Ξέρεις, μου μοιάζει όλο αυτό σαν βαρκάδα.
Στη μέση του σύμπαντος.
Κουκίδα ασήμαντη.
Να θες να βγεις να ξεσκάσεις.
Να πας μια βόλτα στα μαγαζιά.
Να μυρίζεις τον αέρα στην Αιόλου,
Τα ασβεστωμένα παρτέρια
της παλιάς πόλης,
Τα πεύκα του Σειχ – Σου,
Το μοναστήρι της Σκαφιδιάς,
Το λιμάνι στο Φισκάρδο,
Τον φάρο στο Καράμπουρνο,
Τις εφτά βαγιές,
Τα κόκκινα πτερώματα στην Ιθώμη
Αλλά είμαστε στη μέση του Ωκεανού
Μέσα στο μικρό μας σκάφος.
Σε διπλανές καμπίνες
Είσαι ο εξομολογητής μου.
Είμαι ο καθρέφτης σου.
Είσαι ο ράφτης μου.
Είμαι το υπόστεγο στη στάση.
Όταν βρέχει.
Μιλάμε.
Ονειρευόμαστε μια άνοιξη στη Πράγα η στο Βερολίνο
Η ένα ολόγιομο φεγγάρι.
Ανοιχτά στο Ταίναρο.
Σαν τελευταίος Αύγουστος.
Η ένα ήσυχο απόβραδο στο νησί.
Να είσαι ξαπλωμένη στη ζέστη άμμο
Να σου λέω παραμύθια απ’ την ζωή μου
Να μου λες για τον πατέρα σου.
Να σου λέω για την ψυχή μου
Να μιλάς σιγά.
Να κουνάω τα χέρια μου.
Να περνάει μια κηδεία μπροστά μας
Οι άνδρες με μαύρες γραβάτες.
Κοντομάνικα με πένθιμο περιβραχιόνιο.
Οι γυναίκες μαζεμένα τα ξανθά τους μαλλιά.
Επιμελώς, πίσω.
Κόκκινα μάτια.
Μαύρα γυαλιά σε χρυσαφί σκελετό.
Απομεινάρια ανεμελιάς.
Εχθές, προχθές, ποιος σκεφτόταν τον θάνατο;
Αύριο θα λύσουν την κόμη.
Σαν δόκανο.
Οι άντρες θα βγάλουν τις μαύρες γραβάτες.
Θα ανοίξουν δυο κουμπιά στο πουκάμισο
φτύνοντας στις άγριες χούφτες τους.
Θα γυρίσουν τον τροχό
ζωσμένοι εκρηκτικές σκέψεις.
Η ζωή θα αναζητά νέα πρόσωπα.
Δίδυμα.
Σφιχταγκαλιασμένα σε μήτρες.
Είμαστε στη μέση του ωκεανού.
Κουκίδα ασήμαντη.
Ψυχές σε κατάσταση εμπόλεμη.
Κρατάμε τα χαλινάρια του ονείρου
Σε λέξεις.
Σε παλιές εικόνες.
Σε κόκκινα τετράδια.
Καψούλια βραδύκαυστα.
Κι αδειάζουμε πατόνερα στην θάλασσα.
Γύρω μας.
Μέσα μας.
_
γράφει ο Φώτης Λούκας
0 Σχόλια