Ένιωσε τη λεπίδα να χαράσσει με χειρουργική ακρίβεια το δέρμα της και να σκίζει τις πρώτες στρώσεις της σάρκας της. Τα δυο δάχτυλά της άρχισαν να ζεσταίνονται καθώς το αίμα έτρεχε γρήγορα και πρόσθετε μια εσανς κόκκινης σάλτσας στα πράσινα λαχανικά που προσπαθούσε να κόψει. Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει μπροστά στο παράθυρο της κουζίνας του διαμερίσματός της στον τρίτο όροφο, παρατηρώντας την έντονη λογομαχία που είχε το νεαρό ζευγάρι γειτόνων της, ενώ παράλληλα προετοίμαζε το φαγητό της επόμενης μέρας.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που τους έβλεπε να φωνάζουν και να πετούν αντικείμενα ο ένας στον άλλο. Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβανόταν τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα. Εκείνος την έπιανε με δύναμη από τα μπράτσα και την ταρακουνούσε, εκείνη προσπαθούσε βίαια να ξεφύγει ενώ τον χαστούκιζε και τον δάγκωνε όπου έβρισκε και στο τέλος κατέληγαν να γδύνονται με μανία, να φιλιούνται βίαια και να επιδίδονται κάθε φορά σε διαφορετικά στυλ σεξουαλικών πράξεων αδιαφορώντας για τους υπόλοιπους ενοίκους των γύρω πολυκατοικιών, οι οποίοι έβγαιναν στα μπαλκόνια και στα παράθυρα ανήσυχοι από τις φωνές και κατέληγαν να παρακολουθούν live πορνό για όλα τα γούστα.
Ακόμη θυμάται την ντροπή που ένιωσε εκείνη τη φορά που, άσπρη σαν το πανί, έτρεχε από πόρτα σε πόρτα και φώναζε πως είχε δει από το παράθυρο της τον γείτονα, να προσπαθεί να πνίξει τη γυναίκα του με ένα καλώδιο. Έσπασε την πόρτα μαζί με κάποιους άλλους και τους βρήκαν δεμένους με σχοινιά, ανάμεσα σε χειροπέδες και μαστίγια, να επιδίδονται σε σαδομαζοχιστικά κόλπα.
Η γυναίκα την είχε κοιτάξει περιφρονητικά και με τόνο απάθειας της είχε πει τότε: «Σε ξέρω εσένα. Είσαι η κοπέλα του τρίτου ορόφου απέναντι που μας παίρνεις μάτι. Πέρασε αν θέλεις κανένα βράδυ να σου μάθουμε μερικά κολπάκια» και της έκλεισε το μάτι πονηρά.
Το κόκκινο χρώμα που είχε πάρει το πρόσωπό της από την ντροπή, συναγωνιζόταν άνετα το πιο κόκκινο παντζάρι ολόκληρης της υφηλίου. Εκείνη την ημέρα υποσχέθηκε πως, όσο περνούσε από το χέρι της, δεν θα κοιτούσε απέναντι, κάτι πραγματικά πολύ δύσκολο, καθώς η κουζίνα της έβλεπε στο καθιστικό τους.
Απομακρύνθηκε για λίγο από το παράθυρο έχοντας βάλει τα χείλη της πάνω στις χαρακιές. Ρουφούσε συνεχώς το αίμα μήπως σταματήσει, ενώ με το άλλο χέρι έψαχνε για επίδεσμο ή βαμβάκι. Ο νους της γυρνούσε γύρω από τα αρρωστημένα παιχνίδια που μπορεί να παίζει το μυαλό.
Πόσο αυτοκαταστροφική μπορεί να γίνει η επιθυμία; Μέχρι ποιο σημείο είσαι διατεθειμένος να βλάψεις τον εαυτό σου χάριν της στιγμιαίας απόλαυσης; Απορούσε αν έκαναν ποτέ τους κάτι φυσιολογικό μαζί. Αν υπήρξαν ποτέ σε φυσιολογικοί σχέση. Τι σημαίνει τελικά φυσιολογική σχέση;
Για εκείνη το φυσιολογικό σε μια σχέση ήταν να υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός, να μην χάνεται το όριο λόγω υπέρμετρης οικειότητας, να διαχωρίζονται οι προσωπικότητες και οι προσωπικές ανάγκες και να ενώνονται οι κοινές επιθυμίες και οι κοινοί μελλοντικοί στόχοι, να υπάρχει μόνο συναισθηματικός κίνδυνος -όχι σωματικός-, να ρισκάρεις την καρδιά, όπως γίνεται άλλωστε κάθε φορά που ερωτεύεσαι, αλλά να μην παίζεις την υγεία σου ή τη ζωή σου στη ρουλέτα…
Τις σκέψεις της διέκοψε η σειρήνα ενός ασθενοφόρου. Έτρεξε γρήγορα στη βεράντα και το είδε να σταματά στην είσοδο της απέναντι πολυκατοικίας. Κοίταξε αυτόματα στον τρίτο όροφο και είδε τον γείτονα να τρέχει πανικόβλητος πάνω κάτω. Σε λίγο είδε τον γιατρό και τους νοσοκόμους να πέφτουν στο πάτωμα.
Όλη η γειτονία είχε βγει στους δρόμους. Κάποιοι κουνούσαν τα κεφάλια δείχνοντας πως δεν εκπλησσόταν από την εξέλιξη και κάποιοι σταυροκοπιόταν και ψιθύριζαν τα κουτσομπολιά ο ένας στον άλλο. Το επόμενο μισάωρο ήταν γεμάτο συναισθήματα άλλοτε πανικού ή λύπης και αγωνίας και άλλοτε αδιαφορίας. Άκουσε κάποιες γιαγιάδες να λένε πως ήταν θέμα χρόνου να συμβεί το κακό.
Ξαφνικά η πόρτα της απέναντι πολυκατοικίας άνοιξε και είδε το φορείο. Η κοπέλα ήταν σκεπασμένη με λευκό σεντόνι και οι νοσοκόμοι το μετέφεραν με τα κεφάλια σκυμμένα.
Ο γείτονας έσερνε τον εαυτό του δίπλα στο φορείο, αμίλητος. Σταμάτησε και κοίταξε κατάματα τα περίεργα βλέμματα γύρω του.
«Τον εαυτό σας να λυπάστε, όχι εκείνη», τους φώναξε.
«Εκείνη έζησε μέχρι το τελευταίο λεπτό τη ζωής της όπως γούσταρε, ελεύθερη από προκαταλήψεις. Ο θάνατος την πήρε ενώ χόρευε το χορό της επιλογής της. Εσάς θα σας βρει θεατές, να παρακολουθείτε τις επιλογές των άλλων»…
Μπήκε ξανά μέσα στο σπίτι της. Το αίμα στην πληγή είχε σταματήσει από ώρα. Αναρωτήθηκε αν είναι τελικά όλα θέμα επιλογής. Αν είχε επιλέξει να μην παρακολουθεί απορροφημένη τους γείτονες ενώ έκοβε τα λαχανικά, πιθανότατα δεν θα είχε κοπεί.
Κάθε απόφαση μικρή ή μεγάλη, έχει αντίκτυπο. Εκείνη ήταν απρόσεκτη πάνω στην ρουτίνα του μαγειρέματος και αυτοτραυματίστηκε. Οι γείτονες της ήταν απερίσκεπτοι με τις αυτοκαταστροφικές επιθυμίες τους και πλήρωσαν το τίμημα.
Σκέφτηκε πως είναι εύκολο να μιλάμε για επιλογές και να μην κάνουμε αναφορά στο κόστος. Όλες οι επιλογές, όλες οι επιθυμίες, εξαργυρώνονται σε θετικές ή αρνητικές συνέπειες.
Πόσο ηθικό ή συναισθηματικό βάρος μπορεί να σηκώσει ο καθένας όσον αφορά στις επιθυμίες του είναι προσωπική υπόθεση, όπως προσωπική επιλογή είναι το πόσα θα ρισκάρει για να τις δει να υλοποιούνται. Εκείνη θεωρούσε πως μερικά εκστατικά λεπτά ηδονής δεν άξιζαν το ρίσκο.
Αν είναι η επιθυμία να σε καταστρέψει, ας είναι τουλάχιστον για κάτι που αξίζει…
“Αν είναι η επιθυμία να σε καταστρέψει, ας είναι τουλάχιστον για κάτι που αξίζει…”
Μια κουβέντα που σηκώνει πολύ μεγάλη συζήτηση μιας κι έχει αναρίθμητες προσεγγίσεις και ερμηνείες.
Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να μαζευόμασταν όλοι και να την πραγματοποιούσαμε κάποτε!
Και, μέχρι τότε, τα συγχαρητήριά μου, Ιωάννα μου για το εξαιρετικό (από κάθε πλευρά) κείμενό σου!
Όπου συγκεντρώσεις και συζητήσεις, εγώ είμαι μέσα. Σε ευχαριστώ, Βάσω μου, για τα όμορφα και πάντα ενθαρρυντικά σχόλια σου!
Υποκλίνομαι για άλλη μια φορά στο κείμενο σου
Κάτι σαν το “αποχρώσεις του γκρίζου” αλλά όχι στη περιγραφή αλλά στον προβληματισμό! …αξίζει? και που είναι το τέλος? συμφωνώ μαζί σου, μοιάζει με την αυτοεπιταχυνόμενη εξέλιξη της επιθυμίας για ναρκωτικά. Το μεταφέρεις πολύ καλά. Εξαιρετικό!