“Το φωτοστέφανο υπάρχει, μόνο που πρέπει να μη τ’ αγγίξεις, να το θωρείς από μακριά. Είναι σα τη χρυσόσκονη στ’ απαλά φτερά της πεταλούδας“.
Άγγελος Τερζάκης
Υπήρξα πάντα άνθρωπος λογιστικός. Ο πρώτος μεσημβρινός περνούσε ως προέκταση στην πιο ευθεία γραμμή των φλεβών μου, στο αριστερό μου χέρι και κινούσε τους δείκτες του ρολογιού μου. Όλα όσα έπραττα υπάκουαν στη σταθερά του χρόνου και τίποτα δεν κυλούσε, χωρίς τον αυστηρό προγραμματισμό που επέβαλλα στα πράγματα και στα γεγονότα. Κάποιοι υποψιάστηκαν ότι ίσως πάσχω από καταναγκαστική ψύχωση, αλλά που θα ακουμπούσανε οι νόμοι που διατρέχουν τη φυσική ροή του σύμπαντος, αν όχι σε μια καθορισμένη τροχιά μετά τη μεγάλη έκρηξη;
Είχα αποφασίσει να απομακρυνθώ για λίγο από τους ανθρώπους. Αποφόρτισα τις ανάγκες μου για συναναστροφή σε ένα ορεινό χωριό. Εκεί που οι πέτρες στάθηκαν βοηθοί στα κτίσματα και η σκληράδα του τοπίου μια προοπτική ενός μπαρόκ πίνακα.
Το ρολόι της πλατείας, σήμανε ακριβώς. Κοίταξα και το δικό μου ρολόι, φορεμένο πάντα στο αριστερό χέρι, και παρασύρθηκα στον τέλειο συγχρονισμό. Ένιωσα ανακούφιση που σε αυτόν το χώρο, ο χρόνος κυλάει αναπόσπαστος. Είχε νυχτώσει και το κρύο ήταν πολύ έντονο, τόσο που διαπερνούσε τα οστά και επέστρεφε πιο δυνατό στο δέρμα. Φαινόταν πως όλα, έμψυχα και άψυχα είχαν παραδοθεί ολότελα στην ευγένεια του ύπνου. Μονάχα από έναν μικρό καφενέ, το αμυδρό φως που εξέπεμπε, πρόδιδε πως και κάποιος άλλος, μαζί με μένα ξαγρυπνούσε. Πέντε τραπέζια όλα κι όλα, μια μικρή σόμπα στη μέση με μισοσβησμένη φωτιά. Δεν έφτανε να με ζεστάνει. Κάθισα, πήρα ένα ποτήρι από δυνατό κονιάκ και είδα πως απέναντί μου καθόταν μια γυναίκα.
Απορροφημένος στην κυκλική πορεία που έκανε ο μικρός δείχτης στο ρολόι μου, αντιλήφθηκα με καθυστέρηση ότι αυτή η γυναίκα ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μου.
“Μεγάλη αγένεια”, σκέφτηκα και την κοίταξα με αυστηρό ύφος. Εκείνη χαμογέλασε, όχι αμήχανα, αλλά σίγουρη γι’ αυτό που έπραττε.
“Είναι ωραίος ο έρωτας, δε συμφωνείτε;” με ρώτησε, αλλά δεν απάντησα, επειδή εκείνη τη στιγμή αποζητούσα περισσότερο τη ζεστασιά από το κονιάκ. Κρύωνα. Δεν πτοήθηκε από την αρχική μου άρνηση να μείνω σιωπηλός και συνέχισε:
“Αλήθεια, εσείς έχετε ερωτευτεί ποτέ;”
Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι από την απαίτησή της να απαντήσω. Πήρα ένα ακόμα κονιάκ και αυτή τη φορά το ήπια απνευστί. Ύστερα ακόμα ένα. Η γυναίκα σμιλεμένη μάλλον με υπομονή, απλά με κοιτούσε να προσπαθώ να ζεσταθώ με μια τεχνητή διαδικασία.
Αποφάσισα να τελειώσω με την αγενή αυτή τη διαδικασία, όταν την κοίταξα στο πρόσωπο και η μνήμη μου ανέσυρε ακαριαία τα ευγενή χαρακτηριστικά της. Πήρα εγώ σειρά για ερωτήσεις, τώρα:
“Μήπως έχουμε ξανασυναντηθεί;”. Δεν είπε τίποτα, γιατί έδωσα μόνος μου τις απαντήσεις:
“Εσείς δεν είσαστε που κάποιο βράδυ του Δεκέμβρη, περάσατε βιαστική από δίπλα μου και αφήσατε το άρωμά σας να πλανιέται από τότε, στη ατμόσφαιρα του δρόμου; Ναι, εσείς είσαστε, αφού φοράτε ακόμα αυτό το άρωμα, καμωμένα από την ευωδιά του κρίνου”.
“Εσείς δεν είσαστε που κάποιο πρωινό του Απρίλη, στο πεζοδρόμιο της μεγάλης λεωφόρου με αγγίξατε άθελά σας στην άκρη του πουκαμίσου μου κι έπειτα περάσατε στο απέναντι πεζοδρόμιο; Ναι, εσείς είσαστε, αφού τα ίχνη σας είναι ακόμα πάνω στο γαλάζιο μου πουκάμισο”.
“Εσείς δεν είσαστε που σας συνάντησα κάποιο απόγευμα του Σεπτέμβρη σ’ ένα οινοπωλείο, που δοκιμάζατε τη νέα σοδειά του κρασιού από ένα ασημένιο κύπελλο κι έπειτα ήπια κι εγώ από το ίδιο; Και να, κοιτάξτε. Το ασημένιο κύπελλο που φέρω ως τρόπαιο ακόμα, έχει αποτυπωμένα το σχήμα των χειλιών σας”.
“Κι εσείς δεν είσαστε εκείνη, που κάποιον Ιούλη, ένας ζωγράφος αποτύπωνε τη μορφή σας στο λευκό χαρτί, κοντά στην προκυμαία του λιμανιού; Ναι, εσείς είσαστε, αφού ακόμα μέσα στα μάτια μου δεν έχει διαλυθεί η εικόνα του πορτραίτου σας.
“Κι αν με ρωτάτε για τον έρωτα δεν μπορώ να σας απαντήσω. Δεν ξέρω κάτι γι’ αυτόν. Γνωρίζω μόνο ότι γεννήθηκε στη Δήλο και λίγο αργότερα, ο Ήφαιστος πολτοποίησε το κεφάλι του και το υπόλοιπο σώμα του το έριξε στο Μόσυχλο, στη Λήμνο, μέσα στον κρατήρα του. Δε μ’ ενδιαφέρει ο έρωτας, γιατί βρήκα εσάς, το φωτοστέφανο που λάμπει γύρω σας”.
Η γυναίκα που τόση ώρα άκουγε με προσοχή, σηκώθηκε. Κοίταξε το ρολόι της και αναφώνησε:
“Η ώρα πέρασε, πρέπει να φύγω”.
“Θα σας ξαναδώ;” τη ρώτησα.
“Κι αν δε με ξαναδείς, το φωτοστέφανό μου πάντοτε θα λάμπει, ίσως γύρω και σε κάποια άλλη γυναίκα”, μου απάντησε και συνέχισε: “Αργήσατε, κύριε, ερχόσασταν πάντα μετά τη στιγμή. Σας προλάβαινε ο χρόνος, πριν τον προλάβετε εσείς”.
Τότε, χτύπησε το ρολόι της πλατείας ακριβώς. Κοίταξα το ρολόι, εκείνο που φοράω πάντα στο αριστερό μου χέρι. Είχε σταματήσει.
Η γυναίκα είχε φύγει, ενώ εγώ προσπαθούσα να κουρδίσω το ρολόι μου σ’ έναν αρμονικό συγχρονισμό.
_
γράφει ο Άκης Παρισιάδης
Πολύ καλό, ιδιαίτερα καλό. Μου άρεσε η γραφή, το άπλωμα της σκέψης…
Πολύ ωραίο, στοχευμένη η απόδοση της αντίθεσης του συγχρονισμού με το χάσιμο μιας μεγάλης ευκαιρίας!!!
Πόσες φορές αυτός ο περίφημος συντονισμός ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ποτέ…!!!Και πόσες φορές με το που νιώθεις πως αγγίζεις τ’ όνειρό σου , ξυπνάς και τα βάζεις με τη νοοτροπία των περισσοτέρων – και τη δική σου, ασφαλώς- να μην πιστεύεις ότι το πιο αληθινό όνειρο είναι το δικό σου!
ΜΠΡΑΒΟ ΑΚΗ!!!!!!!!!!
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΟΗΣΗΣ.ΜΠΡΑΒΟ ΑΚΗ