Φύτεψα ένα κλωνί βασιλικό
στ’άδεια παρτέρια της ψυχής
ήταν ο μόνος τρόπος να πάρω τ’άρωμά του
το χάδι του τις ώρες της βροχής
δρόσιζε της σκέψης μου το καταφύγιο
με επισκέπτονταν τις άδειες ώρες στα παρτέρια της μοναξιάς
μύρωνε τους λυγμούς στους άθλιους καιρούς
ρίζωνε στα μέρη του πόνου της καρδιάς
τώρα λιγόστεψε το οξυγόνο
οι γλάστρες γέμισαν ζιζάνια και καπνό
οι αναζητήσεις ξεριζώθηκαν, άδειασαν οι κήποι
ανήμπορη μετρώ της ματαιότητας το σφυγμό
οι στράτες αραχνιασμένες, τα σχέδια χαλασμένα
φύτρωσαν αγριόχορτα στην πόρτα της σιωπής
με βήματα αποφασιστικά τρέχω στους άδειους δρόμους
κρυψώνα αλήθειας ψάχνω, με αρώματα εκείνης της εποχής
οργή μυρίζει ο αέρας, προσπαθεί να με αποτελειώσει
τη χαριστική βολή να μου τη δώσει
μα της ψυχής μου το δωμάτιο, ακόμα μοσχοβολάει βασιλικό
τις άδειες νύχτες, τ’άστρα να το φωτίσουν, προσκαλώ.
_
γράφει η Ελένη Φλεμετάκη
0 Σχόλια