Στην αρχή ήταν το χάος.
Μετά γεννήθηκα εγώ, μονάχος, σ’ ένα κόσμο ραγισμένο
μ’ έναν κουρελιασμένο Θεό που γύριζε από πόρτα σε πόρτα
ζητιανεύοντας την ύπαρξή του.
Ύστερα γίναμε ξαφνικά δυό
φιληθήκαμε
Κι άρχισε να σκοτώνει ο ένας τον άλλον.
πηγή: Τάσος Λειβαδίτης, Υάκινθοι, Βιολέτες και ηλιοτρόπια, Μια επιλογή ποιημάτων από τον Γιάννη Κοντό, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 2008, σελ. 56. (δεν διατηρήθηκε το πολυτονικό σύστημα)
Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι αναμφίβολα ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές που γέννησε ο σύγχρονος ελλαδικός χώρος, πράγμα που αποδεικνύεται έμπρακτα από το σύνολο των έργων του. Πηγή έμπνευσής του ήταν φυσικά η ψυχή του, το μέσα του, σε συνδυασμό με τις εκάστοτε περίπλοκες σκέψεις του. Βασικό θέμα του δεν θα μπορούσε παρά να είναι ο έρωτας σε όλες του τις εκφάνσεις και με όλα του τα χαρακτηριστικά.
Ένας τόσο σπουδαίος ποιητής όπως ο Λειβαδίτης όμως δεν θα μπορούσε να αρκεστεί μόνο σε μερικούς απλούς ερωτικούς ή συναισθηματικούς στίχους. Ο ίδιος φρόντισε να αποτυπώσει στο χαρτί έννοιες δυσνόητες, όπως η «δημιουργία» του έρωτα (ή αλλιώς η γέννησή του, παράδειγμα της οποίας αποτελεί το παραπάνω παρατιθέμενο έργο) ή ακόμη και η πραγματική «ουσία» της αγάπης και ο ρόλος της στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Το παρατιθέμενο έργο φέρει τον τίτλο «Γένεσις». Από το άκουσμα και μόνο του τίτλου αυτού, το μυαλό του αναγνώστη πηγαίνει απευθείας στις θεωρίες της χριστιανικής θρησκείας και συγκεκριμένα στην Παλαιά Διαθήκη στην οποία γίνεται εκτενής λόγος για την δημιουργία του κόσμου. Και πράγματι κατά μια έννοια το ποίημα αυτό μιλά για την δημιουργία του κόσμου αλλά με έναν λιγάκι ανορθόδοξο θα λέγαμε τρόπο.
Στην αρχή ήταν το χάος.
«Εν αρχή ην το χάος». Ο Λειβαδίτης ως πολυδιαβασμένος άνθρωπος δανείζεται τον πρώτο του στίχο από τον Ησίοδο και από την αρχαία θεωρία της κοσμογονίας. Σύμφωνα με μια θεωρία αυτής, τα στοιχεία που συνυπήρχαν από την αρχή της δημιουργίας του κόσμου, ήταν το χάος η γη και ο έρωτας. Ο έρωτας αποτελώντας μια δύναμη που βοηθούσε συνεχώς την γέννηση και την δημιουργία αποτέλεσε πηγή έμπνευσης ακόμη και για τους αρχαίους φιλοσόφους και ιστορικούς, οι οποίοι ήδη από τότε αναγνώριζαν την σπουδαιότητα του για την συνέχιση της ζωής.
Μετά γεννήθηκα εγώ, μονάχος, σ’ ένα κόσμο ραγισμένο
μ’ έναν κουρελιασμένο Θεό που γύριζε από πόρτα σε πόρτα
ζητιανεύοντας την ύπαρξή του.
Μετά από την δυναμική αρχή του έργου, έπεται μια εξίσου επιβλητική συνέχεια, η οποία μάλιστα εμφανίζεται ως μια πολύ καλά «σκηνοθετημένη εικόνα», ενός ανθρώπου μόνου, σε έναν κόσμο ραγισμένο. Μια οντότητα, λοιπόν, που δεν βρίσκει κάποιον λόγο να την κρατήσει στην ζωή και μάλιστα έχοντας ως σύντροφο και υποστηριχτή έναν κουρελιασμένο Θεό που γύριζε από πόρτα σε πόρτα ζητιανεύοντας την ύπαρξή του. Με μια τόσο ισχυρή εικόνα, ο Λειβαδίτης κάνει ξεκάθαρη την «κατάντια» μιας μόνης ύπαρξης στον κόσμο. Ακόμη και ο Θεός που θεωρητικά θα έπρεπε να στέκεται σύμμαχος και συμπαραστάτης του μόνου ανθρώπου, ως παντοδύναμη μορφή, φαίνεται πως στέκει άχρηστος και ανίκανος να συντηρήσει ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό. Μετά το πρώτο χάος επομένως, ακολουθεί ένα δεύτερο χάος, αυτό του ανθρώπου, χωρίς καμία ελπίδα επιβίωσης.
Ύστερα γίναμε ξαφνικά δυό
φιληθήκαμε
Ξαφνικά, τόσο για τον πρωταγωνιστή όσο και για τον αναγνώστη του έργου, προστίθεται ακόμη ένα πρόσωπο στον μάταιο κόσμο της ιστορίας μας. Έτσι οι πρωταγωνιστές έγιναν δυό και φιλήθηκαν, πράγμα που ξεκάθαρα δηλώνει το ερωτικό δέσιμο μεταξύ των δύο προσώπων. Κι ενώ όλα γίνονται τόσο απότομα, η συνέχεια της ιστορίας φαίνεται να αποκτά μια πολύ ενδιαφέρουσα τροπή, εντελώς διαφορετική από την μέχρι τώρα πορεία της.
Κι άρχισε να σκοτώνει ο ένας τον άλλον.
Ώσπου έρχεται η κατακλείδα για να δηλώσει για ακόμη μια φορά το απροσδόκητο και αυτό που είναι πέρα από την λογική. Έγιναν δύο τα πρόσωπα και φιλήθηκαν, ερωτεύτηκαν και κλήθηκαν να ενωθούν για να συνεχίσουν την μετέπειτα πορεία τους μαζί. Κι ενώ θα περίμενε κανείς μετά από αυτό το δέσιμο, να έρθει το τέλος της ματαιότητας του κόσμου και να ξεκινήσει να φτιάχνεται μια άλλη δομή με ουσιαστικές σχέσεις και υπάρξεις, έρχεται ο ποιητής να δηλώσει με τον πλέον λιτό τρόπο πως άρχισε να σκοτώνει ο ένας τον άλλον. Το παράδοξο, λοιπόν, τερματίζει το συγκεκριμένο έργο και γεννά ακόμη περισσότερα ερωτήματα σχετικά με το τι εννοεί ο ποιητής και το τι μήνυμα θέλει να περάσει (εάν βεβαίως τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο).
Οι απαντήσεις σε κάθε υποερώτημα θα μπορούσαν να είναι εκατοντάδες, όσες δηλαδή και οι ερωτήσεις που θα μπορούσαν να τεθούν γύρω από κάθε λέξη του ποιήματος. Φυσικά και ο Λειβαδίτης ενδιαφέρεται να περάσει κάποιο μήνυμα στον αναγνώστη του. Και φροντίζει να μην το προσφέρει ξεκάθαρα αλλά αντίθετα να τον κάνει να σκεφτεί, να θρέψει τις απορίες του και να επικεντρωθεί μόνος του σε ό,τι θεωρεί πιο σημαντικό (τακτική που ακολουθεί σε πολλά ακόμη έργα του). Το πόσο «άχρηστη» είναι μια μόνη ύπαρξη στον κόσμο είναι μια άποψη που έγινε και γίνεται αποδεκτή αιώνες τώρα. Χωρίς έναν σύντροφο δίπλα σου ακόμη και η μεγαλύτερη απόλαυση της ζωής μοιάζει ανούσια και ακόμη και ο ίδιος ο Θεός δεν μπορεί να σε βοηθήσει στην ευτυχία σου.
Κι ύστερα ο ένας γίνεται δύο. Και ενώ οι συνθήκες είναι ιδανικές για ένα καινούργιο ξεκίνημα και όλοι περιμένουμε να δούμε το πόσο οι δύο άνθρωποι μαζί εκτιμούν και σέβονται το δώρο που τους δίνεται, οι ίδιοι σκοτώνουν ο ένας τον άλλον φανερώνοντας το πραγματικό αχάριστο τους πρόσωπο και προδίδοντας την ίδια τους την ευτυχία.
Και πράγματι, παίρνοντας ως παράδειγμα την σημερινή εποχή, πόσα ζευγάρια ξεκίνησαν με τις καλύτερες προδιαγραφές και κατέληξαν να μαλώνουν για το πιο ανούσιο θέμα; Ή ακόμη χειρότερα, πόσοι άνθρωποι που αγάπησαν πραγματικά και ανιδιοτελώς, οδηγήθηκαν στην δολοφονία του αγαπημένου ή της αγαπημένης τους, παρασυρόμενοι από απάνθρωπα ένστικτα; Αυτό είναι το ζήτημα που θίγει πολύ εύστοχα ο Λειβαδίτης στο συγκεκριμένο του ποίημα.
Ο άνθρωπος ακόμη και το πιο πολύτιμο δώρο γι΄αυτόν μπορεί να το χάσει, μόνο και μόνο από την απληστία και την αχαριστία του. Κι όταν καταλάβει τι έχασε, τότε συνήθως είναι αργά.
Το έργο «Γένεσις», λοιπόν, φροντίζει να καλύψει πολλές από τις απορίες ενός αναγνώστη που θα το μελετήσει λίγο πιο βαθιά. Πραγματεύεται ερωτήματα που ταλανίζουν και τον Λειβαδίτη για χρόνια ολόκληρα. Κάποια από αυτά απαντήθηκαν ενώ ορισμένα άλλα όχι. Όπως και να έχει όμως χάρη σε αυτά τα ερωτήματα μπορούμε σήμερα και μελετάμε ένα τόσο μεγάλο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά έργο μιας τόσο μοναδικής προσωπικότητας.
_
γράφει η Άντια Αδαμίδου
0 Σχόλια