφέας για τους αναγνώστες του δικτυακού τόπου τοβιβλίο.net
Ήταν βράδυ πια. Βρισκόμασταν ακόμη στο μπακάλικο, αν και πλησίαζε η ώρα που θα το κλείναμε για εκείνη τη μέρα. Είχε να φανεί πελάτης αρκετή ώρα. Ποιος θα έβγαινε από την ζεστασιά του σπιτιού του μια νύχτα σαν κι αυτήν? Ίσως να ήταν η πρώτη βραδιά εκείνης της χρονιάς, που αναμενόταν τόσο κρύα. Δυνατός βοριάς είχε αρχίσει να φυσά, ενώ η βροχή που είχε πριν από λίγο ξεκινήσει, φαινόταν πως δεν είχε την πρόθεση να σταματήσει σύντομα. Θα γινόμασταν μούσκεμα ώσπου να φτάσουμε στο σπίτι. Και καλά εγώ, αλλά το παιδί? Προβληματισμένη και βυθισμένη σε σκέψεις για την ανύπαρκτη θέρμανση στο σπίτι, δεν είδα το μωρό που είχε πια ξυπνήσει και πάλευε να τραβήξει την προσοχή, κουνώντας χέρια και πόδια!
Ένας γδούπος ακούστηκε. Γύρισα το κεφάλι μου ταυτόχρονα με τον Δημήτρη. Το βλέμμα και τον δυο μας, καρφώθηκε στο κουτί με το γάλα, που σταμάτησε να κυλά ακριβώς μπροστά στο καλογυαλισμένο του παπούτσι.
Δεν είπε τίποτα. Ίσως από τον θυμό που τον κυρίευε εκείνη την στιγμή, να μην μπορούσε καν να μιλήσει. Τα μάτια του όμως πετούσαν σπίθες οργής και το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο. Δεν ήταν το γάλα που κλάπηκε η αφορμή για την κατάσταση που βρισκόταν, αλλά η ίδια η κλοπή σαν πράξη. Το μέρος εκείνο, ήταν φανερό πως δεν με χωρούσε πια. Για εκείνον, δεν ήμουν τίποτα παραπάνω από μια κλέφτρα. Η άποψή του για μένα ζωγραφιζόταν ξεκάθαρα στο ύφος του.
Ήθελε να φύγω, να εξαφανιστώ από μπροστά του την ίδια κιόλας στιγμή. Μα τι άνθρωπος ήταν τέλος πάντων? Του ζητούσα χρήματα, τα οποία στο κάτω - κάτω τα είχα δουλέψει, εδώ και μέρες. Εκείνος όμως επέμενε πως έπρεπε να πληρώνομαι στο τέλος κάθε μήνα! Μα ήταν δυνατών? Δεν έβλεπε πως είχα παιδί ναι ταΐσω? Γιατί δεν μπορούσε να πιστέψει τα λόγια που του έλεγα περιγράφοντάς του την ανάγκη στην οποία βρισκόμουν? Του ήταν τόσο δύσκολο να καταλάβει? Τι ακριβώς πίστευε ότι έτρωγε το μωρό τόσο καιρό? Αναρωτιόταν άραγε εκείνη την στιγμή μέσα του αν μου είχε αφήσει άλλες επιλογές? Όχι! Δεν αναρωτιόταν και δεν συνειδητοποιούσε καμία πραγματικότητα. Ήθελε απλά να χαθώ από τα μάτια του, μαζί με το μωρό, που είχε αρχίσει πια να κλαίει και να τον εκνευρίζει ακόμα περισσότερο!
«Συγγνώμη.»
Αυτό ήταν το μόνο που κατάφερα να πω. Αφού σκέπασα το μωρό, βγήκα στον σκοτεινό δρόμο.
Ένα κύμα ψυχρού ανέμου, ήρθε και χαστούκισε το πρόσωπό μου, κάνοντάς με να συνέλθω απότομα.
Και τώρα?
Πως θα το πήγαινα αυτό το μικρό πλασματάκι σε ένα κρύο σπίτι γεμάτο υγρασία? Πως θα το έκανα να κοιμηθεί όλη την νύχτα νηστικό? Και αν τελικά τα κατάφερνα, τι θα έκανα αύριο?
Περπατούσα αργά προς το σπίτι, μέσα στο ψιλόβροχο που είχε αρχίσει ξανά, μετά από μια παύση λίγων μόνο λεπτών. Μα τι έκανα? Τι είδος μάνα ήμουν εγώ? Αν με έβλεπε κάποιος να περπατώ στην βροχή, με ένα μωρό που έκλαιγε καθώς τρόμαζε από το νερό που μούσκευε το προσωπάκι του, τι θα πίστευε για μένα? Ότι είχα χάσει τα λογικά μου.
Σκέφτηκα πως ίσως τελικά αυτή να ήταν και η αλήθεια. Τύλιξα το αγοράκι μου όσο καλύτερα μπορούσα, με την υγρή πια κουβέρτα, το πήρα στην αγκαλιά μου εγκαταλείποντας το καρότσι στο πεζοδρόμιο και άρχισα να περπατώ ξανά. Αυτή την φορά όμως δεν κατευθύνθηκα προς το σπίτι μου. Ο προορισμός μου είχε πια αλλάξει!
Περπατούσα γρήγορα, σφίγγοντας το μωρό στο στήθος μου. Έγερνα το σώμα μου μπροστά, προσπαθώντας να το προφυλάξω από τον αέρα και την βροχή, που δυνάμωνε όλο και περισσότερο.
Πονούσα. Πονούσα παντού, γιατί το σώμα μου είχε πια χάσει κάθε απόθεμα ενέργειας και η ψυχή μου ήταν τόσο πληγωμένη και καταρρακωμένη.
Δεν ήμουν μάνα εγώ, όχι δεν ήμουν! Δεν ήμουν άξια να μεγαλώσω ένα παιδί, δεν ήμουν άξια για τίποτα! Ένιωθα τα δάκρυα καυτά, να σκίζουν το δέρμα του προσώπου μου, όπως το νερό έσκιζε με φορά τον αέρα και κατέληγε να μουσκεύει τους δρόμους, τα δέντρα, εμένα, τον γιο μου.
Μουδιασμένα τα πόδια μου, υπάκουγαν με το ζόρι στις εντολές μου για να συνεχίσουν να περπατούν. Κρατούσα το μωρό τόσο σφιχτά, που σκέφτηκα πως ίσως να το πονάω. Παρόλα αυτά τον είχε πάρει ο ύπνος.
Είχα πια φτάσει! Έπρεπε να σταματήσω το κλάμα μου, για να μπορέσω να συγκεντρωθώ, πρώτα απ' όλα για την ασφάλεια του παιδιού μου. Μάζεψα τις λιγοστές δυνάμεις που μου είχαν απομείνει και έσπρωξα την βαριά σιδερένια πόρτα. Ευχήθηκα ο ήχος της βροχής, να ήταν αρκετός για να καλύψει το δυνατό τρίξιμο που ακούστηκε. Διέσχισα την αυλή, που ακόμα και μέσα στο μισοσκόταδο, μπορούσα να διακρίνω πως τίποτα εκεί δεν είχε αλλάξει. Βασίστηκα στη ελπίδα μου, τίποτα να μην είχε αλλάξει και στο καθημερινό πρόγραμμα. Τέτοια ώρα, όλοι θα έπρεπε να βρίσκονται στην τραπεζαρία, παίρνοντας το βραδινό τους γεύμα. Η σάλα θα έπρεπε να ήταν άδεια από παιδιά και ησυχία θα επικρατούσε σε όλο το κτήριο.
Πράγματι, μόλις άνοιξα την ξύλινη πόρτα της εισόδου και την έκλεισα ξανά πίσω μου, μια σιωπή ήρθε να τυλίξει εμένα και το βρέφος που κρατούσα ακόμα σφιχτά στην αγκαλιά μου. Η ζεστασιά του χώρου χάιδεψε το δέρμα μου και η αίσθηση ήταν τόσο γνώριμη.
Νοσταλγία!
Η κατάσταση στην οποία βρισκόμουν και ο λόγος που είχα επιστρέψει στο μέρος εκείνο, δεν μου άφηνε περιθώρια για συγκινήσεις και αναμνήσεις. Σήκωσα το χέρι μου που έτρεμε ανυπάκουο και ξεσκέπασα το πρόσωπό του, ευχαριστώντας τον θεό που ακόμα κοιμόταν ήρεμο και σιωπηλό.
Όταν το ακούμπησα στο ξύλινο κάθισμα που υπήρχε στην μαρμαρόστρωτη αίθουσα, ο πόνος που ένιωσα με παρέλυσε. Ο κόμπος στον λαιμό μου με έπνιγε και το σφίξιμο στην καρδία μου πίστευα πως θα την κάνει να σταματήσει να χτυπά. Όχι, δεν έπρεπε να το βάλω κάτω!
Γονατισμένη εκεί, μπροστά στο βρέφος που κοιμόταν μέσα στη μουσκεμένη από την βροχή και τα δάκρυα κουβέρτα, χαϊδεύοντας το μικρό μάγουλο με τον δείχτη του χεριού μου, έδωσα τον μόνο όρκο που είχα πάρει ποτέ στην ζωή μου. Θα το έπαιρνα πίσω. Δεν ήξερα τον τρόπο, δεν ήξερα το πώς και το ποτέ. Αυτό για το οποίο ήμουν σίγουρη όμως, ήταν πως θα ερχόταν η μέρα, αυτό το παιδί να γυρίσει ξανά στην αγκαλιά μου. Να χαϊδέψω και πάλι εκείνο το μικρό μάγουλο, να κλείσω για άλλη μια φορά μέσα στην χούφτα μου τούτο το μικροσκοπικό χεράκι. Ναι, ήταν το παιδί μου και θα το έπαιρνα πίσω με οποιοδήποτε κόστος!
Απομάκρυνα με δυσκολία τα χείλη μου από το υγρό ακόμα μέτωπο και σηκώθηκα όρθια.
«Πρέπει, πρέπει να φύγω μικρό μου.»
Ψιθύρισα κοιτάζοντάς το για μια τελευταία φορά.
«Θα σε φροντίσουν, θα δεις! Συγχώρα με σε παρακαλώ. Πρέπει να το κάνω. Πρέπει!»
Έκανα ένα βήμα πίσω, αλλά μου ήταν αδυνάτων να απομακρυνθώ περισσότερο.
«Ω, μικρό μου σπλάχνο! Δεν ήθελα αυτή την κατάληξη για σένα. Ήθελα να είναι τόσο διαφορετική η ζωή σου από την δική μου. Ήθελα.»
Ξαφνικά, μια παιδική φωνή ακούστηκε από το βάθος του διαδρόμου. Τα πόδια μου ξεκόλλησαν από το πάτωμα και άρχισα επιτέλους να περπατώ. Άπλωσα το χέρι και ακούμπησα με την παλάμη μου τα μαλλάκια του μωρού σε μια φευγαλέα κίνηση.
Λίγες στιγμή μετά, βρισκόμουν στην αυλή. Την αυλή εκείνη, που άλλοτε έπαιζα χαρούμενη με τις φίλες μου και άλλοτε περνούσα μοναχικά απογεύματα, κατηγορώντας τους γονείς μου που με είχαν καταδικάσει να μεγαλώνω εκεί μέσα, αδιαφορώντας για το πόσο εγκαταλελειμμένη και μόνη ένιωθα. Τι κι αν περιτριγυριζόμουν από τόσο κόσμο που με αγαπούσε και νοιαζόταν για μένα? Δεν ήταν η πραγματική μου οικογένεια, η οικογένεια που τελικά φανερωνόταν μονάχα στην φαντασία μου. Μια οικογένεια, που με είχε εγκαταλείψει όπως ακριβώς είχα κάνει κι εγώ πριν από λίγο στο δικό μου παιδί! Όχι, ήταν κάτι προσωρινό, ήταν κάτι που θα φρόντιζα να μην κρατήσει πολύ, χαράζοντας ανεξίτηλες πληγές στο μυαλό του δικού μου σπλάχνου. Δεν το εγκατέλειπα, απλά το άφηνα για λίγο. Έτσι ήθελα να πιστεύω, ή απλά με αυτό τον τρόπο κορόιδευα για άλλη μια φορά τον ίδιο μου τον εαυτό.
Τώρα κρυμμένη πίσω από τα φύλλα ενός θάμνου, περίμενα ένα σημάδι. Κάτι που να μου έδινε την σιγουριά, πως το παιδί μου βρισκόταν πια ασφαλές, στα ίδια χέρια που βρισκόμουν κι εγώ καιρό πριν.
Τα φώτα τις σάλας άναψαν. Η ξύλινη πόρτα άνοιξε και ξεπρόβαλε μια γυναικεία μορφή. Κοίταξε πέρα δώθε μέσα στο σκοτάδι, ανήμπορη να διακρίνει το παραμικρό ίχνος μου. Μια δεύτερη μορφή εμφανίστηκε πίσω της, κρατώντας στα χέρια της ένα μωρό που έκλαιγε. Μπορούσα να ακούσω το κλάμα του ακόμα και από εκεί που βρισκόμουν, θα το ξεχώριζα ανάμεσα σε δεκάδες, σε εκατοντάδες αλλά βρέφη που έκλαιγαν.
Γιατί έκλεγε? Ίσως ήταν τρομαγμένο, ίσως από διαίσθηση, ίσως γιατί κατά έναν μαγικό τρόπο, να ήθελε να με κάνει να το μετανιώσω. Να γυρίσω πίσω, να το αρπάξω και αρχίσω να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ήθελα τόσο πολύ να το κάνω! Και μετά? Όχι! Έπρεπε να μείνει εκεί, στο ορφανοτροφείο. Το πλέων ορφανό παιδί, που μια καινούρια ζωή ξεκινούσε γι' αυτό από εκείνη την στιγμή. Μια ζωή δύσκολη, καλύτερη όμως από εκείνη που μπορούσα εγώ να του προσφέρω.
Έπρεπε να φύγω από εκεί. Δεν έπρεπε να μάθει ποτέ κάνεις από το ίδρυμα πως το παιδί αυτό ήταν δικό μου. Δεν θα μπορούσα έτσι να το βλέπω και αυτό δεν θα το άντεχα σίγουρα. Μια καινούρια ζωή ξεκινούσε και για μένα πια. Μια ζωή που θα ακολουθούσε, γεμάτη προσπάθεια και αγώνα, για να κερδίσω ξανά αυτά που είχα χάσει. Αυτά που η μοίρα αποφάσισε να μου στερήσει, πριν καλά - καλά με αφήσει να τα χαρώ.
Θα τα έπαιρνα όλα πίσω. Όλα! Για να τα κατάφερνα όμως, έπρεπε να αλλάξω. Να αλλάξω τρόπο σκέψης, τρόπο συμπεριφοράς. Να αλλάξω τον ίδιο μου τον εαυτό! Έπρεπε να μάθω να διεκδικώ.
Έπρεπε να γίνω κάποια άλλη. Άφησα τον παλιό μου εαυτό εκεί, πίσω από τους θάμνους, στην αυλή του ορφανοτροφείου. Αυτή που πέρασε την σιδερένια πόρτα της αυλής εκείνη την νύχτα, γυρίζοντας την πλάτη και φεύγοντας, δεν ήμουν εγώ. Ήταν μια γυναίκα που θα χανόταν στην διαδρομή της ζωής της, επιστρέφοντας πολύ αργότερα, προσπαθώντας να βρει ξανά και να ζωντανέψει την πλευρά του εαυτού της, που σκότωσε εκεί, κρυμμένη πίσω από τους θάμνους.»
«Δεν ξέρεις πόσο δύσκολο είναι για μένα να τα θυμάμαι όλα αυτά!»
Σηκώνω το κεφάλι και τον κοιτάζω, την ίδια ακριβώς στιγμή που εκείνος κατεβάζει το δικό του. Δεν θέλει να με αντικρίσει κατάματα. Ίσως είναι καλύτερα έτσι, δεν ξέρω αν αντέχω το βλέμμα του πάνω μου αυτή τη στιγμή. Και έτσι, χωρίς να αλλάξει στάση, μου απαντά
«Δεν ξέρεις πόσο δύσκολο είναι για μένα να τα μαθαίνω!»
Η Ζανέτα Κουτσάκη, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι παντρεμένη και μητέρα τεσσάρων αγοριών. Εργάζεται ως νοσηλεύτρια και αρθρογραφεί για το site eidisoules.gr. Ασχολείται με την συγγραφή διηγημάτων από πολύ μικρή ηλικία. Διακρίθηκε στην πεζογραφία όταν ήταν ακόμη μαθήτρια δημοτικού, κατακτώντας το πρώτο βραβείο πεζού κειμένου σε πανελλήνιο διαγωνισμό με θέμα "Φιλία". Έκτοτε της έχουν απονεμηθεί αρκετοί έπαινοι για λοιπές συμμετοχές σε παρόμοιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Το πρώτο της μυθιστόρημα, εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 2015 με τίτλο "Θυμάμαι τα πάντα". Το δεύτερο κατά σειρά έκδοσης βιβλίο της είναι το "Αναμνήσεις με άρωμα espresso". Ακόμη, έχει ολοκληρώσει μια συλλογή από είκοσι διηγήματα, διδακτικού κατά βάση χαρακτήρα.
Αποσπάσματα των έργων, καθώς και διηγήματά της, μπορείτε να βρείτε στο προσωπικό της blog http://zaneta-koytsaki9.webnode.gr/
0 Σχόλια