Τρόμαξα από το χρώμα που ανεμίζει!
Είδωλα, παντού καρφωμένα,
να γονατίσει ποιος;
Η μαυροφορούσα, στάζει ακόμα αίμα…
Παραμορφωμένοι οι δρόμοι από σύμβολα ξένα,
κι εγώ παράνομος διαβάτης
στην λεηλατημένη γη μου.
Ο ουρανός, γαλάζιος, ακόμα!
και η θάλασσα, σαν καμιά άλλη, χρώματα αλλάζει.
Την εκκλησιά είδα, αγριεμένα κύματα χτυπούν,
μανιασμένοι αέρηδες, την ταρακουνούν.
Οι ψηλές βουνοκορφές αγέρωχα στέκουν.
Τα δέντρα στις πλαγιές μεγάλωσαν,
πιο κάτω από τον ουρανό και ίσα μ’ αυτόν
πυκνή σκιά απλώνει, σινιάλο απελπισμένο,
τούτη γη πεθαίνει!
Είδα τ’ απομεινάρια όσων απέμειναν,
τα πόδια τους τα σέρνουν,
με την ψυχή στα περασμένα,
τον χρόνο βρίζουν,
που έκανε τη βία σπιτικό
κι αυτούς, σε τέτοια ζωή, αγρίμια.
Μια μόνο φωνή τους κρατεί,
λαλιά, τόσο παλιά, τόσο βαθιά,
που δεν σιγεί κι όλο τους λαλεί…
_
γράφει η Νατάσα Λουκά
0 Σχόλια