Η Ρώμη τυλιγμένη προστατευτικά ακόμη στα πέπλα της, δεν έλεγε ν’ ανοίξει τα μάτια της. Μόνο τα βλέφαρά της τρεμόπαιζαν παιγνιδιάρικα καθώς φλέρταρε με το πρωινό. Σηκώθηκα νωχελικά από το κρεβάτι, μη νιώθοντας έτοιμη να υποδεχτώ ακόμη τη νέα μέρα και να πατήσω με σιγουριά τα πόδια μου στα σκαλιστά μωσαϊκά. Δίπλα στο κομοδίνο, αφημένο το περίτεχνο κόσμημα που είχαμε αγοράσει χτες από το πολύβουο παζάρι, ήδη είχε ανοίξει το μάτι του. Αυτό το μάτι που τίποτα δεν του διέφευγε. Από την φύση μου εξερευνητική, άρχισα να επεξεργάζομαι με προσοχή τις μπλε πέτρες του, που άστραφταν και το πλαισίωναν σαν στεφάνι. Μου άρεσε η ενασχόλησή μου με την εξερεύνηση της τέχνης κάθε μορφής. Πολλές φορές μελετούσα με προσοχή όλα τα καινούρια αποκτήματα του πατέρα μου και αφουγκραζόμουν με προσοχή όλα όσα μου έλεγαν στην βουβή τους σιωπή. Ναι, αυτά τα αγάλματά που κατά καιρούς παράγγελνε και στόλιζαν κάθε γωνιά της έπαυλης μ΄ εξάγνιζαν με αυτό τους το άσπρο. Άγγιζα τις στιλπνές τους επιφάνειες και αφουγκραζόμουν τους χτύπους της καρδιάς τους, που κάθε φορά μόνο σε μένα χάριζαν. Ήταν ένα είδος συντροφιάς, γιατί εκτός από το μεγάλο υπηρετικό προσωπικό και την τροφό μου, η μέρα φάνταζε κενή και προσπαθούσα με κάθε τρόπο να την εμπλουτίσω με πράγματα της ψυχής όπως η ίδια έλεγα. Σήμερα σκεφτόμουν να υλοποιήσω μια κρυφή μου επιθυμία εδώ και πολύ καιρό. Άκουγα συχνά πυκνά για έναν παράξενο καλλιτέχνη, που ζούσε κρυμμένος και απομονωμένος στο κοντινό δασάκι των περιχώρων και ζωγράφιζε μανιακά τοπία ξεγυμνώνοντας κάθε σπιθαμή τους. Επιθυμούσα πολύ από κοντά να θαυμάσω τα καλλιτεχνήματά του, για τα οποία όλοι τόσο πολύ μιλούσαν. Ντύθηκα και πλύθηκα όσο γρηγορότερα μπορούσα, πριν τα επιδέξια μάτια της τροφού μου προλάβουν να με αντιληφθούν. Τράβηξα από το μπαούλο ένα από τα πολλά φορέματα που ξεχείλιζαν. Ήταν ένα κόκκινο αέρινο φόρεμα. Έδενε με κορδέλες σατέν στο μπούστο, κόβοντας μου κάθε φορά την αναπνοή. Στα πόδια πέρασα, κάτι ανάλαφρα σανδάλια αγγελιοφόρους πως η μέρα θα πέταγε. Πάνω μου έριξα την κόκκινη κάπα, προστασία για το πρωινό κρύο, μια που η ανάσα του άχνιζε από την πρωινή πάχνη που απλωνόταν. Άνοιξα με προσοχή την βαριά σιδερένια λαβή της εξωτερικής πόρτας, ένα καλλίγραμμο χέρι που άγγιζε, όποιον τη χαιρετούσε και γλίστρησα προσεχτικά στρίβοντας στην γωνιά του επόμενου σοκακιού, ώσπου με κατάπιε το σούρουπο ακόμη της μέρας.
Φτάνοντας στο σπίτι του, μια εξοχική ξύλινη καλύβα, χτύπησα κοφτά και σταθερά και μου άνοιξε η πόρτα της ψυχής του. Ήταν ένας άντρας αρκετά ψηλός. Ο όγκος του ήταν πολύ επιβλητικός,για ένα σπίτι που η ευαισθησία της τέχνης βρισκόταν στον αντίποδα. Ένα καβαλέτο κοντά στο παράθυρο ατένιζε το τοπίο μιας πυκνής βλάστησης. Κάτι φτέρες σχεδόν έπνιγαν την καλύβα στο πράσινο. Πεταμένα πανιά στο πάτωμα ακόμη με τις μπογιές νωπές να ρέουν στις υφασμάτινές τους φλέβες. Με μια δρασκελιά βρέθηκε στο τζάκι, άρπαξε ένα από τα αφημένα πινέλα, πολύ μικρό για τα μακριά και λεπτά του δάχτυλα και το τοποθέτησε με σιγουριά στο αυτί.
-Λοιπόν, καθίστε, μου είπε και έτεινε το χέρι στο κοντινό σκαμνάκι. Ποιός δρόμος σας φέρνει εδώ;
Πριν προλάβω ν΄ αρθρώσω και την παραμικρή λέξη μου είπε.
-Κατάλαβα, είστε το νέο μοντέλο που ήρθε για το επόμενο θέμα.
Ας αφήσουμε τους πληθυντικούς.
Γδύσου και άφησε τα ρούχα σου εκεί.
Έκανε ένα σύντομο νεύμα με το χέρι του, μ΄ έναν σχεδόν φυσικό τρόπο, σαν να ήταν κάτι απλό.
Και χωρίς να προλάβω ν αντιδράσω,με πήρε από το μπράτσο και με κάθισε σ΄ένα μεταξωτό ανάκλιντρο, μαύρο σαν έβενος και σ΄ έντονο κοντράστ αντίθεσης με το κατακόκκινο μου φόρεμα. Ενστικτωδώς το έσφιξα περισσότερο επάνω μου, σαν να πρόκειται να το χάσω. Κατάφερα να ψελλίσω τις λέξεις σχεδόν ακαταλαβίστικα.
-Μου μίλησαν για τα καλλιτεχνήματά σας και... και … είπα να τα θαυμάσω από κοντά.
_
γράφει η Ανδρονίκη Ατζέμογλου
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια