Ούτε η παραμικρή χαραμάδα δεν υπήρχε, για να μπορέσει να περάσει μια αχτίδα φωτός ανάμεσα από τα βαριά, μαύρα σύννεφα και να σπάσει την καταχνιά που απλωνόταν στον αστικό ουρανό. Ο αέρας που φυσούσε μανιασμένα, ήταν παγωμένος, νοτισμένος και είχε την μυρωδιά της χειμωνιάτικης θάλασσας. Οι περαστικοί ντυμένοι με βαριά, σκούρα ρούχα και με έντονη την μελαγχολία στα πρόσωπά τους, βάδιζαν βιαστικά. Ο Τέλης τους κοιτούσε καθώς περνούσαν αδιάφορα μπροστά από το πρόχειρο, μικροσκοπικό καταφύγιο που του έφτιαχναν τα δυο πελώρια κτήρια πάνω από το κεφάλι του. Κοιτούσε εξεταστικά τα κομψά τους ρούχα. Οι άντρες με μακριά παλτά, άλλοι με τα χέρια βαθιά χωμένα στις ζεστές τους τσέπες και τους ώμους κυρτούς για να προστατευτούν από το τσουχτερό κρύο και τις χοντρές σταγόνες τις βροχής και άλλοι παλεύοντας με τον λυσσασμένο αέρα να κρατήσουν τις ομπρέλες τους σταθερές. Οι γυναίκες που και εκείνες έδειχναν κομψές μέσα από τα παλτά τους και κάτω από τα τεράστια, περίτεχνα καπέλα τους, βάδιζαν με χάρη, χωρίς να αφήνουν να φανεί η δυσαρέσκεια τους για τον άστατο καιρό. Όλοι τους περνούσαν από μπροστά του, χωρίς όμως να του δίνουν την παραμικρή σημασία. Ο Τέλης δεν τους κατηγορούσε. Για κείνους ήταν απλά μια σκιά. Και οι σκιές είναι σκοτεινές και έχουν μικρή σημασία. Δεν υπήρχε τίποτα ενδιαφέρον πάνω του. Και έτσι να ήταν, δεν τον ένοιαζε διόλου αν για εκείνους ήταν απλά μια σκιά. Παραδόξως, του άρεσε αυτό. Με αυτόν τον τρόπο ήταν ελεύθερος να παρακολουθεί τα πάντα γύρω του, χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Να ακούει πράγματα που κάποιος άλλος πιθανόν θα αγνοούσε: τον απαλό ήχο των σταγόνων καθώς έπεφταν στη γη, τον γδούπο των λασπωμένων παπουτσιών που περνούσαν σχεδόν αντικριστά από τα φωτεινά, πράσινα μάτια του. Ακόμα και τα κλάματα ή και τα γέλια των περαστικών, ακόμα και αυτά τον ευχαριστούσαν. Όλα αυτά μαζί δημιουργούσαν μια συγχορδία, έναν ρυθμικό παλμό που προκαλούσε ευθυμία στην καρδιά του. Ο Τέλης χαμογελούσε καθώς ίσα που προλάβαινε να ακούσει μεμονωμένες φράσεις από τις συζητήσεις των περαστικών: «Αγάπη μου, απόψε υποσχεθήκαμε πως θα δειπνήσουμε με τους γονείς σου», «Μαμά, ήθελα να παίξω περισσότερο», «Μπα, μην τον πιστεύεις. Ψέματα σου είπε πάλι».
Μπροστά σε όλο αυτό το σκηνικό ξαφνικά κατσούφιασε. Κοίταξε τα κουρελιασμένα ρούχα του. Η μπλούζα του ήταν καλυμμένη με σκόνη και λάσπη και τρύπια σε δυο σημεία που πρόχειρα σκέπαζε με τα δυο του χαράκια. Το παντελόνι του και εκείνο στην ίδια κατάσταση. Παπούτσια δεν φορούσε, μόνο ένα ζευγάρι πολυκαιρισμένες κάλτσες.
«Και τι μ’ αυτό;», ψιθυρίζει στον εαυτό του. «Αφού εσύ δεν είσαι κομμάτι όλου αυτού».
Καρφώθηκε στα ξυλιασμένα πόδια του. Μια παράξενη σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Κι αν έσπαγε τυχαία ένα από τα πόδια του; Ήταν πεπεισμένος πως δεν θα αισθανόταν τίποτα. Έσκασε ένα μεγάλο χαμόγελο. «Τουλάχιστον αυτό θα ήταν βολικό για μένα. Δεν θα αισθανόμουν καθόλου πόνο». Ξεφύσησε βαριεστημένα και έστρεψε πάλι το βλέμμα του στον πολύβουο δρόμο. «Εύχομαι όλοι αυτοί να μην έχουν κρύα πόδια όπως εγώ. Άνθρωποι σαν αυτούς δεν είναι συνηθισμένοι στον πόνο. Αν χτυπήσουν θα παραπονιούνται και θα παραπονιούνται για πολύ καιρό ώσπου να το ξεπεράσουν. Είναι καλύτερο άνθρωποι σαν εμένα να υποφέρουν, καθώς για οποιοδήποτε πόνο δεν αισθάνονται παρά μόνο κάτι σαν τσίμπημα από καρφίτσα. Εκείνους που είναι συνηθισμένοι στον πόνο μην τους φοβάσαι».
Αναρίγησε. Μια δυνατή ριπή αέρα διαπέρασε το κορμί του, φτάνοντας ίσαμε τη ραχοκοκαλιά του. Αγκάλιασε το αναιμικό κορμάκι του ακόμα πιο σφιχτά με τα ξυλιασμένα χεράκια του και έτριψε τους ώμους του πυρετωδώς. Τα ξαφνικά κλάματα που ακούστηκαν δίπλα του, τον απέσπασαν από τις σκέψεις μέσα στις οποίες είχε χαθεί. Γύρισε το κεφάλι του και είδε ένα νεαρό ζευγάρι να στέκεται ακριβώς μπροστά του. Ο νεαρός άνδρας ψιθύρισε κάτι στην κοπέλα που στεκόταν δίπλα του κλαίγοντας με αναφιλητά.
«Σώπασε τώρα γλυκιά μου. Ηρέμισε».
«Μα αγαπημένε μου, είδες τι γλυκό πλάσμα ήταν;», ψέλλισε μέσα από τα αναφιλητά της εκείνη. «Αναρωτιέμαι πώς η μητέρα της την άφησε να τριγυρίζει έτσι έξω μ αυτόν τον διαβολεμένο καιρό… Φτωχό κορίτσι…», κατέληξε σκουπίζοντας προσεκτικά τα δάκρυά της με το λευκό της μαντήλι.
«Το ξέρω καλή μου, το ξέρω», απάντησε ξανά ο άνδρας με τη βραχνή φωνή του. «Κάποιος θα την βοηθήσει», είπε, με την χροιά του να είναι πιο παγερή και από τον αέρα που φυσούσε εκείνη τη στιγμή. Της ψιθύρισε κάτι ακόμα και την τράβηξε απαλά να για συνεχίσουν τον δρόμο τους. Ο Τέλης τους κοιτούσε αμίλητος.
«Κάποιος θα την βοηθήσει». Τα τελευταία λόγια του νεαρού άνδρα καμπάνιζαν στα αυτιά του Τέλη. «Βοήθεια», μουρμούρισε καθώς εκείνοι χάνονταν μέσα στο πλήθος.
«Οι σκέψεις σου για κείνη είναι τόσο βολικές… μόνο που το φτωχό εκείνο κορίτσι είναι και αυτό μια σκιά όπως και εγώ. Μπλεγμένο στην ίδια μοίρα που έχω και εγώ. Ένα πρόβλημα που θα λύσουν οι άλλοι».
«Οι λέξεις είναι απλά λέξεις, Τέλη», ψιθύρισε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του. «Οι πράξεις φωνάζουν πάντα πιο δυνατά», συνέχισε η φωνή.
«Αχ, φωνή, εύχομαι κάποιες φορές να σιωπούσες…»
Σήκωσε το βλέμμα ψηλά, σε μια προσπάθεια να θυμηθεί. Να δεις πώς το είχε δει γραμμένο… Α, ναι! «Κάθε στιγμή τα λόγια μας είναι το ψέμα και μόνο η πράξη μας η αλήθεια» -Τάσος Αθανασιάδης-
Το είχε δει γραμμένο με μια σειρά πελώρια κατακόκκινα γράμματα πάνω σε ένα τοίχο. Και είναι πράγματι αλήθεια. Τίποτα απ’ όσα πούμε δεν είναι αληθινό ώσπου να το κάνουμε πράξη.
Ένα δυνατό γουργουρητό ακούστηκε από το άδειο του στομάχι. Μια υπενθύμιση ότι είχε πάνω από ένα εικοσιτετράωρο να φάει μια μπουκιά. Έκανε να σηκωθεί, μα μια ζάλη λύγισε τα ισχνά του ποδαράκια. Προσπάθησε ξανά. Τα κατάφερε, μα τα βήματά του ήταν τρεμουλιαστά. Στάθηκε στη γωνιά του δρόμου. Κάποιοι περαστικοί του έριχναν μια δεύτερη ματιά πάνω από τον ώμο τους γεμάτοι οίκτο. Άλλοι πάλι τον κοιτούσαν κάνοντας γκριμάτσες αηδίας. Δεν τον ενοχλούσαν οι αρνητικές εκφράσεις που έπαιρναν τα πρόσωπά τους όταν τον αντίκριζαν. Αντιθέτως. Τουλάχιστον τον πρόσεχαν.
Το στομάχι του διαμαρτυρήθηκε ξανά.
«Υπομονή…». Ψιθύρισε. «Εσύ ξέρεις να κάνεις υπομονή». Λες και μιλούσε σε άνθρωπο. Θυμήθηκε τα λόγια ενός ιερέα, τότε που καταφύγιό του ήταν ο περίβολος μια εκκλησίας και κρεβάτι του μια προστατευμένη από το κρύο και τη βροχή γωνιά του ναού.
«Η υπομονή είναι αρετή. Ζήτα και θα λάβεις. Ψάξε και θα βρεις. Χτύπα, και μια πόρτα θα ανοίξει για σένα». Στύλωσε το βλέμμα του στον θολό ουρανό και με τον παιδικό του αυθορμητισμό είπε: «Μπορώ να ζητήσω ένα καρβέλι ψωμί, Κύριε; Θέλω να γεμίσω το άδειο μου στομάχι». Μη γνωρίζοντας γιατί είπε αυτά τα λόγια ένιωσε ένα κόμπο στο λαιμό και κάτι ζεστό να κυλάει στα παγωμένα του μάγουλα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και άγγιξε στιγμιαία το πρόσωπό του. Ένιωσε τα δάκρυά του και βάλθηκε να τα κάνει πέρα. «Όχι δάκρυα, Τέλη, όχι. Είσαι μεγάλος πια γι’ αυτά».
Ήταν τόσο απορροφημένος στο να σκουπίζει τα δάκρυά του, που δεν είχε προσέξει ότι τόση ώρα κάποιος τον κοιτούσε. Κοίταξε ξαφνιασμένος ξεσπώντας σε ένα ακόμη αυθόρμητο κλάμα. Ένα συνομήλικο κορίτσι κουλουριάστηκε δίπλα του, δίχως να λογαριάσει αν τα ρούχα του λεκιάσουν από τις λάσπες του δρόμου. Το στρογγυλό πρόσωπο του κοριτσιού στολισμένο με δυο μακριές πλεξούδες που ξετρύπωναν από τον σκούφο που κάλυπτε το κεφάλι του, ήταν γεμάτο θλίψη και από τα καστανά του μάτια κυλούσαν απαλά και αργά δυο σειρές δάκρυα.
«Γιατί κλαις;», τον ρώτησε.
Η φωνή της έσπασε. «Με κάνεις και εμένα να κλαίω». Έμοιαζε ανυπόκριτα λυπημένη η μικρή.
Ο Τέλης με τη βιαστική ματιά που έριξε γύρω του, αντιλήφθηκε πως κανένας δεν τους έδινε σημασία. Ξανακοίταξε το κορίτσι που βρισκόταν τόσο πολύ κοντά του που η μύτες τους σχεδόν άγγιζαν η μία την άλλη. Έκανε να απομακρυνθεί, μα το μετάνιωσε.
«Δεν.. δεν ξέρω γιατί», τραύλισε.
Έγειρε στον ώμο του.
«Είσαι λυπημένος», είπε και έγνεψε καταφατικά για να δώσει έμφαση και σιγουριά σε αυτό που έλεγε. Ο Τέλης είχε χάσει την μιλιά του. Στην πραγματικότητα αισθανόταν γενικά χαμένος από όλο αυτό που συνέβαινε τα τελευταία λεπτά. Ήταν σαστισμένος. Ποτέ κανείς ως τώρα δεν τον είχε πλησιάσει τόσο πολύ, δεν του είχε μιλήσει τόσο αληθινά. Πίστευε πως πάντα ήταν αόρατος και πως θα παρέμενε έτσι. Μα αυτό το κορίτσι του μιλούσε! Και προτού καταφέρει να αρθρώσει μια λέξη, έστω κάτι που να βγάζει νόημα, η μικρή άγγιξε το πρόσωπό του. Τόσο τρυφερό το άγγιγμά της. Ένιωσε αμέσως τη θέρμη των χεριών της. Μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής του. Ένιωσε μια παράξενη ενέργεια να διαπερνάει το κάθε του κύτταρο. Παράξενο συναίσθημα. Δεν το είχε ξανανιώσει.
«Μην είσαι άλλο λυπημένος», του είπε ήσυχα η μικρή, χαϊδεύοντας ακόμη το πρόσωπό του. Άνοιξε την τσάντα που είχε δίπλα της. Έβγαλε από μέσα ένα μεγάλο καρβέλι ψωμί. Του χαμογέλασε πλατιά και έτεινε τα χέρια της προς αυτόν, τοποθετώντας το στις παλάμες του.
«Θα πρέπει να είσαι πεινασμένος. Αυτό το καρβέλι είναι φρεσκοψημένο. Μόλις το έφτιαξε ο θείος μου και είναι όλο για σένα. Πάρ’ το!». Η φωνή της ντυμένη με όλη τη γλύκα και τη στοργή που θα μπορούσε να έχει ένα πλάσμα στα δέκα του χρόνια.
Ο Τέλης ξεροκατάπιε. Το στόμα του ξαφνικά ήταν τόσο στεγνό. Το καρβέλι ήταν πράγματι ολόφρεσκο! Τόσο που άχνιζε ακόμη!
«Σ’ ευχαριστώ, μικρή κυρία», της απάντησε ανήμπορος να εκφράσει περισσότερο την ευγνωμοσύνη του. Προσπάθησε να πει κάτι ακόμα. Όμως ο κόμπος που πήγε και στάθηκε ξανά στον λαιμό του, τον εμπόδιζε. Παράτησε την προσπάθεια. Ανοιγόκλεισε γρήγορα τα μάτια του, καθώς τα δάκρυα απειλούσαν πάλι να κυλίσουν από τις άκρες. Πριν προλάβει να πει κάτι το κορίτσι, ένα χέρι την τράβηξε απότομα προς τα πίσω. Ο Τέλης κοίταξε ψηλά. Από την αγριεμένη όψη της γυναίκας που κοιτούσε μια εκείνον μια τη μικρή, κατάλαβε ότι ήταν η μητέρα της.
«Μην πηγαίνεις τόσο κοντά σε ένα τέτοιο πλάσμα, Μαρία!», της είπε με ένταση. Τα λόγια της θύμιζαν περισσότερο γρύλισμα άγριου ζώου, παρά ανθρώπινη φωνή. Το βλέμμα της πάνω του ήταν τόσο βλοσυρό που ευθύς ευχήθηκε εκείνη τη στιγμή να χανόταν από προσώπου γης.
«Μαμά!», αναφώνησε φανερά απογοητευμένη από τα λόγια της μητέρας της η Μαρία.
«Αγόρι είναι!», φώναξε με όση δύναμη μπορούσε να βγει από τα πνευμόνια της, δείχνοντας με τα δυο της χέρια τον Τέλη. Με μια απότομη κίνηση το ‘σκασε από το χέρι της μάνας της, γονάτισε και τον φίλησε στο μάγουλο. Με την ίδια ταχύτητα έτρεξε προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να γλυτώσει έστω και για λίγες στιγμές από την αντίδραση της μάνας της.
«Μαρία!», της φώναξε αγανακτισμένη από τη συμπεριφορά της μικρής. Η τελευταία ματιά της κομψής κυρίας έκανε τον Τέλη να κουλουριαστεί τόσο πολύ που στο τέλος δεν μπορούσες να διακρίνεις αν ήταν άνθρωπος ή ένα κουβάρι παλιόρουχα.
Όταν κατάλαβε ότι πλέον είχε απομακρυνθεί, ξεκουβαριάστηκε. Άγγιξε το μάγουλο που τον είχε φιλήσει η μικρή Μαρία και ένιωσε το αίμα του ζεστό να ρέει στις φλέβες του και να ανεβαίνει στο πρόσωπό του.
«Με φίλησε; Στ’ αλήθεια;», ρώτησε τον εαυτό του γεμάτος απορία. Βάδισε μέχρι το καταφύγιο του, με το μυαλό του ακόμα θολό από τα απρόσμενα γεγονότα και τα πρωτόγνωρα συναισθήματα. Άρχισε να κόβει μικρά κομμάτια από το λαχταριστό καρβέλι. Ποτέ κανένας δεν του είχε δώσει ένα τόσο φρέσκο καρβέλι ψωμί. Μόνο κάτι ξεροκόμματα του πετούσαν φορές-φορές ή πήγαινε και ζητούσε από τα περισσεύματα των εστιατορίων. Κοίταξε τα ισχνά, μελανιασμένα από το κρύο χέρια του. Τώρα κανονικά θα έπρεπε να είναι χαρούμενος. Όμως η εγκαρδιότητα και η ευγένεια του κοριτσιού τον έκαναν πιο σκεπτικό από πριν. Οι σκέψεις του στράφηκαν σε όλους εκείνους που ζουν το ίδιο όπως και εκείνος. Δεν θα πρέπει να αισθάνεται χαρούμενος όταν υπάρχουν γύρω του ακόμα άνθρωποι που υποφέρουν. Συνέχισε να κόβει κομμάτια από το καρβέλι και να τα μασουλάει ανόρεκτα και μηχανικά. Από κείνη τη στιγμή και για ώρες παρέμεινε σιωπηλός. Ακόμα και οι σκέψεις του, και η παράξενη εκείνη φωνή που ξεπεταγόταν φορές-φορές μέσα απ’ το κεφάλι του.
Η βροχή είχε πάψει από ώρα να πέφτει και ένας λαμπερός ήλιος είχε κάνει την εμφάνισή του στον ορίζοντα. Κόντευε απόγευμα. Ο Τέλης βγήκε από τη μικρή τρύπα που τον προστάτευε από την ανελέητη μανία του καιρού και κατηφόρισε τον σχεδόν έρημο δρόμο. Πόσο παράξενη του φαινόταν αυτή η ερημιά. Λίγες ώρες νωρίτερα και με την βροχή να πέφτει ασταμάτητα, όλοι ήταν στους δρόμους και τώρα δεν υπάρχει σχεδόν κανείς να απολαύσει τη θέρμη του δεκεμβριανού ήλιου. Άρχισε να τρέχει, να τρέχει γρήγορα. Στο μυαλό του δεν υπήρχε προορισμός. Λαχάνιασε και σταματησε. Ο παφλασμός των κυμάτων που χτυπούσαν λυσσασμένα πάνω στα βράχια, τον έκαναν να στρέψει την ματιά του στο βαθύ νερό.
«Όλα γύρω μας είναι μαύρα», ακούστηκε μια ήρεμη φωνή. Κοίταξε γύρω του και εντόπισε έναν νεαρό άνδρα να κάθεται στα βράχια. Ο νέος είχε το πιο όμορφο και πράο πρόσωπο που είχε δει ποτέ ο Τέλης. Όλη η όψη του πρόδιδε ηρεμία και θέρμη, σαν τα ηλιόλουστα ανοιξιάτικα πρωινά. Το δέρμα του ήταν ανοιχτόχρωμο και τα σγουρά μαλλιά του κατάμαυρα σαν μελάνι. Τα σκούρα μάτια του περιστοιχισμένα από μακριές καμπυλωτές βλεφαρίδες. Τα χείλη του σχημάτιζαν ένα αμυδρό, ευγενικό χαμόγελο και ένα ελαφρύ κοκκίνισμα κάλυπτε τα μάγουλά του ως τους κροτάφους. Ήταν λεπτός και καλοσχηματισμένος, με δάχτυλα λιγνά και μακριά, σαν τα δάχτυλα ενός πιανίστα. Οι κινήσεις του ήταν αβρές.
«Καλησπέρα, Τέλη», που είπε χαμογελώντας. Η φωνή του απαλή και μελωδική. «Έλα, κάθισε κοντά μου», τον παρότρυνε δείχνοντας του τον λείο βράχο δίπλα του.
«Καλησπέρα σας», αποκρίθηκε ο Τέλης ψιθυριστά, κοιτώντας παραξενεμένος τον νεαρό άνδρα.
«Είμαι πράγματι τόσο τυχερός σήμερα;», ρώτησε νοερά τον εαυτό του. «Είναι ο δεύτερος άνθρωπος που μου μιλάει σήμερα».
«Υπάρχει ένας απλός τρόπος για να πάψεις να υποφέρεις, Τέλη».
Ο Τέλης δεν μίλησε.
«Ξέρεις για τι πράγμα μιλάω, έτσι δεν είναι;», συνέχισε με το ίδιο απαλό χρώμα στη φωνή του.
Αυτή η φορά ήταν η σειρά του Τέλη να χαμογελάσει. «Ναι, πως δεν ξέρω;», είπε με λαχτάρα. «Αλλά δεν θα καταφέρω ποτέ να πάρω αυτόν τον δρόμο».
«Μα ακριβώς γι αυτό είσαι ευλογημένος», συμπέρανε ο άνδρας.
«Ναι», είπε απλά ο Τέλης.
Το όμορφο πρόσωπο του νεαρού άνδρα σκοτείνιασε.
«Δεν βλέπεις πώς σου συμπεριφέρεται ο κόσμος, παιδί μου;»
Ο Τέλης γέλασε εγκάρδια.
«Κύριε, φυσικά και του βλέπω. Δεν είμαι τυφλός. Όσο και αν προσπαθώ, δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια μου στην αλήθεια και στην πραγματικότητα. Τα βλέπω όλα. Τα νιώθω όλα. Με βλέπουν σαν μια μαύρη, σκοτεινή σκιά. Σαν λεκέ στην καθαρή κοινωνία που θεωρούν πως έχουν. Μόνο που δεν μπορούν να δουν πως όλος ο κόσμος γύρω τους είναι και αυτός τόσο σκοτεινός, τόσο μαύρος και τόσο λερωμένος εξαιτίας τους. Με πέταξαν, με έσπρωξαν, μου φώναξαν, με γέλασαν και τόσα ακόμα…». Τα λόγια του αγοριού εκείνη τη στιγμή δεν συμβάδιζαν με τίποτα με την ηλικία του. Σαν να είχε μεγαλώσει απότομα. Κάρφωσε το βλέμμα του στην φουρτουνιασμένη θάλασσα.
«Μα δεν μπορώ να τους μισήσω, ούτε να τους κατηγορήσω γι αυτό που έγινα. Ούτε εγώ φταίω γι αυτό. Δεν μπορώ να τους ρίξω πέτρες όπως έκαναν εκείνοι σε μένα. Μπορώ μόνο να προσευχηθώ γι αυτούς να είναι ευλογημένοι και να συγχωρεθούν τα λάθη τους. Το μίσος δεν φέρνει ειρήνη και γαλήνη στη ζωή παρά μόνο σκοτάδι. Ξέρω ότι είναι τόσο δύσκολο αυτό, αλλά ποιος είπε ότι θα ήταν εύκολο; Ο δρόμος της αρετής είναι δύσκολος. Έτσι δεν λένε; Δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο. Έχω πίστη».
Ο νεαρός άνδρας άκουγε έκπληκτος τα λόγια του μικρού συνομιλητή του. Κάτι πήγε να πει όμως ο Τέλης συνέχισε επιτόπου.
«Σήμερα ένα κορίτσι με πλησίασε και σκούπισε τα δάκρυά μου!», είπε ενθουσιασμένος. «Μου έδωσε ένα μεγάλο καρβέλι ψωμί και με φίλησε τρυφερά». Άγγιξε το πρόσωπό του στο σημείο που τον είχε φιλήσει η μικρή και κοκκίνισε. «Αυτός ο κόσμος δεν είναι τόσο άσχημος τελικά! Ήταν σαν άγγελος. Ο άγγελός μου!»
Ο νέος γύρισε σκεπτικός προς το μικρό αγόρι. «Ήταν κάποτε ένα κορίτσι που κρατούσε ένα χρυσό κουτί», ξεκίνησε και τα μάτια του καρφώθηκαν στου μικρού. «Είτε από απερισκεψία, είτε από περιέργεια –κανείς δεν ξέρει- άνοιξε αυτό το κουτί και σκόρπισε στην πλάση όλα τα δεινά. Όταν κατάλαβε τι έκανε και μπόρεσε να το κλείσει, το μόνο πράγμα που είχε απομείνει μέσα στο κουτί ήταν…».
«Η ελπίδα», συμπλήρωσε ο Τέλης.
«Ακριβώς», αποκρίθηκε ο άνδρας χαμογελώντας. «Πλάσματα όπως εσύ κρατάτε αναμμένη την φλόγα της ελπίδας. Και αν τώρα όλοι αυτοί συμπεριφέρονται σαν να είναι πάνω από σένα, η αλήθεια είναι πως κάνουν λάθος. Λες πως είσαι σκιά». Γέλασε ήσυχα. «Όλοι σκιές είμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο. Και όταν θα έρθει η ώρα εκείνη, καθένας από εμάς θα σκορπίσει και θα γίνει σκόνη. Η γη θα διεκδικήσει όλα όσα της ανήκουν, δηλαδή εμάς. Και τότε όλοι θα είμαστε ίσοι απέναντί της».
Ο Τέλης δεν κοιτούσε τον άνδρα όσο μιλούσε, αλλά τα λόγια αυτά τον έκαναν να χαμογελάσει ξανά. Ένιωσε ένα ζεστό χέρι να χαϊδεύει τα μαλλιά του. Έμειναν και οι δυο σιωπηλοί για πολλή ώρα.
Ένας δυνατός άνεμος σηκώθηκε ξαφνικά. Περιέργως, δεν αισθανόταν καθόλου κρύο. Γύρισε προς τον άνδρα να τον ρωτήσει αν αισθανόταν εκείνος κρύο, μα είχε εξαφανιστεί. Έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό και η απορία του λύθηκε.
_
γράφει η Ρούλα Κόζη
Συγκλονιστική η ιστορία σας… μια εικόνα που μιλάει και χίλιες λέξεις που ουρλιάζουν!!!!!! Το θέμα είναι πόσο όλοι εμείς βλέπουμε και πόσο όλοι εμείς ακούμε!!!!! Με συγκλονίσατε…κυρία Κόζη και σας ευχαριστώ για αυτό!!!!!
Σας ευχαριστω παρα πολυ για τα ομορφα λογια. Με κανουν να συνεχιζω και γιατι οχι,να γινομαι καλυτερη. Οσο αφορα το θεμα,πιστευω πως ολοι μας(και συμπεριλαμβανω και τον εαυτο μου μεσα),πρεπει να μαθουμε επιτελους να κανουμε πραξη τις σκεψεις μας και να μην αφηνουμε την υλοποιηση τους στους αλλους.