Βιργιλίου, «Αινειάδα» (απόσπασμα)
μετάφραση, σχόλια Ελευθερία Μπέλμπα
Το έβδομο βιβλίο της «Αινειάδας» ουσιαστικά αποτελεί την έναρξη του δεύτερου μέρους του έπους του Βιργιλίου που χαρακτηρίζεται ως «Ρωμαϊκή Ιλιάδα». Θέμα είναι η άφιξη στην Ιταλία των Τρώων που επιδιώκουν να εγκατασταθούν μόνιμα διεξάγοντας πολεμικές επιχειρήσεις, ενώ η θεά Ήρα καταφέρεται εναντίον της προσπάθειάς τους προβάλλοντας εμπόδια. Στο όγδοο βιβλίο εξιστορείται ο πόλεμος που διεξάγουν οι Λατίνοι κατά των Τρώων. Στους στίχους 608-731 η Αφροδίτη συναντά τον Αινεία, του παραδίδει τον πολεμικό του εξοπλισμό και την ασπίδα που του κατασκεύασε ο Ήφαιστος[1].
- Virgili Maronis, Aeneidos, liber octavus [βιβλίο VIII] (στ. 608- 731)
At Venus aetherios inter dea candida nimbos
dona ferens aderat; natumque in ualle reducta
ut procul egelido secretum flumine uidit, 610
talibus adfata est dictis seque obtulit ultro:
‘en perfecta mei promissa coniugis arte
munera. ne mox aut Laurentis, nate, superbos
aut acrem dubites in proelia poscere Turnum.’
dixit, et amplexus nati Cytherea petiuit, 615
arma sub aduersa posuit radiantia quercu.
ille deae donis et tanto laetus honore
expleri nequit atque oculos per singula uoluit,
miraturque interque manus et bracchia uersat
terribilem cristis galeam flammasque uomentem, 620
fatiferumque ensem, loricam ex aere rigentem,
sanguineam, ingentem, qualis cum caerula nubes
solis inardescit radiis longeque refulget;
tum leuis ocreas electro auroque recocto,
hastamque et clipei non enarrabile textum. 625
illic res Italas Romanorumque triumphos
haud uatum ignarus uenturique inscius aeui
fecerat ignipotens, illic genus omne futurae
stirpis ab Ascanio pugnataque in ordine bella.
fecerat et uiridi fetam Mauortis in antro 630
procubuisse lupam, geminos huic ubera circum
ludere pendentis pueros et lambere matrem
impauidos, illam tereti ceruice reflexa
mulcere alternos et corpora fingere lingua.
nec procul hinc Romam et raptas sine more Sabinas 635
consessu caueae, magnis Circensibus actis,
addiderat, subitoque nouum consurgere bellum
Romulidis Tatioque seni Curibusque seueris.
post idem inter se posito certamine reges
armati Iouis ante aram paterasque tenentes 640
stabant et caesa iungebant foedera porca.
haud procul inde citae Mettum in diuersa quadrigae
distulerant (at tu dictis, Albane, maneres!),
raptabatque uiri mendacis uiscera Tullus
per siluam, et sparsi rorabant sanguine uepres. 645
nec non Tarquinium eiectum Porsenna iubebat
accipere ingentique urbem obsidione premebat;
Aeneadae in ferrum pro libertate ruebant.
illum indignanti similem similemque minanti
aspiceres, pontem auderet quia uellere Cocles 650
et fluuium uinclis innaret Cloelia ruptis.
in summo custos Tarpeiae Manlius arcis
stabat pro templo et Capitolia celsa tenebat,
Romuleoque recens horrebat regia culmo.
atque hic auratis uolitans argenteus anser 655
porticibus Gallos in limine adesse canebat;
Galli per dumos aderant arcemque tenebant
defensi tenebris et dono noctis opacae.
aurea caesaries ollis atque aurea uestis,
uirgatis lucent sagulis, tum lactea colla 660
auro innectuntur, duo quisque Alpina coruscant
gaesa manu, scutis protecti corpora longis.
hic exsultantis Salios nudosque Lupercos
lanigerosque apices et lapsa ancilia caelo
extuderat, castae ducebant sacra per urbem 665
pilentis matres in mollibus. hinc procul addit
Tartareas etiam sedes, alta ostia Ditis,
et scelerum poenas, et te, Catilina, minaci
pendentem scopulo Furiarumque ora trementem,
secretosque pios, his dantem iura Catonem. 670
haec inter tumidi late maris ibat imago
aurea, sed fluctu spumabant caerula cano,
et circum argento clari delphines in orbem
aequora uerrebant caudis aestumque secabant.
in medio classis aeratas, Actia bella, 675
cernere erat, totumque instructo Marte uideres
feruere Leucaten auroque effulgere fluctus.
hinc Augustus agens Italos in proelia Caesar
cum patribus populoque, penatibus et magnis dis,
stans celsa in puppi, geminas cui tempora flammas 680
laeta uomunt patriumque aperitur uertice sidus.
parte alia uentis et dis Agrippa secundis
arduus agmen agens, cui, belli insigne superbum,
tempora nauali fulgent rostrata corona.
hinc ope barbarica uariisque Antonius armis, 685
uictor ab Aurorae populis et litore rubro,
Aegyptum uirisque Orientis et ultima secum
Bactra uehit, sequiturque (nefas) Aegyptia coniunx.
una omnes ruere ac totum spumare reductis
conuulsum remis rostrisque tridentibus aequor. 690
alta petunt; pelago credas innare reuulsas
Cycladas aut montis concurrere montibus altos,
tanta mole uiri turritis puppibus instant.
stuppea flamma manu telisque uolatile ferrum
spargitur, arua noua Neptunia caede rubescunt. 695
regina in mediis patrio uocat agmina sistro,
necdum etiam geminos a tergo respicit anguis.
omnigenumque deum monstra et latrator Anubis
contra Neptunum et Venerem contraque Mineruam
tela tenent. saeuit medio in certamine Mauors 700
caelatus ferro, tristesque ex aethere Dirae,
et scissa gaudens uadit Discordia palla,
quam cum sanguineo sequitur Bellona flagello.
Actius haec cernens arcum intendebat Apollo
desuper; omnis eo terrore Aegyptus et Indi, 705
omnis Arabs, omnes uertebant terga Sabaei.
ipsa uidebatur uentis regina uocatis
uela dare et laxos iam iamque immittere funis.
illam inter caedes pallentem morte futura
fecerat ignipotens undis et Iapyge ferri, 710
contra autem magno maerentem corpore Nilum
pandentemque sinus et tota ueste uocantem
caeruleum in gremium latebrosaque flumina uictos.
at Caesar, triplici inuectus Romana triumpho
moenia, dis Italis uotum immortale sacrabat, 715
maxima ter centum totam delubra per urbem.
laetitia ludisque uiae plausuque fremebant;
omnibus in templis matrum chorus, omnibus arae;
ante aras terram caesi strauere iuuenci.
ipse sedens niueo candentis limine Phoebi 720
dona recognoscit populorum aptatque superbis
postibus; incedunt uictae longo ordine gentes,
quam uariae linguis, habitu tam uestis et armis.
hic Nomadum genus et discinctos Mulciber Afros,
hic Lelegas Carasque sagittiferosque Gelonos 725
finxerat; Euphrates ibat iam mollior undis,
extremique hominum Morini, Rhenusque bicornis,
indomitique Dahae, et pontem indignatus Araxes.
Talia per clipeum Volcani, dona parentis,
miratur rerumque ignarus imagine gaudet 730
attollens umero famamque et fata nepotum.
⸙ ⸙ ⸙
Μετάφραση
Αλλά η Αφροδίτη, η λευκή θεά[2], ανάμεσα στα σύννεφα του αέρα κατεύθανε
κουβαλώντας δώραꞏ και όταν είδε το γιο της σε μακρινή πεδιάδα[3]
αποτραβηγμένο σε απόσταση από το πολύ ψυχρό ποτάμι[4], 610
αφού εμφανίστηκε εκούσια σε αυτόν με τέτοια λόγια του απευθύνθηκε:
«Ορίστε τα δώρα που υποσχέθηκα με την τεχνική του συζύγου μου φτιαγμένα
και μη διστάσεις, γιε μου, είτε τους υβριστές Λαυρεντίνους
είτε τον τραχύ Τύρνο να προσκαλείς επίμονα σε μάχη».
Μίλησε έτσι η Κυθήρεια και ζήτησε εναγκαλισμούς[5] από το γιο της
τον απαστράπτοντα οπλισμό κάτω από τη δρυ αντίκρυ του άφησε.
Εκείνος ευφρόσυνος για τα δώρα της θεάς και τη μεγάλη τιμή
δεν μπορεί να τα χορτάσει και ρίχνει τα μάτια στο κάθε ένα
τα θαυμάζει και κινεί ανάμεσα στα χέρια και στους βραχίονές του[6]
τη χαίτη της θαυμαστής περικεφαλαίας σαν να έβγαλε φλόγες
και το θανατηφόρο σπαθί, τον άκαμπτο θώρακα από χαλκό
αιματώδη πελώριο, σαν κυανό νεφέλωμα 620
καθώς αρχίζει να αναφλέγεται από τις αχτίδες του ήλιου και αντικαθρεπτίζεται μακριά[7]ꞏ
έπειτα λαμπερές
περικνημίδες από ήλεκτρο και χρυσό μεταχαλκευμένο
το δόρυ και την απερίγραπτη υφή της ασπίδας[8].
Εκεί τα ιταλικά κατορθώματα και τους θριάμβους των Ρωμαίων
γνωρίζοντας από χρησμούς και μη αγνοώντας όσα επρόκειτο να συμβούν στο μέλλον[9],
εκεί είχε απεικονίσει όλο το γένος της μελλοντικής
γενιάς[10] από τον Ασκάνιο[11] και τις πολεμικές συρράξεις στη σειρά.
Και ξαπλωμένη για θηλασμό[12], στη σπηλιά του Άρη, είχε φιλοτεχνήσει 630
μια λύκαινα και παρόμοια νεογνά
να κινούνται κρεμασμένα από τα στήθη της μάνας τους
και να γλύφουν άφοβαꞏ εκείνη είχε λυγίσει το μακρύ λαιμό της
να θωπεύει το καθένα και με τη γλώσσα να τους σκουπίζει το σώμα[13].
Όχι μακριά από εδώ (εικόνιζε) τη Ρώμη και τις Σαβίνες που απήχθησαν
χωρίς σεβασμό 635
από την ομήγυρη του θεάτρου, ενώ τελούνταν οι μεγάλες ιπποδρομίες[14]
και αναπάντεχα άρχισε νέος πόλεμος.
Ανάμεσα στους απογόνους του Ρωμύλου και στο γέροντα Τάτιο
και στους αυστηρούς Κυρίτες.
Αργότερα οι ίδιοι οι βασιλείς, αφού έπαυαν τη μεταξύ τους μάχη
εξοπλισμένοι και κρατώντας φιάλες βρέθηκαν μπροστά στο βωμό του Δία[15] 640
και αφού έσφαξαν ένα θηλυκό γουρούνι, έκαναν συνθήκες[16].
Όχι μακριά από δω ταχύτατα άρματα τον Μέττιο σε κομμάτια[17]
διασπούσαν (αλλά εσύ, Αλβανέ, μακάρι να έμενες σταθερός στα λόγια σου!)
και έσερνε ο Τούλλος τα σπλάχνα του υποκριτή άντρα
ανάμεσα στα δάση και στα αγκάθια έσταζαν ραντισμένα αίμα. 645
Παρόμοια αλλού ο Προσήννας διέταξε τον εξόριστο Ταρκύνιο[18]
να κρατήσουν στην πόλη και με πολιορκία τεράστια την πίεζε‧
οι Αινειάδες[19] προσέφευγα στα όπλα για χάρη της ελευθερίας.
Εκείνον (τον Προσήννα) όμοιο με αγανακτισμένο και όμοιο με κάποιον
που απειλεί
παρατηρείς, επειδή ο Κόκλητας τολμούσε να διασπάσει[20] 650
τη γέφυρα και η Κλοιλία[21] διέπλεε το ποτάμι, αφού έσπαζε τα δεσμά της.
Στο υψηλότερο σημείο της Ταρπηίας ακρόπολης ο Μάνλιος
στεκόταν φρουρός στο ιερό (του Δία), υπερασπιζόταν το υψηλό Καπιτώλιο[22]
και από το καλάμι του Ρωμύλου[23] σείονταν το νέο ανάκτορο
και εδώ (στο Καπιτώλιο) αργυρή χήνα[24] πετώντας στις χρυσές 655
στοές προμηνούσε ότι ο Γαλάτες[25] προσεγγίζουν τη είσοδο
οι Γαλάτες έφταναν μέσα στα βάτα και την ακρόπολη κρατούσαν
προφυλαγμένοι στο σκοτάδι και στο δώρο[26] του νυχτερινού καλύμματος.
Αυτοί είχαν χρυσή κόμη και χρυσά ενδύματα από πορφυρούς μανδύες
λάμπουν και οι λευκοί τους τράχηλοι 660
πλέκονται με χρυσό‧ δυο μακριά ακόντια
Αλπικά ο καθένας
κρατούσε στα χέρια προστατεύοντας το κορμί με μακριές ασπίδες.
Στο σημείο αυτό είχε σκαλίσει τους Σάλιους και τους γυμνούς Λυκαίους[27] να χορεύουν
και τα μάλλινα σκουφιά και τις ράβδους που από τον ουρανό
έπεσαν‧ έφερναν από την πόλη τα ιερά σκεύη 665
πάνω σε τετράκυκλες μαλακές άμαξες. Μακριά από αυτό το σημείο προσθέτει
το βασίλειο του Τάρταρου, τις βαθιές πύλες του Άδη
και εσένα, Κατιλίνα, καρφωμένο από επικίνδυνο
βρόχο να τρέμεις τις μορφές των Ερινυών
και τους ευσεβείς, χωρισμένους από τους άλλους‧ τον Κάτωνα[28]
να θεσπίζει νόμους σ’ αυτούς 670.
Ανάμεσα σ’ αυτές (τις αναπαραστάσεις)[29] κινούνταν εκτενής εικόνα χρυσή[30]
της τρικυμισμένης
θάλασσας, αλλά αφρίζουν τα γαλάζια νερά απ’ το λευκό αφρό της
και δελφίνια λάμποντας απ’ το ασήμι σε σχήμα κύκλου τριγύρω
το πέλαγο σάρωναν με τις ουρές του και έσχιζαν τα κύματα.
Στη μέση της θάλασσας χάλκινους στόλους της ναυμαχίας του Ακτίου 675
ήταν δυνατό να δει κανείς και ολόκληρο το Λεκάτη[31] θα έβλεπες
να βράζει από την πολεμική ετοιμασία και να αστράφτουν τα θαλάσσια κύματα
(από την ακτινοβολία αρμάτων).
Από εδώ ο Αύγουστος Καίσαρ κατευθύνοντας τους καλούς στις μάχες
με τους συγκλητικούς και το λαό με τους εφέστιους και μεγάλους θεούς
καθώς στεκόταν στην επιβλητική πρύμνη, οι κρόταφοί του τινάσσουν δυο φλόγες 680
πυρώδεις καις την κορυφή παρουσιάζεται το πατρικό αστέρι.
Αλλού με ανέμους ευεργετικούς και τους θεούς ο Αγρίππας (εικονίζεται)
οδηγώντας το άγημα όρθιος‧ αυτού, περήφανου σημάδι του πολέμου,
φλέγονται οι κρόταφοι από τη ναυτική ραβδοειδή κορώνα[32].
Από εκεί με βαρβαρική δύναμη και διάφορα όπλα ο Αντώνιος[33] 685
παριστάνεται νικητής από τους λαούς της Ανατολής και την Ευρθρά θάλασσα.
Δυνάμεις αιγυπτιακές και της ανατολής και τα ακραία Βάκτρα[34]
μαζί του μεταφέρει και τον ακολουθεί (ντροπή!) Αιγύπτια σύζυγος[35]‧
όλοι από κοινού εξορμούσαν και άφριζε από το σκαμπανέβασμα
των κουπιών και από τα τρίδοντα έμβολα του πλοίου ολόκληρος ο ωκεανός. 690
Ζητούν τα βαθιά‧ θα πίστευε κανείς ότι στο πέλαγος, αφού αποσπάστηκαν
οι Κυκλάδες, έπλεαν ή ότι τα βουνά συγκρούονταν με άλλα βουνά,
σε τόσο όγκο από τις πυργωτές πρύμνες στέκονταν οι άντρες πολεμιστές αντίκρυ.
Το αναμμένο στουπί και ο πυρωμένος σίδηρος των βελών με το χέρι
σκορπίζεται, οι αγροί του Ποσειδώνα κοκκινίζουν από τη πρόσφατη σφαγή. 695
Η βασίλισσα στη μέση με το πατρικό σείστρο τις στρατιές προσκαλεί,
διότι δε παρατηρούσε πίσω της[36] τα δίδυμα φίδια ακόμη
και τα τέρατα παντοειδών θεών[37] και ο Ανούβης με μορφή σκύλου
ενάντια στον Ποσειδώνα και την Αφροδίτη και ενάντια στην Αθηνά
φέρουν τα βέλη. Στη μέση της μάχης ο Άρης δεσπόζει 700
με σιδερένιο ξίφος και οι θλιμμένες από τον αιθέρα Ερινύες[38]
και με σκισμένο πέπλο χαρούμενη βαδίζει η διχόνοια
την οποία η θεά των πολέμων[39] ακολουθεί με ματωμένο μαστίγιο.
Ο Άκτιος Απόλλωνας[40], παρατηρώντας αυτά, τέντωνε από την άκρη το τόξο‧
όλη η Αίγυπτος και οι Ινδοί από το φόβο 705
όλοι ο ι Άραβες, όλοι οι Σαβαίοι[41] γύριζαν τα νώτα.
Η ίδια η βασίλισσα φαινόταν, αφού είχε καλέσει ευνοϊκούς ανέμους,
να φουσκώνει τα πανιά και ήδη να χαλαρώνει τα σχοινιά (των πανιών).
Εκείνη μες στη σφαγή διαβλέποντας το θάνατό της χλομή
πάνω στα κύματα να ωθείται από τον Τάπυγα[42]
και αντίκρυ εξάλλου (παράστησε) το Νείλο με μεγάλο σώμα να οδύρεται
και να επεκτείνεται και να καλεί τους ηττημένους[43] στο ένδυμά του
στο γαλάζιο κόλπο και στα σκοτεινά του ρεύματα.
Αλλά ο Καίσαρας αφού εισήλθε, με τριπλό θρίαμβο[44], στα ρωμαϊκά
τείχη, θυσίαζε στους ιταλικούς θεούς αθάνατο ανάθημα, 715
τριακόσιους ναούς τεράστιους σε ολόκληρη την πόλη.
Οι οδοί σείονταν από ευτυχία, από τους αγώνες και το θόρυβο‧
σε όλους τους ναούς χορός από μητέρες σε όλους θυσίες[45].
Μπροστά στους βωμούς αποθέταν στο χώμα σφαγμένους μόσχους
ο ίδιος ο Καίσαρας καθισμένος στη χιονισμένη είσοδο του λευκού Φοίβου
παρατηρεί τα αναθήματα των λαών και τα τοποθετεί στις περήφανες
παραστάδες[46]‧ στέκονται σε εκτενή σειρά τα νικημένα γένη
τόσο διαφορετικά στις γλώσσες, τόσο στο εθιμοτυπικό
της ενδυμασίας και των όπλων.
Στο σημείο αυτό έχει παραστήσει ο χαλκουργός Ήφαιστος το γένος των Νομάδων[47]
και άοπλους Αφρικανούς, αλλού τους Λέλεγες και τους Κάρες, τους Γελωνούς[48] 725
με τα τόξα‧ ο Ευφράτης έρεε πιο ήπια, εδώ εμφανίζει τους Μοριούς[49], πιο μακρινούς
από τους θνητούς,
και ο Ρήνος με δυο κοίτες[50], οι ανίκητοι Δάε[51]ς και ο άγριος Αράξης ποταμός[52] για γέφυρα.
Τέτοιες (παραστάσεις) θαυμάζει στην ασπίδα του Ηφαίστου, δώρα του πατέρα του[53],
και παραγκωνίζοντας (τις λεπτομέρειες) ευφραίνεται από την εικόνα[54] 730
φέροντας φορτίο στους ώμους τη δόξα και τη μοίρα των απογόνων του.
⸙ ⸙ ⸙
Βιβλιογραφία
- Αινειάδα, Βιβλίο δεύτερο. 2005. (Γκάστη, Ελ. εκδ.) Αθήνα: Αθήνα: Τυπωθήτω
- Αινειάδα, Βιβλίο VIII. 1987. (Τρομάρας, Λ. μτφ.). Αθήνα: Παπαδήμας
- Virgil, The Aeneid. 1985. (Fitzgerald, R. trans.) London: Penguin Books
- Ludwich, A. 1978. Homeri Ilias. Vol. II. Ν-Ω. Lipsiae. Αθήνα: Παπαδήμας
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] που στο εργαστήριό του μαζί με τους Κύκλωπες μάστορες κατασκεύασε την τεράστια ασπίδα του Αινεία
[2] Η Αφροδίτη είναι λευκή ανάμεσα στα λευκά νεφελώματα του αιθέρα που περιβάλλει τους θεούς. Ενδεχομένως και ο αφρός, το πρώτο συνθετικό του ονόματός της να περικλείει την έννοια του λευκού
[3] Πρόσεξε σε απόμακρο φαράγγι το γιο της λυπημένο (abtulit ultro: χωρίς να μεταμορφωθεί παρουσιάστηκε η θεά)
[4] Ο Αινείας προφανώς είχε λουστεί στο παγωμένο ποτάμι
[5] Κρατούσε τα όπλα και ζήτησε, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, να την αγκαλιάσει ο γιος της
[6] Ο Αινείς εξετάζει τα όπλα διεξοδικά (λεπτομερής περιγραφή)
[7] Όταν οι αχτίδες του ήλιου διεισδύουν στο νέφος μετά από βροχή-ο θώρακας το Αινεία ήταν έτσι κατασκευασμένος με λογής αποχρώσεις των μετάλλων σαν τα χρώματα της ίριδας
[8] Η ασπίδα του Αινεία απεικονίζει προφητικά τα συμβάντα που θα απειλούν τους απογόνους τουꞏ ο Βιργίλιος δεν περιγράφει τις αναπαραστάσεις της ρωμαϊκής ιστορίας (ο Όμηρος περιγράφει διεξοδικά τις αναπαραστάσεις στην ασπίδα του Αχιλλέα: Ομ. Ιλ. Σ 483-613)
[9] Κάποιοι εκδότες θεωρούν περιττή της επισήμανση που επαναλαμβάνεται και ότι ο στίχος έπρεπε να παραλειφθεί
[10] «genus omne»: ο Βιργίλιος κάνει συνοπτική μνεία στα θέματα της ασπίδας
[11] Η ασπίδα αποτυπώνει την περίοδο από τον Ασκάνιο μέχρι τον Καίσαρα Αύγουστο (εποχή του ποιητή), τους αλβανικούς πολέμους των Ρωμαίων που εικονίζονται στην ασπίδα
[12] Ο ποιητής παραλείπει άλλα θέματα που παρίστανε ο Ήφαιστος στην ασπίδα
[13] Η Λύκαινα έχει ξαπλώσει μέσα στο άντρο. Έχει γεννήσει και πίνουν το γάλα της τα δύο βρέφη κρεμασμένα από το λαιμό της, ο Ρωμύλος και ο Ρέμος, ενώ γλύφει α καθαρίσει τα σώματά τους
[14] Η παραπομπή στις ιπποδρομίες είναι αντιφατικό στοιχείο, αφού ο πληθυσμός ήταν φτωχός με έλλειψη ίππων, αντί των οποίων χρησιμοποιούσαν άλλα ζώα
[15] Βωμός που βρίσκεται μπροστά από το ναό του Στησίου Δία. Μετά από τη συνδρομή του Δία στο στρατό του που επανήλθες στην μάχη με τους Σαβίνους, τον έχτισε ο Ρωμύλος
[16] Η θυσία θηλυκού χοίρου ήταν αποτελεσματική, ώστε δεν επαναλαμβανόταν
[17] Ο Μέττιος Φουφέτιος νικήθηκε από τον Τούλλο Οστίλιο που ζήτησε να δέσουν σε δυο τέθριππα άρματα τα άκρα του θανατώνοντάς τον
[18] Ο Ταρκύνιος, επικεφαλής θρησκευτικών τελετών, δε θανατώθηκε
[19] Αινειάδες (Aeneadae) οι απόγονοι του Αινεία
[20] Η επίθεση των Τυρρηνών αναχαιτίζεται από ένα άτομο και γι’ αυτό οργίζεται
[21] Η Κλοιλία ήταν δεμένη. Ο Λίβιος καταγράφει ότι παρέβη τους όρους φύλαξης των ομήρων ή διέφυγε παραπλανώντας τους φρουρούς
[22] Στην ασπίδα του ο Ήφαιστος εικόνιζε το Καπιτώλιο που βρισκόταν ψηλά στην Ταρπηία ακρόπολη
[23] Η Καλαβρία Κουρία (Curia Calabra) ήταν το Βουλευτήριο- την κατασκεύασε με καλάμια ο Ρωμύλος
[24] Ιστορικά παραδίδεται ότι μια χήνα κραυγάζοντας μέσα στη νύχτα ξεσήκωσε τους Ρωμαίους για την επίθεση των Γαλατών, ώστε κόσμησαν με ομοίωμα χήνας την ακρόπολη
[25] Οι Σήνωνες ζούσαν στην Λουγδονησία (Λυών) και στην Κελτική και φιλοξένησα τον Ελευθερέα ή Διόνυσο
[26] Υπονοείται ότι ο ύπνος του φύλακα Μανλίου είναι δώρο της νύχτας (dono noctis) που ευνοεί τους Γαλάτες
[27] Στην ασπίδα του Αινεία παριστάνονται οι ιερείς που υπηρετούν τον Δία, τον Άρη, τον Κυρίνο
[28] Οι ευσεβείς χωρίζονται από τους εγκληματίες. Ο Κάτωνας ο Τιμητής, οπαδός του Κικέρωνα, ήταν αντίπαλος του Καίσαρα
[29] Ανάμεσα στους θεούς του κάτω κόσμου και τους επουράνιους βρίσκεται ο ωκεανός που χώριζε τη Μεσόγειο από τους κατοίκους του νότιου ημισφαιρίου
[30] Τα νερά της θάλασσας άλλαζαν αποχρώσεις (γαλανά, χρυσά ή ασημένια) ανάλογα με το φως του ήλιου και την ατμόσφαιρα
[31] Ο Λεκάτας είναι ακρωτήρι της Λευκάδας με λευκή κορυφή απέναντι από το Άκτιο
[32] Ο Σέξτος Πομπήιος, γιος του Πομπήιου, έκανε πειρατείες στη Σικελία. Ο Αύγουστος έστειλε τον Αγρίππα, να του επιτεθεί και έπειτα τον άφησε να καταστρέψει το Σέξτο. Γι’ αυτό ο Αύγουστος δώρισε στον Αγρίππα ραβδοειδή κορώνα
[33] Το έγκλημα του Αντωνίου εμφανίζεται εδώ, διότι, μολονότι Ρωμαίος, πολέμησε συμμαχώντας με βαρβάρους κατά της Ρώμης
[34] Τα βάκτρα τοποθετούνται στη επικράτεια του Αντωνίου. Υπήρχαν λαοί πιο ανατολικά από τους Βακτριανούς
[35] Ο Αντώνιος την Αιγύπτια γυναίκα του έπαιρνε μαζί του στις εκστρατείες, πράγμα ανεπίτρεπτο για τους Ρωμαίους
[36] Το σείστρο ήταν σύμβολο της Ίσιδας, προστάτιδας της γης, και συμβόλιζε την πλημμύρα και την άμπωτη του Νείλου
[37] Οι θεοί εμφανίζονται με εικόνες ζώων, δε είναι ανθρωπόμορφοι
[38] Εδώ μαίνεται η μάχη με σιδερένια άρματα. Οι Ερινύες προκαλούν τρόμο στους Αιγυπτίους ή για εκδίκηση του Αντωνίου που με το γάμο του ανέτρεψε τις συμφωνίες
[39] Η Ενυώ τω Ελλήνων είναι η θεά του πολέμου
[40] Ο Απόλλωνας ονομάζεται Άκτιος αργότερα από τον Αύγουστο που έχτισε τη Νικόπολη
[41] Κάτοικοι της χώρας του Σαβά
[42] Ιάπυγας ήταν ο άνεμος που έπνεε από την Απουλία που λεγόταν και Ιαπυγία κατευθύνοντας την πλεύση προς Ανατολάς
[43] Ο Νείλος (μεταφορικά) ανοίγει τις αγκαλιές του στους ηττημένους μήπως και τους γλιτώσει από τον όλεθρο
[44] Ο Αύγουστος νίκησε με το στρατό στο Άκτιο, επίσης κατατρόπωσε τους Δαλματούς και κατέκτησε την Αλεξάνδρεια
[45] Οι μητέρες έκαναν δεήσεις στους βωμούς των ναών, όπου έκαιγαν ζώα θυσίας
[46] Το στεφανικό τέλεσμα (coronarium aurum) ήταν φόρος των ηττημένων που δινόταν στους νικητές
[47] Νομάδες της Λιβύης και Αφρικανοί γενικώς συμμετείχαν στο στρατό του Αντωνίου και μετά την ήττα του όλοι υποταχθήκαν στον Οκταβιανό
[48] Λέλεγες είναι οι Θεσσαλοί, οι Κάρες πειρατές που υπέταξε ο Μίνως και οι Γελωνοί ήταν Σκύθες
[49] Μορίνοι ήταν λαός στα συνορα της Γαλατίας με τη Βρετανία και τον Ατλαντικό
[50] Ο Ρήνος με δυο κοίτες, η μια στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και η άλλη στον ποταμό Ουάλη που εκβάλει πλησίον στο Άμστερνταμ
[51] Λαός της Σκυθίας κοντά στην Περσία και στην Κασπία
[52] Τον ποταμό Άραξη γεφύρωσαν ο Ξέρξης, ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Αύγουστος
[53] Το δώρο του πατέρα του Ηφαίστου δόθηκε στον Αινεία, γιο της Αφροδίτης εις ένδειξη ευγνωμοσύνης
[54] Θαυμάζει τα μελλοντικά προφητικά συμβάντα. Χαιρόταν για τη απεικόνιση τω θριάμβων αγνοώντας την ερμηνεία τους