–
γράφει ο
–
Τις συμβάσεις της λογοτεχνίας του φανταστικού λίγο πολύ τις ξέρουμε και τις έχουμε συναντήσει σε πολλά μυθιστορήματα. Αρχετυπικές φιγούρες όπως ο «σοφός μάγος», «το αγροτόπαιδο που συναντά το πεπρωμένο του», «ο πιστός φίλος», «ο εχθρός που μετατρέπεται σε φίλο», υπάρχουν σε πάρα πολλές ιστορίες. Ακόμη και όσον αφορά τη δομή της ιστορίας, ή επί μέρους στοιχεία της, οι ομοιότητες μεταξύ βιβλίων είναι πολλές. Ο μεγάλος έρωτας του πανέμορφου πρωταγωνιστή και της πρωταγωνίστριας που έχει ε-ξωτική ομορφιά ή η διαμάχη μεταξύ των συμμάχων/φίλων, ή το μεγάλο quest που αναλαμβάνει ο ήρωας, είναι βασικές κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας. Ο κακός είναι ένα εξωπραγματικά μοχθηρό ον, το οποίο υπάρχει μόνο και μόνο για να λάβει τον ρόλο του απόλυτου εχθρού, και για αυτό στο τέλος πρέπει οπωσδήποτε να πεθαίνει ή να καταστρέφεται με τρόπο που να επέρχεται η κάθαρση στον αναγνώστη, να αποκαθίσταται η παγκόσμια ισορροπία, και να έχουμε το ευτυχισμένο τέλος που μας αξίζει.
Προφανώς, δεν αναφέρομαι μόνο στον Tolkien, αν και η αναφορά στην Arwen έβγαζε μάτι λες και ήταν βέλος του Legolas. Ο Tolkien μας έχει κληροδοτήσει αυτές τις συμβάσεις, αλλά και ο ίδιος τις έχει κληρονομήσει από την παράδοση από την οποία αντλεί τα θέματά του, όπως τα Nibelungen, η Kalevala, οι αρθουριανοί μύθοι του Thomas Mallory, η Poetic & Prose Edda, και ένα σωρό άλλα. Αν δε ανοίξουμε κι άλλο τους ορίζοντες, θα δούμε πως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, βασικές συμβάσεις τις συναντούμε ακόμη και στα έπη του Ομήρου και του Βιργιλίου.
Στη σύγχρονη λογοτεχνία αρκετοί προσπάθησαν να ανατρέψουν κάποιες από αυτές τις συμβάσεις, να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν στοιχεία, με διαβαθμισμένο ποσοστό επιτυχίας. Δύο από τις σημαντικότερες – σίγουρα οι πιο αναγνωρίσιμες – είναι η περίπτωση του Witcher του Πολωνού Andrzej Sapkowski και φυσικά το A Song of Ice and Fire του του George R.R. Martin.
(Σημείωση: Martin βγάλε το Winds of Winter).
Ας ξεκινήσουμε από τα οφθαλμοφανή, δηλαδή την περίπτωση του Martin και του γνωστού σε όλους Game of Thrones.
Η ειδοποιός διαφορά του Martin από τους περισσότερους συγγραφείς του φανταστικού είναι η αίσθηση του ρεαλισμού που έχει, τόσο ως προς την θεματολογία του, όσο και ως προς τις περιγραφές των σκηνών. Με άλλα λόγια ο Martin ακολουθεί τον ρεαλισμό τόσο ως προς το περιεχόμενο, όσο και ως προς την τεχνική του, προκειμένου να ανατρέψει κάποιες από τις συμβάσεις του είδους.
Ως προς το περιεχόμενο τα είδαμε και φρίξαμε. Ήδη από το πρώτο βιβλίο, ο ρεαλισμός έκανε την εμφάνισή του, και δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στις σκηνές βίας. Η βία και ο ρεαλισμός στη μάχη αποτέλεσαν «σοκ», μια ανατροπή στις συμβάσεις της λογοτεχνίας του φανταστικού, που ήθελε να εξοβελίζει την αγριότητα και την βαναυσότητα είτε στη φαντασία του αναγνώστη, είτε να μην την αναφέρει καθόλου. Ο Sauron λόγου χάρη μπορεί να βασανίζει το Gollum, αλλά οι περιγραφές είναι είτε τηλεγραφικές, είτε αποσιωπώνται εντελώς. Ο Martin και ο Ramsay Bolton από την άλλη θα αλλάξουν την πίστη στον κακόμοιρο τον Theon, εστιάζοντας στον πόνο, δίνοντας λεπτομέρειες των βασανιστηρίων, τόσο των σωματικών όσο και των ψυχικών. Ο διαλυμένος Theon που μετατρέπεται σε Reek είναι ένας ρεαλιστικός χαρακτήρας, και το νιώθουμε κάθε φορά που τρέχει σαν φοβισμένο ζώο μακριά από τον κύριό του.
Ρεαλισμός στον Martin σημαίνει αντιστοιχία με την μεσαιωνική πραγματικότητα. Ο κόσμος του Westeros ήταν βάρβαρος γιατί η μεσαιωνική πραγματικότητα ήταν βάρβαρη και η γραφή ενός medieval fantasy που δεν συμπεριλαμβάνει αυτό το στοιχείο, υπολείπεται, όσο καλή κι αν είναι. Από το προσδόκιμο ηλικίας των ηρώων μας – ο Jon είναι δεκαπέντε χρονών στο Game of Thrones – μέχρι τον τρόπο που απευθύνονται οι χαρακτήρες μεταξύ τους όλα είναι πιστά στην πραγματικότητα. Ακόμη και η διαφορά στον τρόπο ομιλίας μεταξύ ευγενών και χωρικών, εντείνει την ρεαλιστικότητα – ακριβώς όπως ο δικός μας Παπαδιαμάντης αφήνει την καθαρεύουσα της αφήγησης για να αξιοποιήσει την τοπική διάλεκτο στους διαλόγους των χαρακτήρων του.
Το πιο σημαντικό σημείο, κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται στον ρεαλισμό της «ανατροπής» που έχει καθιερώσει το Game of Thrones, την γνωστή ως «ανατροπή του ένατου επεισοδίου». Πιστεύω πως αυτό έχει παρερμηνευθεί ελαφρώς στη συζήτηση για τα έργα του Martin, κυρίως επειδή εμμένουμε στην επιφάνεια του «σοκ» και της «έκπληξης», παρά στον δομικό μηχανισμό του μυθιστορήματος. Κλασικό παράδειγμα είναι η ανατροπή του θανάτου του Eddard Stark. Το σοκ που πάθαμε ήταν μεγάλο, όταν ο έντιμος και δίκαιος Ned έχασε το κεφάλι του από τους κακούς και αδίστακτους Lannister. Όμως αυτό δεν πρόκειται για ανατροπή. Ένας αντικειμενικός κριτής θα καταλάβαινε αμέσως πως η συμπεριφορά του Ned του έδεσε τα χέρια και έδωσε πλεονεκτήματα στους εχθρούς του, δηλαδή θα καταλάβαινε ότι επειδή οι άλλοι παίζουν βρώμικα, στο τέλος θα τον σκοτώσουν. Ο Martin ανατρέπει τους κανόνες της λογοτεχνίας του φανταστικού – ο καλός κερδίζει στο τέλος – επειδή στην πραγματικότητα αυτοί οι κανόνες μας τυφλώνουν από αυτό που συμβαίνει στο βιβλίο. Ο ορίζοντας προσδοκιών που έχουμε, μας κάνει χειρότερους αναγνώστες. Η ελπίδα που έχουμε πως ο πρωταγωνιστής θα δικαιωθεί παρά τα λάθη του είναι κάτι που – μάλλον σύμφωνα με τον Martin – πρέπει να αλλάξει. Τα λάθη πληρώνονται κι αν δεν παίξεις βρώμικα, θα φας το κεφάλι σου. Αν κάνεις στρατηγικά λάθη, όπως ο Robb, ο αντίπαλός σου θα το εκμεταλλευτεί. Αν δεν φορέσεις κράνος στη μάχη, κάποιος θα σου ανοίξει το κεφάλι σαν καρπούζι.
Αν ο Martin χρησιμοποιεί τον ρεαλισμό για να ανατρέψει τις συμβάσεις του φανταστικού και κυρίως να μας κάνει την ψυχολογία σμπαράλια, ο Sapkowski χρησιμοποιεί έναν πολύ πιο διακριτικό, αλλά πολύ πιο ουσιαστικό κατά τη γνώμη μου τρόπο για να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά. Ενώ, κάποιος θα μπορούσε πάλι να βρει τον ρεαλισμό του Martin και στα βιβλία του Witcher, εντούτοις αυτός είναι στο παρασκήνιο γιατί η έμφαση είναι στους χαρακτήρες και στις σχέσεις που αναπτύσσουν.
Για παράδειγμα, οι βασικοί πρωταγωνιστές του Sapkowski είναι προγραμματικά αντιπαθητικοί. Ενώ στον Tolkien υπάρχει μια ξεκάθαρη γραμμή μεταξύ καλού και κακού και στον Martin η γραμμή παραμένει έστω και πιο θολή (όλοι συμφωνούμε πως ο Jon είναι «καλός» και η Cersei «κακιά», παρά το βάθος του χαρακτήρα τους), ο Sapkowski προσπαθεί να ανατρέψει την γραμμή κάνοντας τους πρωταγωνιστές του αντιπαθητικούς. Ο Geralt είναι ένας αντί-ήρωας, ένας απόκληρος της κοινωνίας, μεταλλαγμένος, ένα αναγκαίο κακό. Σε αντίθεση με τη σειρά που τον υποδύεται το γενετικό θαύμα που λέγεται Henry Cavill, είναι ελαφρώς ασχημούλης και έχει τόσες ουλές, λες και στο σώμα του έχει γραφτεί το «Πόλεμος και Ειρήνη» σε σύστημα Μπράιγ. Η ιστορία του όλη είναι ενός ανθρώπου που πάντα προσπαθεί να κάνει το σωστό και πάντα καταλήγει να κάνει τα πράγματα χειρότερα από ό,τι προηγουμένως – λέγε με Blaviken. Η Yennefer από την άλλη είναι η επιτομή της αντιπάθειας. Η αλαζονεία της δεν έχει όρια, ο σαρκασμός της επίσης. Αν είχε κάποιο σύνθημα, σαν τους οίκους του Westeros, θα ήταν το «Πατάμε επί Πτωμάτων». Προκειμένου να αποκτήσει αυτό που θέλει, δεν διστάζει να παραβεί κανόνες, νόμους, ηθικούς φραγμούς ή να καταστρέψει ό,τι βρεθεί στον δρόμο της. Η Ciri είναι απλώς ένα συμπαθητικό κακομαθημένο, με έμφαση στο κακομαθημένο. Η ανατροπή του «καλού, αψεγάδιαστου, τέλειου ήρωα που τον αγαπάς ακόμη κι όταν κάνει τέρατα» έρχεται αθόρυβα αλλά με σαφήνεια.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι το ίδιο το ρομάντζο μεταξύ Geralt και Yennefer, το οποίο είναι εξίσου αντιπαθητικό όσο και οι πρωταγωνιστές του. Ενώ ο Martin δεν ασχολείται καν με μεγάλους έρωτες – κυρίως γιατί ψοφολογούν ο ένας μετά τον άλλον – ο Sapkowski θα τηρήσει την προσδοκία του «καρμικού έρωτα», μόνο και μόνο για να το ανατρέψει στη γέννησή του. Αυτό που π.χ στο Beren-Luthien είναι ευλογία, στο Geralt-Yennefer είναι κατάρα. Είναι δύο άνθρωποι που είναι μαζί, σχεδόν αγαπιούνται, αλλά υποφέρουν μέσα σε αυτή τη σχέση, και μαζί με αυτούς κι εμείς. Αυτό το «lilac and gooseberries» μας έχει κάνει τα νεύρα κρόσια. Ο Sapkowski μοιάζει να λέει με τον τρόπο του πως «ακόμη κι αυτά που νομίζετε πως είναι ωραία και γλυκά και ευχάριστα, υπό άλλες συνθήκες θα έφερναν τη δυστυχία και τη μιζέρια. Οι προσδοκίες που έχετε δεν είναι πάντοτε τόσο αθώες ή τόσο ευκταίες».
(Ενός λεπτού σιγή για την Triss Merigold, την Lady Friendzone, μία άξια συνάδελφο του Jorah Mormont).
Ο Sapkowski πετυχαίνει τη μεγαλύτερη ανατροπή των συμβάσεων, μια ανατροπή που ούτε και ο ίδιος ο Martin δεν κατάφερε να επιτύχει. Την ανατροπή της έκτασης.
Σκεφτείτε πόσο μεγάλες αφηγήσεις είναι τα βιβλία του Tolkien και τα βιβλία του Martin, για τι μεγέθη μιλάμε σε πλοκή, χαρακτήρες και σε αφήγηση. Ιστορίες που χρειάζονται σελίδες επί σελίδων για να ολοκληρωθούν, ιστορίες που παρουσιάζουν την ιστορία και την παράδοση των χαρακτήρων και των βασιλείων. Σκεφτείτε πόσο επικών διαστάσεων ήταν οι μάχες του Hornburg ή του Blackwater Bay.
Κι έπειτα έχεις τα βιβλία του Witcher, βιβλία εξίσου καλογραμμένα και προσεγμένα, τα οποία μένουν εσκεμμένα μικρά, ευσύνοπτα, ακόμη κι όταν πραγματεύονται γεγονότα τεράστιας σημασίας. Η μάχη της Cintra ή του Sodden Down εμφανίζονται μόνο ως σκηνικά, όχι ως ξέφρενη δράση. Η πλοκή είναι ακριβώς τόση, όση χρειάζεται να είναι. Το Blood of Elves, το τρίτο βιβλίο κατά σειρά, έχει μόνο εφτά κεφάλαια, στα οποία συμβαίνουν ελάχιστα γεγονότα, ακριβώς όσα χρειάζονται για την ιστορία που θέλει να πει ο συγγραφέας. Η μεγαλύτερη ανατροπή των συμβάσεων, που επιτυγχάνει ο Sapkowski (μεγαλύτερη ακόμη κι όταν τρολλάρει συγγραφείς όπως οι Γκρίμ ή ο Άντερσεν), είναι αυτή η ταπεινότητα που αποπνέουν τα βιβλία του, που δεν έχουν το παραμικρό στόμφο, την παραμικρή φαμφάρα, την παραμικρή φλυαρία, το παραμικρό extravagant μεγαλείο που έχουν οι συγγραφείς όπως ο Tolkien και ο Martin.
Ακόμη και ως φυσική έκταση να το πάρουμε η διαφορά είναι ενδεικτική: Το A Dance of Dragons είχε τόσες σελίδες όσο το The Last Wish, Sword of Destiny, Season of Storms και Blood of Elves μαζί.
Εν κατακλείδι, αν έπρεπε να συγκρίνω τους δύο, Martin και Sapkowski, ως προς το πλαίσιο της «καταστροφής» του ορίζοντα προσδοκιών μας, θα έλεγα πως εκπροσωπούν δύο διαφορετικές φυσικές γεωλογικές διεργασίες (ναι, μείνετε μαζί μου, θα βγάλει νόημα αυτό που λέω). Ο Martin είναι ένας δυνατός σεισμός, έρχεται με φόρα και δύναμη για να γκρεμίσει τα πάντα με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο, είναι κυριολεκτικά μια θεομηνία που δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά του. Από την αρχή μέχρι το τέλος είναι ένας δυναμίτης που ανατινάζει και τα μυαλά μας και τις προσδοκίες μας. Ο Sapkowski από την άλλη είναι η ήπια δύναμη της διάβρωσης. Δεν τη βλέπεις, δεν την ακούς, δεν φαίνεται πουθενά. Νομίζεις πως είναι κάτι ασήμαντο, όμως αργά αλλά σταθερά, γραμμή με την γραμμή, σελίδα με την σελίδα, ανατρέπει αθόρυβα τις προσδοκίες μας, ενώ μας ειρωνεύεται με ένα καλοκάγαθο ύφος, που δεν καταλάβαμε τι παιχνίδι μας έστησε. Αν ο Martin γράφει με το σφυρί διαλύοντας προσδοκίες και ψυχολογίες, ο Sapkowski γράφει με το πριόνι, πριονίζοντας την καρέκλα μας, μέχρι να πέσουμε χωρίς καν να το έχουμε καταλάβει.
0 Σχόλια