Στις όχθες του Αχέροντα την μνήμη σου απόθεσα.
Κει, που το κελάρυσμα την ακοή
απαλύνει και ανεχόρταγα οι καταβόθρες
προς τις πηγές του Άδη ροβολούν.
Κει, απομεσήμερο καλοκαιριού,
ακούμπαγες το βλέμμα σου,
μην, τάχα, κι ανταμώσεις αόρατες ψυχές
να σκούζουν στα χαλάσματα.
Αέναη Μνήμη, σαδιστική, καρφώθηκε
στου νου το εύρος.
Κι οι σκιές, φαντάσματα νεκρών όμοιες,
κι οι σκιές της αγάπης μας, ξέπνοες,
την λίμνη την Αχερουσία διάβηκαν.
Κι αρνούνται, αρνούνται να κατέβουν
στα δώματα του Άδh,τ΄ αραχνιασμένα.
Γυρνούν απεγνωσμένα αναζητώντας σε.
Μάταια!
– Διαβείτε, διαβείτε, Σκιές μου αγαπημένες.
Δεν είναι ‘δω, τα μάτια του
σε άλλα μάτια σεργιανίζουν,
απλώθηκε η ψυχή του σε άλλης
θάλασσας αγκάλιασμα, αυτό που
τόσο μαζί κάποτε ονειρευτήκαμε.
Μαζί; Ήταν ποτέ μαζί;
Ή μήπως ονειροφαντασία ήτανε.
στις όχθες του Αχέροντα,
στην πύλη του Θανάτου;
_
γράφει η
0 Σχόλια