Αυτά τα δέντρα μη τα λυπάσαι.
Με τον ίσκιο τους, τους κοιμώμενους δροσίζουν.
Ανάμεσα στις ρίζες τους μπλεγμένα τα σκελετωμένα και άκαμπτα κορμιά
αφήνονται στη σήψη, στα σκουλήκια που χορταίνουν την πείνα τους
με ό, τι από τον άνθρωπο απομένει.
Αυτά τα δέντρα ριζώνουν στο χώμα που σκεπάζει τις άσαρκες πια ελπίδες.
Αυτά τα δέντρα μην τα λυπάσαι.
Το χάραμα μαζεύουν το φως που μάταια ψάχνει
την ίριδα των πενθούντων.
Στις ρίζες τους αναρριχώνται γυμνές φλέβες και στον κορμό τους
κυλά το αίμα όσων δεν πρόκαμαν να επιστρέψουν
ένα πρωινό του καλοκαιριού στο σπίτι
και βρήκαν κρεβάτι κάτω από το χώμα να πλαγιάσουν.
Κοκαλιασμένα των παιδιών κορμιά
που αποχωρίστηκαν από της μάνας τους το στέρνο
χωρίς να χορτάσουν γάλα και ηδονή
κάθε απόγευμα παίζουν κρυφτό
ανάμεσα στα παγωμένα μνήματα
με τα ανοιχτά μάρμαρα.
Κι αν κάποιο απ’ αυτά ξεμακρύνει στους ζωντανούς,
την παλιά του ζωή να βρει
και στης μάνας του το δωμάτιο να ψάξει
την ξεχασμένη κούνια με τα πολύχρωμα σεντόνια
που εδώ και χρόνια κανένα δεν τη λικνίζει νανούρισμα
το βράδυ την πόρτα του Άδη θα βρει κλειστή.
Ο Θάνατος δεν συγχωρά αυτούς που τη ζωή θυμούνται.
Αυτά τα δέντρα τις ζωές των ανθρώπων κουβαλούν πάνω τους,
και τους τελευταίους πριν τους φυτέψουν αναστεναγμούς
ψιθυρίζουν στα νυχτοπούλια που φωλιάζουν στα ραγισμένα κρανία
και στις σφιχταγκαλιασμένες παλάμες
αυτών που τα δάχτυλα έπλεξε ο θάνατος
σε ένα μακάβριο κουβάρι.
– Τι νεκρική νηνεμία έχουν οι τάφοι, τα λιμάνια των ψυχών,
εκεί που ρίχνει άγκυρα η ζωή!
Πόσα λουλούδια ευωδιάζουν λιβάνι και σάπια σάρκα
κάθε που ο νοτιάς χαϊδεύει το χώμα που σκεπάζει
ό, τι από τον άνθρωπο απέμεινε!
– Τι νεκρική σιγή όταν τις σάρκες σε τάφο στριμώχνουν
αυτών που δεν ξεπλύθηκαν σε κολυμβήθρες.
Αυτών που δεν είδαν το φως
και δεν άκουσαν των ανθρώπων τη φωνή.
Τι όμορφα που ευωδιάζει ο τάφος αυτών
που δεν βρωμάνε του βαπτίσματος τα μύρα
και έχουν τα αυτιά κλειστά στα κιτάπια του Παπά!
Αυτά τα δέντρα είναι τα δικά μου δέντρα.
Τα δικά μου χέρια τα φύτεψαν πάνω από το σώμα μου.
Με τα μακριά μου νύχια έσκαψα το λάκκο μου
και χώθηκα βαθιά στην αχαρτογράφητη των νεκρών πόλη.
Τότε που άνοιξα τις φλέβες μου
τα παρτέρια του κοιμητηρίου γέμισαν με ζωή και φως
από της καρδιάς μου τους σπασμούς που έστελναν
αιμάτινα κύματα, κομμάτια σάρκας και υγρό μεδούλι.
Στις κουφάλες τους κρυβόμουν.
Στις ραβδώσεις του κορμού τους γεννήθηκα
για να επιβεβαιώσω το χρησμό
όταν οι καμπάνες χαρμόσυνα διαλαλούσαν του Σατανά τον ερχομό.
Αυτά τα δέντρα μην τα λυπάσαι.
Από μένα συνήθισαν να τρέφονται.
Από τις δικές μου θύμισες,
από τη ζωή που δεν κατάφερα να ζήσω
-που δεν με άφησαν να ζήσω-
_
γράφει ο Αντρέας Πολυκάρπου
“Αυτά τα δέντρα μην τα λυπάσαι.
Από μένα συνήθισαν να τρέφονται.”
Μπράβο Αντρέα!!! Πολύ μου άρεσε!!!
Σας ευχαριστώ πολύ