Φιλούσε και κάπνιζε. Εναλλάξ. Τα πόδια της, ακουμπισμένα το ένα πάνω στο άλλο, σχημάτιζαν δυο τρία γράμματα του λατινικού αλφάβητου. Στα δεξιά της, ένα μεταλλικό τραπεζάκι. Στρωμένο λιτά. Μια καράφα τσίπουρο, ένα παράγωνο κομμάτι τυρί συνοδεία αρρωστιάρικης ντομάτας, κι ένα πακέτο Καρέλια Κασετίνα. Όλα μονά.
Στα «ορεινά» του καφενείου, μια αναλογική τηλεόραση πυροβολούσε είδωλα βουβή. Πρόγραμμα έκαναν δυο Rotel ηχεία, συνδεδεμένα μ’ έναν ραδιοενισχυτή. Λίγο Βαμβακάρη, λίγο Τσαουσάκη και άπειρα, αγνώστου πατρός, δημοτικά.
Οι λέξεις έβγαιναν απ’ το στόμα της τρικλίζοντας. Σχεδόν λιπόθυμες. Τα φιλιά, ολοζώντανα. Φιλούσε όποιον περνούσε το κατώφλι του προσώπου της. Τα χείλη της είχαν ξεθωριάσει απ’ την ανεξέλεγκτη χρήση.
Κοιτούσε με βλέμμα αφοπλιστικά οικείο. Η εικόνα της εισχωρούσε διακριτικά από θαμώνα σε θαμώνα. Ακόμη και σε όσους είχαν την πλάτη γυρισμένη. Έτσι τον βρήκε κι εκείνον. Πισώπλατα. Εν ώρα κατανάλωσης ρετσίνας.
Σε στιγμή ακριβής μνήμης και φθηνής εμφιάλωσης.
αναδημοσίευση από το Μονόκλ
0 Σχόλια