–
γράφει η Κατερίνα Σιδέρη
–
Ο τίτλος του βιβλίου αλλά και το εξώφυλλό του, αφήνουν τη σκέψη του αναγνώστη να τρέξει σε θάλασσες, λιμάνια και φουρτούνες, σε ταξίδια που αναβάλλονται ή καθυστερούν, σε καιρούς που το «απαγορευτικό» στερεί την έκβαση, τη δράση ή την απόδραση.
Κεντρικός ήρωας της ιστορίας, ο Στέφανος, ένας 23χρονος ενοχικός, εγωπαθής και ανασφαλής νέος με καταγωγή από τη Βόρεια Ελλάδα, με παιδικά απωθημένα, με γονείς στη Γερμανία που άφησαν το παιδί τους – βάρος στη γιαγιά. Η γιαγιά, σημείο – σταθμός για τον Στέφανο, μια γυναίκα που δεν έζησε τα παιδικά και νεανικά της χρόνια, δεν χάρηκε τη ζωή της, έμεινε ορφανή και αργότερα παντρεύτηκε έναν ανήθικο και άξεστο άνδρα, μια καλοσυνάτη, στοργική και δίκαιη παρουσία γεμάτη αγάπη, αγκάλιασε τον εγγονό της και στάθηκε πλάι του σαν μάνα και πατέρας μαζί, οδηγώντας τον στο μονοπάτι της ζωής με τα σοφά της λόγια, την υπομονή και τη φροντίδα της. Με την ανιδιοτέλειά της παραδειγμάτισε τον Στέφανο, έγινε η ίδια αρωγός του και τον αφύπνισε να στραφεί στον εαυτό του, να κατανοήσει και να μάθει να στηρίζεται στα δικά του φτερά και σε κανέναν άλλον.
Οι σχέσεις του Στέφανου με τους γονείς του ήταν υποτυπώδεις, και στην αρχή υπέφερε μακριά τους. Μια μάνα άχρωμη και άβουλη που δεν ήξερε να προσφέρει και ένας πατέρας που επέλεξε να μην είναι παρών στη ζωή του γιού του. Ο Στέφανος όμως διψούσε για αγάπη, έπαιρνε τα δώρα τους ως μερική απόδοση δικαιοσύνης, αλλά όλα ήταν υποκατάστατα, χωρίς να επουλώνουν την πληγή της ψυχής του που είχε δημιουργήσει η γονική έλλειψη.
Μεγαλώνοντας αποφάσισε να αφήσει πίσω του την αυτολύπηση και τον αυτοοίκτο, να δίνει χρόνο στα συναισθήματά του να ωριμάσουν, να απαγκιστρωθεί από το εμμονικό παρελθόν του και να εισβάλλει στο παρόν, στηριζόμενος στα δικά του πόδια, στις συμβουλές της γιαγιάς και στον φίλο του Σταύρο ή Λεβιάθαν.
Ο τελευταίος ένας λογικός και προνοητικός νέος με στέρεη σκέψη, στέκει πραγματικός φίλος και πασχίζει να κατευνάσει τον ανυπόμονο και παρορμητικό Στέφανο, προστατεύοντάς τον όσο καλύτερα μπορεί.
Με λαχτάρα και αδημονία οι δυο τους θέλουν να κάνουν ένα ταξίδι στο Άγιο Όρος. Ταξιδεύουν από τη Θεσσαλονίκη στην Ουρανούπολη με τρομερή κακοκαιρία, ο Λεβιάθαν αναλαμβάνει να μάθει αν θα ξεκινήσει πλοίο για τον προορισμό τους και ο Στέφανος με πολύτιμους συντρόφους του ένα μολύβι και ένα σημειωματάριο, περιμένει υπομονετικά σε ένα καφενείο, χαζεύοντας τους ανθρώπους του.
Οι θαλασσογραφία του Βολανάκη, οι δύο άνθρωποι του Θεού Φιλόθεος και Αρτέμιος, ένας συνταξιούχος δάσκαλος, η αρχιτεκτόνισσα Αργυρώ και ο φίλος της Νικόλας, ο καφετζής Θανάσης, ένας λωλός ο Ευτύχης, ο Ηλίας με τα μακριά μαλλιά και το καρό σακάκι και δυο μεροκαματιάρηδες ο Απόστολος και ο Αντώνης, μονοπωλούν το ενδιαφέρον του Στέφανου ο οποίος δεν συμμετέχει ενεργά στις συζητήσεις τους, παρά απολαμβάνει να ακούει τις απόψεις τους, διερωτώμενος για την τύχη και την αργοπορία του φίλου του και του ταξιδιού τους.
Το «μεγάλο μαργαριτάρι» του Καζαντζάκη, η διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος, ο αλήτης τετράποδος Σόγιερ, μια φωτιά σε στάβλο, ο κόσμος των χάρτινων ηρώων, το εναλλακτικό μπαράκι «Σελήνη», τα αναμενόμενα διαμονητήρια, μια επιθυμητή εγκυμοσύνη, ο γάιδαρος πεσκέσι στον μπάρμπα Μήτσο, η αναμόχλευση της ζωής του Στέφανου και η φράση «στο καλό μάνα», είναι μερικά κομβικά σημεία που κέντρισαν το δικό μου ενδιαφέρον κατά την ανάγνωση και θεωρώ πως τροφοδοτούν την ιστορία άλλοτε με τρυφερά συναισθήματα και άλλοτε με αγωνίες.
Από τα βιβλία που διαβάζω, επιλέγω μια φράση, για να την μοιραστώ μαζί σας. Από το βιβλίο του Μιχάλη Κατσιμπάρδη, ένα μικρό βιογραφικό του οποίου θα βρείτε στο τέλος του άρθρου, επέλεξα την παρακάτω:
…δυο πράγματα να έχεις στον νου σου, να ξεχωρίζεις τα δίκια από τα άδικα και να κοιτάξεις να μονοιάζεις με τον εαυτό σου κι όλα θα πάνε κατ’ ευχήν…
Η πίστη, η ψυχή, οι πειρασμοί, η νηστεία, η ελευθερία, το χρήμα, η αγάπη, η συγχώρεση, ο θυμός, ο Θεός, η ευτυχία, η ελπίδα, η αλήθεια, η αμαρτία αλλά και η μετάνοια, είναι κάποια από τα θέματα που θα αναπτυχθούν στο βιβλίο και οι απόψεις των συνομιλητών είναι τέτοιες που δε θα αφήσουν κανέναν αδιάφορο.
Ο Μιχάλης Κατσιμπάρδης ζει κι εργάζεται στην Αθήνα τα τελευταία τριάντα χρόνια, διδάσκοντας ελληνική φιλολογία στη δημόσια εκπαίδευση.
Από μικρός διάβαζε λογοτεχνία –και κυρίως ιστορικά βιβλία– και συχνά πυκνά έγραφε κείμενα, τα οποία ωστόσο ποτέ στο παρελθόν δεν του πέρασε από τον νου να τα εκδώσει.
Το έκανε τα τελευταία πέντε χρόνια κι έτσι το συγκεκριμένο μυθιστόρημά του είναι το τρίτο που εκδίδεται, έχοντας την ελπίδα και την υπόσχεση ότι δεν θα είναι και το τελευταίο.
Aπό την Άνεμος εκδοτική κυκλοφορούν τα βιβλία του:
«Απαγορευτικό» (μυθιστόρημα, 2023)
«Στα μούτρα σου!» (μυθιστόρημα, 2019)
«Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι» (αληθινή ιστορία, 2018)
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΝΕΜΟΣ.
Περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο, θα βρείτε εδώ.
0 Σχόλια