Ας πάρουμε τον Σπαρτιάτη Λεωνίδα: παρήγγειλλε στην Βασίλισσά του να μην κλάψει · διότι «Ω ξειν αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι…». Έτσι κι έμεινε στην αιωνιότητα, που με όσες δυνάμεις του απέμεναν έριξε το βέλος στον Ξέρξη. Και τον τρύπησε ανεπανόρθωτα πριν πέσει.
Κι ύστερα έπεσε. Πέρασε στην αιωνιότητα. Και η Βασίλισσα δεν έκλαψε, ούτε ο γιος της. Δεν έκλαψε ούτε όταν, στον αποχωρισμό, τού έδωσε το μενταγιόν της, και ο γιός του την περικεφαλαία του. Και δεν γύρισε το βλέμμα του πίσω ούτε μια φορά. Έτσι το συνήθιζαν οι Λακεδαιμόνιοι.
Η Μαρία Αντουανέττα, έστω και αν άσπρισαν τα μαλλιά της την τελευταία νύχτα στο κελί της, το πρωί, φόρεσε κόκκινο φόρεμα. Για να μην χτυπάει το αίμα της λεμητόμου, άσχημα πάνω στο κόκκινο χρώμα.
«Αν θέλεις ειρήνη προετοιμάσου για πόλεμο». Ένας νέος κατεβάζει τη σημαία και πέφτει νεκρός από το εχθρικό χέρι. Μήπως και στον εμφύλιο, αδελφικό δεν ήταν το πυροβόλο όπλο…(;). Δεν μάθαμε. Δυστυχώς.
Ο Γουίλιαμ Γουάλας δεμένος σε κρεβάτι κάτω από τη λαιμητόμο. Το πλήθος κρατά την ανάσα του. Και όλοι περιμένουν τη δουλοπρέπεια. Εκείνος φωνάζει «Ελευθερία!…». Και μπαίνει στην αιωνιότητα.
Και οι δυο πριγκίπισσες ουδέν είπον ουδενί. Τις συνείχε δε έκστασις και φόβος. Ο θάνατος τα δημιουργεί αυτά.
Τ’ ακούτε;
ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ, είπαν και στις τρεις περιπτώσεις.
Και ας μην πάμε μακριά. Πόσες φορές ακούμε ότι διακόπηκε η λειτουργία του μετρό γιατί ΚΑΠΟΙΟΣ έπεσε στις ράγες; Πριν το σάλτο μορτάλε δεν ήμουν εγώ δίπλα στον Κάποιο και περιμέναμε μαζί τον συρμό; Ήμουν ή δεν ήμουν; Λέγεται ειρήνη αυτό το πράγμα;
Όταν ο Καζαντζάκης λέει δεν φοβάμαι τίποτε, δεν ελπίζω τίποτε, εννοεί τον θάνατο. Και δεν κλαίει ούτε τώρα. Σιγά μην φοβηθεί.
Σημείο μηδέν. Τα μυρμήγκια ακάθεκτα σκάβουν υπόγεια, και μεταφέρουν ογκόλιθους. Άραγε τι αισθανόντουσαν όταν ανέβαιναν στον ουρανό;
Αόρατο το φάσμα της σιωπής.
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
0 Σχόλια