Σέριφος, ένα μικρό νησί με κατοίκους που αγωνίζονται να επιβιώσουν με ελάχιστες καλλιέργειες και με σκληρή καθημερινότητα. Η γη του όμως είναι πλούσια σε μετάλλευμα και γι’ αυτό μπαίνει στο στόχαστρο επιτήδειων που θέλουν να πλουτίσουν άκοπα και γρήγορα. Έτσι, το 1886 εγκαθίσταται στη Σέριφο ο Εμίλ Γκρόμαν κι αρχίζει να εξορύσσει ορυκτό πλούτο μέσα σε απάνθρωπες και επικίνδυνες συνθήκες εργασίας για τους ανθρώπους που αναγκάζονται να μπουν στη δούλεψή του. Άνθρωποι που δουλεύουν από ήλιο σε ήλιο κι ευελπιστούν για ένα παραπάνω κομμάτι ψωμί πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης και μέσα σε αυτό το πλαίσιο γεννιούνται και μεγαλώνουν οι ήρωες της νέας διλογίας της Μαίρης Κόντζογλου.
Στο πρώτο βιβλίο, στον «Αποσπερίτη», πιάνουμε το νήμα από την αρχή και γνωρίζουμε τις συνθήκες στο νησί από τα τέλη του 19ου αιώνα ως την πρώτη δεκαετία του 20ού. Με συγγραφική μαεστρία, διεισδυτικά ψυχογραφήματα, άφθαστη καταγραφή ανθρώπων και κουλτούρας, βιώνουμε τις συνθήκες εκμετάλλευσης του τόπου από τον Εμίλ Γκρόμαν και ταυτόχρονα την ανύπαρκτη θέση της γυναίκας σε μια κλειστή κοινωνία που πνίγει κάθε της πρωτοβουλία και όνειρο. Οι βασικοί πρωταγωνιστές του έργου είναι ο Περσέας και η Δανάη, που, σαν τους συνονόματούς τους ήρωες της σερφιώτικης μυθολογίας, ζουν έναν μεγάλο έρωτα που κινδυνεύει όταν μπαίνει στη μέση το κήτος του συμφέροντος. Μόνο που στο πρώτο βιβλίο της σειράς γνωρίζουμε τους γεννήτορές τους, οι οποίοι έχουν μια εξίσου συναρπαστική ιστορία και βάζουν τα θεμέλια της πλοκής που θα κορυφωθεί στο δεύτερο.
Το 1886 ο καιροσκόπος Εμίλ Γκρόμαν, με γνώσεις και επαγγελματική κατάρτιση, αποφασισμένος να πλουτίσει, έρχεται στην Ελλάδα και αναλαμβάνει τα μεταλλεία Σερίφου: δεν απαιτούνται υποδομές και επενδύσεις, η επιλογή του δε θα επηρεάσει τα σχέδια των ανθρώπων που εκμεταλλεύονται τα μεταλλεία Λαυρίου, θα απασχολήσει ανειδίκευτους και άρα κακοπληρωμένους εργάτες, αγνοώντας τα μέσα προστασίας και ό,τι ορίζεται για την αμοιβή τους, ελλείψει σωματείων, η Σέριφος είναι μακριά και το κράτος την παράτησε στην τύχη της, οπότε με αυτά τα σχέδια ο Γκρόμαν μπορεί να βγάλει πολύ μεγάλα κέρδη και μάλιστα κάτω από τη μύτη τυχόν επιτηρητών του! Σχεδιάζει πολύ προσεκτικά τα ύπουλα σχέδιά του, καταστρώνει τρόπους να ξεγελάσει τους εκπροσώπους, εφαρμόζει απάτες, συκοφαντίες, τα πάντα. Πώς όμως θα τον υποδεχτούν οι κάτοικοι του νησιού και πώς θα τους πείσει να εγκαταλείψουν ζώα και χωράφια για να έρθουν στη δούλεψή του, ειδικά από τη στιγμή που ήδη προσπάθησαν δύο εργολάβοι πριν από αυτόν με ολέθρια για την οικονομία του νησιού αποτελέσματα; Στο πλάι του Γκρόμαν βρίσκεται ο Ανδρεάκος Δρακούλης, ο γερμανόφωνος διερμηνέας που όρισε η Εταιρεία Λαυρίου με την οποία συνήψε τη συμφωνία για την εκμετάλλευση της Σερίφου, ένας άνθρωπος που συμπληρώνει σε κακία, μοχθηρία, δολιότητα το αφεντικό του. Εκμεταλλεύεται στο μέγιστο την ευκαιρία που βρήκε για μια πιο μόνιμη δουλειά ως δεξί χέρι του Γερμανού, προσπαθεί να βρει τρόπους να του φανεί απαραίτητος και χρήσιμος για να μείνει κοντά του όσο γίνεται περισσότερο. Σταδιακά γίνεται εξίσου άπληστος με αυτόν, διαφεντεύει σχεδόν τα πάντα, σκληραίνει, αποκτά από μόνος του εξουσία στους ντόπιους και στους εργάτες, μέχρι και για γυναίκα ψάχνει. Θέλει λεφτά, θέλει σταθερότητα, θέλει να εδραιωθεί.
Ποικίλες οι αντιδράσεις από την υποδοχή του ξένου, με τους περισσότερους να προσμένουν ψωμί, χωρίς να έχουν όμως ξεχάσει πως μόνο το αίμα τούς ήπιαν όσοι πάτησαν το πόδι τους στο νησί. Δάκρυζα από οργή όταν ο Γκρόμαν μοίραζε υποσχέσεις και αγαθοεργίες πατώντας πάνω στα όνειρα των ντόπιων. Απομονωμένοι, άνθρωποι αγνοί και αθώοι, δεν ξέρουν πως τέτοιες φιλανθρωπίες είναι πάγια τακτική των εταιρειών που εκμεταλλεύονται μεταλλεία. Σιδερένια πυγμή, χωρίς ευαισθησίες, «η φτώχεια κοφτερό δρεπάνι πάνω από τα κεφάλια» κι έτσι οι εργάτες ενδίδουν στις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας. Σοβαρά ατυχήματα και πνευμονοκονίαση οι συνέπειες, συνθήκες εργασίας που χώρισαν τελικά τους εργάτες και τους έκαναν να βλέπει ο ένας τον άλλον με μισό μάτι. Ο Ζαννής Κονόμος, ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης έκτασης του νησιού, στην οποία ο Γκρόμαν θέλει να επεκταθεί, είναι ο μόνος πλούσιος κάτοικος, όπου στην οικογένειά του ο λόγος του Ευαγγέλιο και στο νησί νόμος. Ο γιος του όμως θα ερωτευτεί τη φτωχή και όμορφη Κατερινέτα («να τη φάει η μάνα της δε θα τη χόρταινε», σελ. 61), η οποία μεγαλώνει με τη μάνα και τ’ αδέρφια της, αφού ο πατέρας της δεν άντεξε την οικονομική απραξία, καθώς και τη ζήλια και τις βρισιές της γυναίκας του κι απομονώθηκε σε μια καλύβα να ψαρεύει, ώσπου χάθηκε τελείως. Μαύρη και λυπημένη η ζωή της Κατερινέτας, της κόρης του Λωλοκούτρη, μέχρι που ερωτεύεται τον γιο του Ζαννή Κονόμου κι από κει και πέρα μια σειρά από γεγονότα θα τους οδηγήσουν σε κοινές αποφάσεις που θα αλλάξουν την πορεία των γεγονότων του βιβλίου. «Όλα θα πήγαιναν μια χαρά γιατί ήταν οι δυο τους, σε λίγο τρεις. Για τα άλλα είχε ο Θεός. Έτσι ξέρει ο φτωχός» (σελ. 140).
Κι έρχεται στο προσκήνιο η επόμενη γενιά των πρωταγωνιστών που θα μας συντροφέψει ως το επόμενο βιβλίο της διλογίας: ο Περσέας, ορφανός από πατέρα («Μικρά τα όνειρά του, στο μέγεθος του νησιού. Όταν θα ξεπερνούσαν το μπόι του, λίγο αργότερα, θα έπρεπε να πολεμήσει σκληρά», σελ. 372) και η Ανδρομέδα, που η θεία της ήταν να παντρευτεί αλλά η μάνα της πήρε γαμπρό, ο Κώνσταντης Σπέρας που θα δεθεί με φιλία με τον Περσέα, μεγαλωμένος σε μια πάμφτωχη οικογένεια όπου «τα δυο μεγάλα παιδιά έγλειφαν τις πέτρες να χορτάσουν την πείνα τους», ένα παιδί με ιδέες και όραμα για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, καθώς και η φιλάσθενη και επιληπτική Λόττε. Παιδιά με διαφορετικές καταβολές, άμαθα από τα οικογενειακά μυστικά που θα τους βαρύνουν στη συνέχεια, παίζουν μεταξύ τους, κάνουν παρέα, μαθαίνουν και μεγαλώνουν. Δίπλα τους, ή μάλλον απέναντί τους, βρίσκεται ο Γκέοργκ Γκρόμαν που έγινε χειρότερος από τον πατέρα του, στριφνός, ακατάδεκτος, αγενής, απότομος, απάνθρωπος, ψηλομύτης, μεγαλωμένος σε άνετο περιβάλλον αλλά με προβληματική συμπεριφορά, με γονείς που αδιαφορούσαν ή φοβόντουσαν να ασχοληθούν με την προκλητική συμπεριφορά του: «Και φταίνε όλοι. Εκείνη που τον ανάθρεψε, ο Εμίλ που δεν τον ανάθρεψε, ο Γκέοργκ που δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες τους» (σελ. 375). Το βάζει πείσμα να ξεπεράσει τον πατέρα του, είναι αποφασισμένος να καθυποτάξει τους πάντες, να γίνει σταδιακά βασικός προμηθευτής της πανίσχυρης Γερμανικής Αυτοκρατορίας, πανίσχυρος και πάμπλουτος: «Όσο είχαν παίξει οι εργάτες στα μεταλλεία τους, είχαν παίξει, ώρα τέλος! Έπρεπε να δουλέψουν πιο σκληρά, να ματώσουν» (σελ. 288). Ξεσπάει έτσι ένας εμφύλιος μεταξύ πατέρα και γιου όσο οι κάτοικοι του νησιού, με μονόδρομο επιβίωσης τα μεταλλεία, παρακολουθούν γεμάτοι αγωνία τα αποτελέσματα και ταυτόχρονα η δουλειά αυξάνεται, οι άνθρωποι αργοπεθαίνουν στις στοές.
Από σελίδα σε σελίδα ξεδιπλώνεται το χρονικό της εξόρυξης των μεταλλευμάτων της Σερίφου, τα ατυχήματα, οι αλλαγές στον κοινωνικό ιστό του νησιού, η οικιστική ανάπτυξη, οι μεταμορφώσεις του εσωτερικού και του εξωτερικού της χέρσας αυτής γης. Με τη συναρπαστική γραφή της η Μαίρη Κόντζογλου δίνει μια πλήρη καταγραφή των αλλαγών των εποχών και των μέσων εξόρυξης, χαρίζοντας ανατρεπτικά γεγονότα που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον και άφατο ρεαλισμό. Δε μένει τίποτα απ’ έξω, τονίζονται με αντικειμενικότητα οι συνθήκες στις οποίες δρουν οι ήρωες του βιβλίου και το περιβάλλον στο οποίο αγωνιούν, τσακώνονται, ονειρεύονται ώστε να δικαιολογηθούν οι πράξεις και οι αντιδράσεις τους. Πρόκειται για ένα χρονικό εξαπάτησης, εκμετάλλευσης, διχόνοιας, ευτελισμού των ανθρώπων που ζητούσαν ένα κομμάτι ψωμί από έναν τυχοδιώκτη που ήρθε για να γίνει πλούσιος αδιαφορώντας για όλα τα υπόλοιπα. Μικρές ιστορίες συνοδεύουν τον κύριο άξονα της πλοκής, αίτια και αιτιατά βγαίνουν στο φως, χαρακτήρες που έρχονται και φεύγουν ή στήνουν τα γερά θεμέλια που θα μας οδηγήσουν στο δεύτερο βιβλίο, όλα αυτά συγκροτούν ένα πλούσιο σε καλλιέπεια έργο, γραμμένο με άφθονα καλολογικά στοιχεία, παρομοιώσεις και μεταφορές: «άνοιξη στα μέσα της και η μέρα χασομεράει» (σελ. 19), «…στην ηλικία τους η ζωή είναι ένα ατέλειωτο καλοκαίρι, ώσπου να πεις δέκα σ’ αγαπώ έφευγε ο χειμώνας» (σελ. 138), «…αρχή φθινοπώρου είναι αλλά η κάψα έχει γαντζωθεί στα βράχια της Σερίφου και δεν λέει να φύγει» (σελ. 300) κ. ά. Επιπλέον, η συχνή χρήση ενεστώτα διαρκείας δίνει ένταση και ρυθμό στο κείμενο, οι διακριτικές παρεμβάσεις της συγγραφέως στη ροή («αν θέλετε τη γνώμη μου», «και εδώ πρέπει να τονίσουμε πως…» κλπ.) κάνουν την εξιστόρηση πιο προσωπική και δένουν ανεπαίσθητα τον αναγνώστη με τα προσωπικά βιώματά της κατά τη συγγραφή. Συναρπαστικές λεπτομέρειες, ρεαλισμός και παραστατικότητα, καλομελετημένοι χαρακτήρες, ενδιαφέρουσες εξελίξεις, πιστότητα και αυθεντικότητα εποχής και τόπου είναι μερικά μόνο από τα θετικά γνωρίσματα ενός ακόμη καλογραμμένου βιβλίου της Μαίρης Κόντζογλου.
«Από ήλιο σε ήλιο» δουλεύουν οι φτωχοί μεροκαματιάρηδες κάτοικοι της Σερίφου και το μυθιστόρημα μας ξεναγεί σε αυτό το ανεμοδαρμένο, άγονο, φτωχό, κακοτράχαλο νησί. Πάνω Πιάτσα, Κάστρο, η κορυφή του Τούρλου, Χώρα, Μεγάλο Λιβάδι, Κουταλάς, Μία Χωριό, Μονή Ταξιαρχών είναι οι τόποι δράσης και πότε μπαίνουμε σε σπίτια κι εκκλησίες και πότε βυθιζόμαστε στις σκοτεινές στοές, σε κεκλιμένα, φρεάτια, ράμπες, σκάλες φόρτωσης, μηχανοστάσια. Με πόση φροντίδα και σεβασμό περικλείεται ο μεταλλωρύχος: «Στη δουλειά εκείνη κάθε λεπτό μπορεί να ήταν το τελευταίο, τα βάζεις με τη γη και νικάς, έτσι νιώθεις άτρωτος, θεός. Κι αυτό ίσως να σε παρασύρει σε ακόμη πιο επικίνδυνα πράγματα. Δεν ήταν μόνο αντικειμενικά επικίνδυνη η δουλειά του μεταλλωρύχου. Ήταν και υποκειμενικά επικίνδυνη» (σελ. 367). Παράλληλα με τα συναρπαστικά γεγονότα, απότοκα της εκμετάλλευσης των Γκρόμαν, που θα οδηγήσουν στα αιματηρά γεγονότα του επόμενου βιβλίου, σε δεύτερη ανάγνωση βλέπουμε τη δύσκολη και ανύπαρκτη ουσιαστικά θέση της γυναίκας που δεν έχει αντίλογο ούτε γνώμη και άποψη αλλά δουλεύει στο σπίτι και στα χωράφια, χωρίς δικαίωμα σκέψης και μάθησης: «Γιατί το φύλο τους να μαραίνεται κατά πώς θέλουν οι άλλοι;» (σελ. 593). Επίσης, ενδιάμεσα στα κεφάλαια εξελίσσεται και η αφήγηση της μυθολογίας του νησιού, με τον βασιλιά Πολυδέκτη, τον Περσέα και τη Δανάη, τον Κηφέα και την Κασσιόπη, να βιώνουν εξίσου σκληρές και δύσκολες συνθήκες που συνδέονται άρρηκτα με τις εξελίξεις στο σήμερα, καταφέρνοντας έτσι το βιβλίο να συνενώσει το απώτερο παρελθόν με το παρόν, γιατί η Σέριφος είναι τόπος άρρηκτα δεμένος με τη μυθολογία του. Όπως τονίζει και η συγγραφέας, λίγα γράμματα γνώριζαν οι άνθρωποι, όσοι γνώριζαν, μα από στόμα σε στόμα κι από γενιά έφτασαν ως αυτούς οι μύθοι του νησιού τους. Μάλιστα, βρήκα έξυπνο τον παραλληλισμό της ιστορίας του Περσέα που σώζει την Ανδρομέδα από το κήτος, όταν η Ανδρομέδα του σήμερα υποκύπτει στις προτάσεις του κήτους της ιστορίας κι αφήνεται να φαγωθεί! Το πρώτο βιβλίο της διλογίας με τίτλο «Αποσπερίτης» είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα πλούσιο σε εξελίξεις, συναισθήματα και προβληματισμούς και μια δυνατή αρχή που θα μας οδηγήσει στο επόμενο βιβλίο.
0 Σχόλια