Αναμόχλευε με τη μασιά τις στάχτες του τζακιού. Το δωμάτιο κρύο, πρέπει να είχε σβήσει από ώρα… Τον έπαιρνε τηλέφωνο όλο το απόγευμα. Δεν το σήκωνε. Ανησύχησε και πετάχτηκε να δει αν είναι όλα καλά. Το ίδιο πρωί τού είχε πει με απόλυτη διαύγεια και ηρεμία:
«Ξέρεις πώς θέλω να πεθάνω; Να είμαι δίπλα στο τζάκι, να καίω μία-μία τις φωτογραφίες της ζωής μου και στην τελευταία να φύγω…»
Πολύ όμορφο!!!