Στη ζωή της σταθερό, ένα πράγμα είχε:
τη θάλασσα.
Ένας ανελέητος ήλιος,
αέρας,
ξερά βράχια,
και κάτω το απέραντο γαλάζιο.
Κι ύστερα είναι και το άλλο:
στις βόρειες παγωμένες θάλασσες,
καθώς βυθίζεται το βαπόρι,
την υπηρέτρια μέλλει το παλτό της κυρίας της·
να μην κρυώσει·
και την ντύνει,
κι εκείνη βυθίζεται με το βαπόρι.
Αυτό θα πει σάλτο προς τη ζωή,
τη στιγμή.
Αναγκαστικά γυρνάει πίσω.
Όπου συναντά φοιτητικούς έρωτες.
Και πράγματα,
που κανονικά πρέπει να μένουν ανέγγιχτα.
Πϊσω. Πολύ πίσω…
Γιατί η ζωή έτσι τα κανόνισε:
να κρατάει η ηδονή λίγο,
αλλά η επιβίωση πολύ.
Και αναγκαστικά προσγειώνεται:
«Τι νομίζεις κάνουν όλοι οι άνθρωποι;…».
Γυρίζει και πληγώνεται.
«Ένα ωραίο, έργο, ένα πτυχίο, ένα ταξίδι….».
Αυτή ειν’ η ζωή.
Όλοι νομίζουν ότι έχουν χρόνο.
Αλλά χρόνος δεν υπάρχει.
Κι όμως γυρίζει και τους απαντά:
«αυτό όμως δεν σας το χαρίζω».
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
0 Σχόλια