–
γράφει ο Άγγελος Κουτσούκης
–
Ο Καζούο Ισιγκούρο είναι ο νικητής του βραβείου Νόμπελ λογοτεχνίας του 2017 και το βιβλίο «Αχνή θέα των λόφων» είναι το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε.
Συνολικά έχει γράψει επτά μυθιστορήματα τα οποία έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 50 γλώσσες. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς της εποχή μας.
Τα μυθιστορήματα του «Τα απομεινάρια μιας μέρας» και «Μη μ’ αφήσεις ποτέ», μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο με μεγάλη επιτυχία. Έχει κερδίσει το βραβείο Booker το 1989 και κάθε του νέα δουλειά αποτελεί λογοτεχνικό γεγονός. Γεννήθηκε το 1954 στο Ναγκασάκι αλλά μεγάλωσε στη Μεγάλη Βρετανία.
Όπως ακριβώς και η ηρωίδα του πρώτου του μυθιστορήματος . Η «Αχνή θέα των λόφων» περιγράφει την ζωή της Ετσούκο, μιας μεσήλικης Γιαπωνέζας που ζει στην Αγγλία σε δύο επίπεδα. Στο παρελθόν και στο παρόν. Στο παρόν προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την πρόσφατη αυτοκτονία της μεγάλης της κόρης, ενώ καταφεύγοντας στο παρελθόν ξαναζεί με ιδιαίτερη ένταση ένα ζεστό καλοκαίρι στο Ναγκασάκι, όπου εκείνη και οι φίλες της αγωνίζονται να συνεχίσουν τη ζωή τους μετά τον πόλεμο.
Και στις δύο περιπτώσεις, η ηρωίδα προσπαθεί να καταλάβει την ζωή. Βέβαια, άλλο πράγμα η ζωή μιας νεαρής κοπέλας και άλλο πράγμα η ζωή μιας μεσήλικης γυναίκας. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, υπάρχουν ερωτηματικά, που ο χρόνος δεν έχει λύσει.
Στο παρελθόν υπάρχει η Σατσίκο, μια φίλη της εκείνου του καλοκαιριού. Στο παρόν, υπάρχει η Νίκι, η δεύτερη κόρη της που έρχεται να ζήσει για λίγες μέρες μαζί της. Ούτε η μία, στο παρελθόν, ούτε η άλλη στο παρόν, μπόρεσαν να την βοηθήσουν να απαντήσει σε κάποια από τα ερωτήματα που έχει μέσα της.
Ο Ισιγκούρο καταθέτει στην «Αχνή θέα των λόφων» την ιαπωνική οπτική κάποιου που διατηρεί μνήμες από την Ιαπωνία, αμέσως μετά την καταστροφή της από τους Αμερικανούς στο τέλος του Β’ παγκόσμιου πολέμου. Στην ομιλία του αποδοχής του βραβείου Νόμπελ, αναφερόμενος στη διαδικασία συγγραφής του συγκεκριμένου βιβλίου, αναφέρει τα εξής: Είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι η Ιαπωνία «μου» ίσως να μην αντιστοιχούσε και πολύ σε κάποιο μέρος στο οποίο μπορούσα να πάω με το αεροπλάνο. Ότι ο τρόπος ζωής για τον οποίο μιλούσαν οι δικοί μου και τον οποίο θυμόμουν από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια είχε εξαφανιστεί σε μεγάλο βαθμό τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70. Κι ότι, σε κάθε περίπτωση, η Ιαπωνία που υπήρχε στο μυαλό μου ήταν ανέκαθεν μια συναισθηματική κατασκευή, φτιαγμένη με τις αναμνήσεις, τη φαντασία και τις εικασίες ενός παιδιού. Και ίσως το πιο σημαντικό απ’ όλα, καταλάβαινα πως, χρόνο με το χρόνο, όσο μεγάλωνα, αυτή η δική μου Ιαπωνία γινόταν όλο και πιο αχνή». Δεν ξέρω αν ήταν αυτό το συναίσθημα, ότι η Ιαπωνία «μου» ήταν κάτι τόσο μοναδικό και τρομερά εύθραυστο ταυτόχρονα, κάτι που δεν μπορούσε να λάβει υπόσταση έξω από μένα, που με οδήγησε να δουλέψω σε εκείνο το μικρό δωματιάκι στο Νόρφοκ. Αυτό που έκανα ήταν να βάλω στο χαρτί τα ξεχωριστά χρώματα, τα ήθη, την εθιμοτυπία εκείνου του κόσμου. Την αξιοπρέπεια του, τις ατέλειές του. Όλα όσα είχα ποτέ σκεφτεί γι’ αυτόν τον τόπο, πριν ξεθωριάσουν για πάντα στο μυαλό μου. Ήταν η επιθυμία μου να ξαναχτίσω την Ιαπωνία μου και να την ασφαλίσω μέσα στην αφήγηση, ώστε μετά να μπορώ να δείξω ένα βιβλίο και να πω «Ναι, εδώ είναι η Ιαπωνία μου, εδώ μέσα».
Αυτός είναι ο τρόπος που σκέφτεται και η ηρωίδα του βιβλίου του. Μεσήλικας πια η ίδια, νιώθει την Ιαπωνία της νιότης της να ξεθωριάζει. Και προσπαθεί να την κρατήσει ζωντανή, για την ίδια.
«Η μνήμη, όπως διαπιστώνω, μπορεί να είναι κάτι το αναξιόπιστο. Ενίοτε
είναι έντονα χρωματισμένη από τις συνθήκες υπό τις οποίες κάποιος θυμάται και αναμφίβολα, το ίδιο ισχύει και για ορισμένες από τις αναμνήσεις που έχω συγκεντρώσει εδώ», σκέφτεται η μεσήλικη πια ηρωίδα του Ισιγκούρο.
Η «Αχνή θέα των λόφων» ξεθωριάζει μέσα της αλλά μπορεί ακόμα να θυμάται το συναίσθημα της μέσα στο ζεστό καλοκαίρι, σχεδόν μισό αιώνα πριν, αμέσως μετά την ρίψη της ατομικής βόμβας στο Ναγκασάκι. «Είναι τόσο ωραία εδώ που ήρθαμε. Σήμερα αποφάσισα πως θα είμαι αισιόδοξη. Είμαι αποφασισμένη να έχω ένα ευτυχισμένο μέλλον. Η κυρία Φουτζιβάρα πάντοτε μου λέει πόσο σημαντικό είναι να κοιτάζουμε μπροστά. Και έχει δίκιο. Αν οι άνθρωποι δεν το έκαναν αυτό, τότε όλα αυτά θα είχαν παραμείνει ερείπια».
Η «Αχνή θέα των λόφων» είναι ένα μυθιστόρημα γεμάτο ζωή, ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν να γίνονται μακρινά, στο βάθος του χρόνου. Όσο παραμένουν ζωντανά μέσα μας, εξακολουθούν να υπάρχουν.
0 Σχόλια