Γιάννης Καλπούζος
Εράν
Βυζαντινά αμαρτήματα
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
–
γράφει ο Άγγελος Πετρουλάκης
–
Στον αρχαίο Έλληνα σοφιστή Φιλόστρατο, που γεννήθηκε το 170 στην Λήμνο και έζησε στην Αθήνα κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο (πέθανε το 246), συναντάμε το «Ου το εράν νόσος, αλλά το μη εράν. Ει γαρ από του οράν το εράν, τυφλοί οι μη ερώντες. Νυν έγνων τον Έρωτα. Βαρύς Θεός!» Το «Εράν», λοιπόν, το απαρέμφατο του αρχαίου ρήματος «εράω –ερώ», επέλεξε ως τίτλο ο Γιάννης Καλπούζος, για το πολυσέλιδο, νέο μυθιστόρημά του, που έχει ως υπότιτλο «Βυζαντινά αμαρτήματα».
Ο υπότιτλος, μας οδηγεί στο Βυζάντιο ή πιο συγκεκριμένα στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αφού «Βυζάντιο» και «Βυζαντινός» είναι όροι που εισήχθησαν μετά το 1562. Άρα, έχουμε να κάνουμε με ένα δίπολο: Τον Έρωτα και το Βυζάντιο. Αυτό είναι το φόντο πάνω στο οποίο ο Γιάννης Καλπούζος θα ξεδιπλώσει τη θαυμαστή μυθοπλασία του.
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες αντιλαμβανόμαστε πως η εποχή στην οποία αναφέρεται είναι εκείνη της Εικονομαχίας, μιας από τις πλέον ταραγμένες εποχές τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ιστορικά χαρακτηρίζεται ως «Εικονοκλαστική εποχή» με χρονικό ορίζοντα το 717 – 867, στον οποίο κυριαρχεί η Δυναστεία τών Ισαύρων, με πρωτουργό τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ (717 -741).
Δυο πρόσωπα επιλέγει ως κύριους άξονες της μυθοπλασίας του ο Γιάννης Καλπούζος, τον Υάκινθο και την Λυγινή. Και τα δυο, θύματα του διωγμού που εξαπέλυσε ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄, εναντίον τού μοναχισμού και της λατρείας τών εικόνων, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει την διάλυση του κράτους από την θεοκρατία, η οποία είχε παραλύσει την δημόσια διοίκηση και ιδιαίτερα τον στρατό. Τα μοναστήρια ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια, συγκεντρώνοντας τεράστιο πλούτο, ενώ ο μοναχισμός ήταν το πρόσχημα για να αποφεύγουν οι νέοι την στράτευση. Η εικονολατρία είχε αναχθεί σε ειδωλολατρία. Ο Λέων Γ΄ έδρασε με βιαιότητα, προκειμένου να κρατήσει σε συνοχή το κράτος, το οποίο απειλούνταν από σκληροτράχηλους εχθρούς.
Ο διωγμένος από μοναστήρι Υάκινθος, εξηγεί στην επίσης διωγμένη από μοναστήρι Λυγινή:
«Ο Λέων Γ’, ο πατέρας του τωρινού αυτοκράτορα, ξεκίνησε το 726 την επιχείρηση εναντίον των ιερών εικόνων, διατάσσοντας να αναρτηθούν ψηλότερα στους ναούς. Το 730, όταν καθαίρεσε τον πατριάρχη Γερμανό που δεν συμφωνούσε με τις ιδέες του, πρόσταξε να καταστραφούν οι ιερές εικόνες. […] Πεθαίνοντας ο Λέων το 741, ανέλαβε ο γιος του, Ο Κωνσταντίνος Ε΄. Σύντομα επαναστάτησε ο Αρτάβασδος, ο στρατηγός του Θέματος των Ανατολικών και γαμπρός του Λέοντα. Κατέλαβε τον θρόνο για δεκαέξι μήνες και το διάστημα αυτό αναστήλωσε τις εικόνες, οπότε κοσμούσαν πάλι τους ναούς και τα μοναστήρια. Τον Νοέμβριο του 743 ο Κωνσταντίνος Ε΄ τον νίκησε και επανέκαμψε στην εξουσία. Μάλιστα τύφλωσε στον Ιππόδρομο τον Αρτάβασδο και τους δυο γιούς του. Τα πρώτα χρόνια τής βασιλείας του βρισκόταν συνεχώς σε εκστρατείες εναντίον των Αράβων και μετέπειτα των Βουλγάρων και δεν επιτέθηκε με μένος κατά των εικόνων. Το 754 συγκάλεσε τη Σύνοδο της Ιέρειας όθε αποφασίστηκε ν’ απαγορευτεί αυστηρά η λατρεία των εικόνων και να τις αφανίσουν στο σύνολό τους. Έκτοτε άρχισε ο συστηματικός διωγμός…»
Ο αναγνώστης τού «Εράν», δεν διαβάζει μόνο μια ενδιαφέρουσα ιστορία, με πολλές ανατροπές, λοιπόν. Μαθαίνει στον αναγνώστη Ιστορία. Αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον Γιάννη Καλπούζο και σε άλλα του βιβλία. Ο ίδιος, συστηματικός ερευνητής, γίνεται δάσκαλος, περνώντας μέσα από την μυθοπλασία του απολύτως εξακριβωμένα ιστορικά στοιχεία.
Αλλά, το «Εράν», όπως λέει και ο τίτλος του δεν είναι μόνο ιστορικό μυθιστόρημα. Είναι και ερωτικό. Εμπεριέχει σ’ έντονο βαθμό και έκταση το ερωτικό στοιχείο, άρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ερωτικό μυθιστόρημα. Υπάρχουν σελίδες που είναι ύμνος στην αγάπη.
«…Σε τίποτε πιο σπουδαίο από τον έρωτα δεν αξιωνόμαστε στη ζωή», λέει ο Κιτίν, ο υπηρέτης τού Ροδανού, που είναι από τα κεντρικά πρόσωπα της μυθοπλασίας. Και ο Ροδανός, που έχει παραμορφωθεί το πρόσωπό του και ως εκ τούτου νιώθει ότι τα πάντα έχουν χαθεί γι’ αυτόν, θα του απαντήσει:
«Πέθανε μαζί με το πρόσωπό μου. Εκ του οράν το εράν. Η εξωτερική εμφάνιση περικλείει το μαγικό κομμάτι της ζήσης, το μέγα κι ουσιαστικό μυστήριο του ορατού».
Όμως, ο Κιτίν έχει τον αντίλογο, αυτόν που υπαγορεύει και η χριστιανική θρησκεία:
«Ναι, λέγει ο Φιλόστρατος: από του οράν το εράν. Δηλαδή, από το να βλέπεις το να ερωτεύεσαι. Έγραψε κ ο Μέγας Βασίλειος: ο έρως εκ των ομμάτων αρχόμενος ριζούται εις την καρδίαν. Ωστόσο το οράν και το εράν μοιράζονται σε πόσες καταβολάδες, δεν περιορίζονται κατ’ ανάγκην στην εξωτερική εικόνα. Θωρώ βαθύτερα. Εισχωρώ στην ψυχή σου. Ή και έρωτας πνευματικός, για την ιδέα, τη φιλία, το χρέος, την εξουσία, τη ζωή γενικότερα, για τον Θεό…»
Μια ακόμα εξομολόγηση, του αξιωματούχου Αέτιου, προς την Λυγινή, δίνει ολοκληρωμένη την αντίληψη του συγγραφέα για τον έρωτα. Ο Αέτιος, που λειτουργεί λυτρωτικά ως προς το αίσιο τέλος τής μυθοπλασίας, ομολογεί:
«Όταν σε είδα στου Ποπλίωνα σε ερωτεύτηκα και περνούσα συχνά από το σπίτι. Από του οράν το εράν. Όμως τότε αδυνατούσα να σου προσφέρω τον ομορφότερο κόσμο που σου άξιζε και δε σου φανέρωσα τίποτε. Τώρα βρέθηκα σ’ αυτή τη θέση. Για μένα η οικογένεια ήταν ιερή. Μήτε να την καταστρέψω για έναν έρωτα, κι ας εμφανιζόταν θυελλώδης, ούτε άλλος να μπει στη δική μου. Μερίμνησε ο θάνατος κι απόμεινα μόνος, δίχως σύζυγο. Οπότε, αφού κι εσύ είσαι ελεύθερη, τολμώ να σου εξομολογηθώ το νεανικό μου πάθος, το οποίο σιγόκαιγε επί χρόνια, δεν έσβησε ποτέ».
Η Λυγινή, που έχει υποφέρει τα πάνδεινα, έχει τον δικό της λόγο:
«Μέσα απ’ τον έρωτα ο άνθρωπος αγγίζει τη μέθη της ζωής και την αγιοσύνη», μουρμούρισε η Λυγινή.
«Πώς τη γνωρίζεις αυτή τη φράση; Συνηθίζω να τη λέγω. Όμως είναι μισή. Άκου την ολόκληρη: Μέσα απ’ τον έρωτα ο άνθρωπος αγγίζει τη μέθη της ζωής και την αγιοσύνη. Ωστόσο οφείλει να υποτάσσεται στις ευθύνες της οικογένειας και κυρίως των παιδιών».
Μέσα από τα λόγια τών προσώπων τής μυθοπλασίας του, ο Καλπούζος, περνά τις δικές του θέσεις για τον έρωτα, αλλά και την οικογένεια. Και αυτό μόνο θετικά μπορεί να το δει κάποιος…
Όμως, το «Εράν» εμπεριέχει και πλήθος κοινωνικών στοιχείων, που καταγράφονται σε συγκεκριμένη επίσης ιστορική περίοδο, άρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ηθογραφία. Εκπλήσσει η επιμονή τού συγγραφέα στην λεπτομέρεια, αλλά και η γλαφυρότητα με την οποία περιγράφει τις κοινωνικές συνθήκες, τα ήθη και τα έθιμα, όπως και την εργασία σε διάφορα επαγγέλματα, σ’ έναν κόσμο που κυριαρχείται από την θεοκρατία και την δεισιδαιμονία. Δεν είναι υπερβολή πως ο αναγνώστης αισθάνεται ότι ζει μέσα στην εποχή, αναπνέει τον αέρα της, γεύεται τα φαγητά της, περπατά στα στενοσόκακα, μπαίνει στις ταβέρνες, συμμετάσχει στις γιορτές και στις διασκεδάσεις τού κόσμου.
Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα που περιγράφει τη ζωή ενός πλουσιόσπιτου στην Αθήνα τής εποχής, στο οποίο η Λυγινή προσλαμβάνεται ως υπηρέτρια:
«…Το πλακοστρωμένο βαλανείο διέθετε τέσσερις δεξαμενές, δυο αίθουσες για καυτά και χλιαρά λουτρά και μια μεγάλη για ψυχρά, ενώ τους τοίχους του διακοσμούσαν ζωγραφιές ανθρώπινων μορφών, ψαριών, πτηνών και φυτών, χωρίς να λείπουν οι σταυροί…
[…]
»Ό,τι της ανέθεταν το διεκπεραίωνε με το χαμόγελο στο στόμα. Αν της στοίχιζε κάτι ήταν το πάστρεμα του απόπατου και πιότερο το άδειασμα των κλοκίων. Υπήρχε απόπατος στον κήπο, όμως για τις νυχτερινές αφοδεύσεις κάθε μέλος της οικογένειας διέθετε ιδιαίτερο δοχείο δίπλα στο κρεβάτι. Πήλινα για τον Θαλασσινό (τα παιδιά των αφεντικών), και αργυρά για το ζεύγος Πολύμνιας – Αγαθία…»
Εντύπωση, στον αναγνώστη, προκαλούν πολλά από αυτά που χαρακτήριζαν τον κοινωνικό βίο. Ένα ιδιαίτερο κοινωνικό μέτρο ήταν η διαπόμπευση των μοιχαλίδων. Ο συγγραφέας αναπλάθει την απάνθρωπη, για τα δικά μας ήθη, τιμωρία:
«Επί του όνου… καβαλίκευε ανάστροφα το δύστυχο πλάσμα, η Κύνθια, η οποία προκειμένου να μην πέσει, κρατιόταν από την ουρά του.
»Τα μαλλιά της ήταν ψαλιδισμένα ακανόνιστα και φέγγιζε εδώ κι εκεί το λευκό του δέρματος. Στο σημείο όπου κάποτε υπήρχε η μύτη της έχασκε κατακόκκινη ουλή, διακρίνονταν τα πρησμένα χείλια της και μώλωπες σε όλο το μούτρο της. Κρέμονταν στον τράχηλό της αρμαθιά φρέσκα έντερα και φορούσε έναν τρίχινο σάκο ως τα γόνατα, που επέτρεπε να φαίνονται στα πόδια της εκτεταμένα γδαρσίματα και αίματα.
»Είχαν ξεκινήσει τη βάρβαρη πορεία απ’ την αυλή του σπιτιού και πλέον προχωρούσαν στη Μέση Οδό. Κατά την διαδρομή, άντρες και γυναίκες την εξύβριζαν σκαιότατα, χλεύαζαν, άρπαζαν σκόνη και νωπά περιττώματα και τα εκσφενδόνιζαν εναντίον της κι ορισμένοι καθάριζαν τα υπολείμματα σφουγγίζοντας τις παλάμες στον λαιμό και στο πρόσωπό της. Σαν να μην έφταναν ετούτα, την κατέβαζαν ανά διαστήματα ο Κιτίν και ο Αρκάδιος και την έσερναν με τους κώλους για κάμποση απόσταση…»
Ρέουσα αφήγηση που κρατά αιχμάλωτο τον αναγνώστη στις σελίδες τού βιβλίου, τόσο με τη δραματικότητά της, όσο και με την ομαλή ευθύγραμμη ροή, η οποία οδηγεί σε συνεχείς εκπλήξεις.
Στο κέντρο τού μύθου βρίσκεται η φύλαξη του Ιερού Στιχάριου και του μυστικού που κρύβεται σ’ αυτό. Ο συγγραφέας, με δεξιοτεχνία στήνει γύρω του έναν μύθο όμοιο σ’ αυτό που ως ‘‘σχολή’’ λάνσαρε ο Έκο με το ‘‘Όνομα του Ρόδου’’. Η αποκάλυψη του μυστικού που κρύβει το Ιερό Στιχάριο θα ήταν και η απάντηση στην διαμάχη που έμεινε ως Εικονοκλαστική περίοδος. Κρατά αμείωτο, με τον τρόπο αυτό, το ενδιαφέρον του αναγνώστη ως την τελευταία σελίδα. Μέσα απ’ αυτό αναπτύσσει τις περιπέτειες της δυναστείας τών Ισαύρων, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στην προσωπικότητα της Ειρήνης τής Αθηναίας, η οποία αποτελεί ξεχωριστή σελίδα στην βυζαντινή ιστορία. Τα στοιχεία που παραθέτει για την προσωπικότητά της και τη βασιλεία της, ανταποκρίνονται πλήρως στις ιστορικές μελέτες που συνδέονται με την διαδρομή της για την εξουσία. Διάσπαρτες αναφορές στη δράση της φωτίζουν με ιδιαίτερη σαφήνεια τον χαρακτήρα και τις επιδιώξεις της. Ο Γιάννης Καλπούζος, με εύστοχες παρατηρήσεις, συνθέτει την προσωπογραφία της με επιμονή δοκιμιογράφου.
Μόνο θετικά στοιχεία εντοπίζει ο αναγνώστης στο νέο μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου, του οποίου η συγγραφική προσωπικότητα αναδεικνύεται από τις σημαντικότερες των ημερών μας.
0 Σχόλια