Μέσα καλοκαιριού και οι καύσωνες είχαν αρχίσει να πολιορκούν τις όμορφες καλοκαιρινές μέρες. Tα τζιτζίκια είχαν ξεκινήσει τη συναυλία της θερμής ημέρας παίρνοντας τη σκυτάλη από τα τριζόνια που είχαν ολοκληρώσει τη μουσική παράσταση της νύχτας…
“Θυμάσαι”, είπε η Άννυ “πόσο λαχταρούσαμε να έρθει το καλοκαίρι;”
“Πως μπορώ να τα ξεχάσω;” απάντησε η Μαρία. “Για τις άλλες εποχές είχαν κανονίσει άλλοι, τα καλοκαίρια όμως ήταν όλα δικά μας.”
Καθισμένες στις σιδερένιες παραδοσιακές καρέκλες με τα κεντημένα μαξιλαράκια της γιαγιάς να ακουμπάνε το καμένο από τον ήλιο δέρμα τους. Πάνω στο ξεθωριασμένο τραπέζι ένας ξύλινος δίσκος, με δύο ζωγραφισμένα ποτήρια με παγωμένο νερό και βυθισμένα δυο κουταλάκια με βανίλια υποβρύχιο. Πόσες ώρες είχαν περάσει σε αυτήν την βεράντα καθισμένες σταυροπόδι να μιλάνε ως τα ξημερώματα και η μάνα από μέσα να φωνάζει:
“Σταματήστε να κακαρίζετε και μπείτε μέσα για ύπνο. Έχετε ξεσηκώσει τη γειτονιά”. Και αυτές να αλλάζουν πόδι και να συνεχίζουν την κουβέντα.
Πόσα να πεις μέσα σε ένα καλοκαίρι…
Η Μαρία και η Άννυ γεννήθηκαν σε ένα νησί του Ιουνίου και ήταν καλοκαίρι. Σύμπτωση. Ήταν τόσο ίδιες που ακόμα και η μάνα τους τις είχε βάλει βραχιολάκια για να τις ξεχωρίζει. Τόσο γλυκές, με χρυσαφένια σγουρά μαλλιά και κάτασπρο δέρμα. Αλλά αυτό που τις χαρακτήριζε ήταν η αγάπη που είχε η μία για την άλλη. Τις έβλεπες συνέχεια μαζί να χάνονται στα παιχνίδια στις ακρογιαλιές και τα βράδια να δραπετεύουν στην πλατειά για λίγο παιχνίδι ακόμα. Στα δυο τους χωρίστηκαν, επειδή κάποιοι άλλοι είχαν επιλέξει την πορεία της μοίρας τους.
Λίγα πράγματα μπορούσαν να ακούσουν οι μικρές από τις χαραμάδες των παντζουριών που έκλειναν όταν γινόταν οι συζητήσεις. Ακόμα λιγότερα καταλάβαινε το μυαλουδάκι τους, ήταν τόσο μικρό για να χωρέσει όλα αυτά τα γεγονότα. Η λέξη “διαζύγιο” ήταν η μόνη που κυριαρχούσε στους αυξημένους τόνους των καυγάδων των γονιών τους, και την άκουγαν ξανά και ξανά.
“Δεν μπορούμε να ζήσουμε με αυτές τις συνθήκες.” Έτσι έλεγε στην μάνα τους όταν της ανακοίνωσε ότι θα φύγει για το εξωτερικό. Εκτός από την δίνη των διαπληκτισμών έπρεπε να δει τι θα κάνει και με την δουλειά του. Ψαράς στο επάγγελμα. Οι δουλειές στο νησί όμως είχαν δυσκολέψει. Πολλοί γύρισαν πίσω στην πατρίδα από τις μεγαλουπόλεις, μετά την φουρτούνα των απολύσεων. Για ένα κομμάτι ψωμί οι περισσότεροι, έγιναν ψαράδες. Εύκολο χρήμα το θεωρούσαν μερικοί, χωρίς καμιά εμπειρία αλλά μπόλικο μεράκι για την θάλασσα. Τα δύσκολά όμως στις φουρτούνες φαίνονται.
“Δεν μπορώ να μείνω, έχω χάσει κάθε ελπίδα κάθε όνειρο για την ζωή .” Έλεγε και ξαναέλεγε. Η ζωή τους είχε γίνει ένα καθημερινό τηλεπαιχνίδι με θεατές τα ίδια τα παιδιά τους, και παίχτες δυο ανθρώπους που είχαν κάνει τη ζωή τους μια ρουλέτα ρουτίνας. Έτσι το διαζύγιο δεν άργησε να έρθει.
Η μάνα όμως έπρεπε να χωρίσει τα παιδιά της. Η αναπηρία που την είχε καθηλώσει στο καροτσάκι δεν της επέτρεπε να κάνει και πολλά, πόσο μάλλον να φροντίζει δυο κορίτσια μόνη της. Αδύνατον να δουλέψει, ό,τι μπορούσε έβγαζε από τα εργόχειρα που κεντούσε και πουλούσε στο μικρό παραδοσιακό μαγαζάκι του θείου της. Δεν ήθελε να το δεχτεί, άλλα δυστυχώς έτσι έπρεπε να γίνει “Τουλάχιστον να μεγαλώσουν τα κορίτσια μου ανθρώπινα να μην τους λείψει τίποτα”, μονολογούσε ξανά και ξανά. Όσο και αν πονούσε η λογική την καρδιά, έπρεπε να την χωρίσει στα δυο και έτσι έγινε.
Έτσι ήταν τα καλοκαίρια τους. Γεύση δροσερής βανίλιας υποβρύχιο, μιας αίσθησης που, όταν τελείωνε, έλεγες πότε θα γυρίσουν οι εποχές να ξαναγεμίσεις το κουταλάκι με γλυκές αναμνήσεις.
Αυτό το καλοκαίρι όμως ήταν διαφορετικό. Δεν θα χρειαζόταν να ξαναχωρίσουν. Είχαν περάσει είκοσι χρόνια από τότε, συνειδητοποιημένες γυναίκες τώρα πια, είχαν βρει τους άντρες της ζωής τους στο νησί. Δυο άξια αγόρια που ήταν ερωτευμένες μαζί τους από τότε που ήταν παιδιά. Θα παντρεύονταν τον Αύγουστο και θα έμεναν εκεί για πάντα μαζί, για πάντα στο νησί.
Γύρισαν και οι δύο το βλέμμα τους και κοίταξαν τη θάλασσα. Τα γαλάζια νερά της ενωνόταν με το γαλάζιο του ουρανού. Μέχρι και οι ομορφιές της φύσης έδειχναν τα σημάδια τους.
Αγκαλιάστηκαν σφιχτά.
Κάποτε καταράστηκαν την τύχη που τις χώρισε, τώρα την ευγνωμονούσαν που τις ένωσε.
Έδιωξαν στον πάτο της ψυχής τους τις κακές στιγμές και κράτησαν πάνω-πάνω τις γλυκές αναμνήσεις του καλοκαιριού, τη γεύση της δροσερής βανίλιας υποβρύχιο και τα φεγγαρόλουστα βράδια με το άρωμα του ανθισμένου γιασεμιού.
_
γράφει η Δέσποινα Γκουτζολίκα
Τρυφερό, συγκινητικό και ανθρώπινο!
Ευχαριστώ πολύ Ματίνα!!!
Δέσποινα πολύ γλυκιά κι αυθεντική η ιστορία σου!!!
Πιθανόν και βιωματική.
Με άγγιξε!!!
Μπράβο!!
Ευχαριστώ πολύ Ελένη μου…
Χαίρομαι που σου άρεσε…
Όλοι κάπου μέσα μας κρύβουμε ένα δικό μας καλόκαιρι… με γέυση βανίλια υποβρύχιο…
Φιλιά…
Η ιστορια σας αγγιζει ψυχες.Αυθεντικη!!
Σας ευχαριστώ πολύ…
Άγγιγμα ψυχής… μέσα απο τις εικόνες τις ζωής…
Καλό βράδυ…
Όμορφο…
Ευχαριστώ πολύ!!!
ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΠΟΛΥ…..ΜΠΡΑΒΟ
Ευχαριστώ πολύ…
Πολύ τρυφερό μπράβο σας!!!
Σας ευχαριστώ πολύ…!!!
Μπραβο Δεσποινα! θα το διαβαζω στον γιο μου για να πλαθει ομορφες καλοκαιρινες εικονες!
Χαίρομαι…ευχαριστώ πολυ!!
Υπέροχο!!!!! Τρυφερό και γεμάτο Ελλάδα…
Ευχαριστώ πολύ ?