Δημήτρης Παπαστεργίου
‘Κάτοψη’
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
–
Από τις εκδόσεις ‘Ρώμη’ κυκλοφόρησε το 2023, η ποιητική συλλογή του Ημαθιώτη ποιητή Δημήτρη Παπαστεργίου, που εν προκειμένω φέρει τον τίτλο ‘Κάτοψη’. Επρόκειτο για την ένατη, συνολικά, ποιητική του συλλογή, η οποία είναι προσανατολισμένη στην εκ του μακρόθεν παρατήρηση ανθρώπων, χειρονομιών, αντικειμένων.
Άλλωστε, ‘κάτοψη’ σημαίνει την παρατήρηση ενός «αντικειμένου από ψηλά», όπως διαβάζουμε στο γνωστό ‘Βικιλεξικό’.[1] Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως συμβολικά, θέση ‘κάτοψης’ επέχουν η ποίηση και ο ποιητικός λόγος, μέσω των οποίων ο Δημήτρης Παπαστεργίου δεν παρατηρεί απλά, αλλά, προβαίνει και σε μία ενδοσκόπηση, χωρίς σε κανένα σημείο της η ποίηση του να απωλέσει αυτό ανάλαφρο χαρακτήρα της (ακόμη και αν ο ποιητής διαλέγεται με ένα εν τοις πράγμασι ‘φορτισμένο’ θέμα), στοιχείο που τον διαφοροποιεί από ποιητές που ανήκουν στην ίδια γενιά με τον ίδιο.
Εάν εμβαθύνουμε περισσότερο, μπορούμε να το θέσουμε και διαφορετικά: Από ποιητές που έχουν γράψει ποίηση την τελευταία πενταετία.
Δίπλα σε αυτή την παράμετρο, προστίθεται η «διαρκής εγκαθίδρυση και ανατροπή του ρυθμού»,[2] σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του καθηγητή Ευριπίδη Γαραντούδη, και επίσης, η χρήση και ‘αντιποιητικών λέξεων’,[3] κατά την προσέγγιση του Αλέξανδρου Αργυρίου, στο εγκάρσιο σημείο όπου αυτές δεν ‘αλλοιώνουν’ τον ποιητικό χαρακτήρα. Και πως ίσως θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά.
Ο Δημήτρης Παπαστεργίου έχει την ποιητική και γλωσσική ικανότητα και να ταυτίζεται με το ποίημα, με το περιεχόμενο του ποιήματος, ακόμη και απόλυτα, αλλά, και να ‘εκβάλλει’ από αυτό και να απομακρύνεται, καθιστώντας το πλήρως διαθέσιμο στον αναγνώστη. Έκθετο στις δικές του σκέψεις.
Και μία αντιποιητική λέξη που εντοπίζουμε, είναι η λέξη «άπληστα», από το ποίημα ‘Τα τυφλά πουλιά’, αφιερωμένο στη μνήμη του Ε.Χ. Γονατά.
Η ‘απληστία’ δεν σημασιοδοτείται εδώ με τον κλασικό τρόπο, αλλά, αντιθέτως, φθάνει να σημαίνει την ‘βουλιμία,’ την βαθιά επιθυμία για αέρα: Όπως τα πουλιά είναι ‘άπληστα’ για αέρα, έτσι και ο ποιητής μπορεί να διακατέχεται από την ίδια ‘απληστία’ για τις λέξεις. Για τις λέξει που όλες μαζί, θα συνθέσουν ένα ποίημα.
Μήπως το «απόλυτο ποίημα»;, για να ‘δανεισθούμε’ την ορολογία του Λεβινάς. Όχι, ακριβώς διότι «απόλυτο ποίημα»[4] δεν υπάρχει. Το ποίημα μπορεί και να είναι απλό, αφιερωμένο στα ταξιδιάρικα πουλιά, που όταν πετούν, ‘παρασύρουν’ μαζί τους και τον ποιητή. Όταν δεν πράττει κάτι τέτοιο η ποίηση. «Τα λυπάται ο θεός και τα φροντίζει, τα διακονεί στον κόρφο του, στο στόμα τα ταΐζει. Τις νύχτες βγαίνουν απ’ την κρύπτη τους με τις φτερούγες ανοιχτές για ισορροπία παραπατώντας άπληστα μυρίζουν τον αέρα τα υγρά τους ράμφη λαχταρούν το αίμα μου».[5]
Η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή χωρίζεται σε τρεις επιμέρους ποιητικές ενότητες (‘Τυφλά Πουλιά,’ ‘Δυο λεπτά απ’ την πατρίδα’, ‘Αλγόριθμοι Θανάτου’), με το ποίημα ‘Ο σιδερένιος άνθρωπος’ (Τάλως ή Iron Man, δεν έχει σημασία), να συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα ισορροπίας μεταξύ μύθου και μουσικών επιλογών ή προτιμήσεων, σε ένα πολύ λεπτό σημείο όπου ο αναγνώστης αποκομίζει την εντύπωση πως αυτή την ‘κάτοψη’ θα διαφανούν τα μέλη του Βρετανικού hard rock συγκροτήματος των ‘Black Sabbath’ (και κυρίως ο κιθαρίστας Tony Iommi και ο τραγουδιστής Ozzy Osbourne), και θα παίξουν το τραγούδι ‘Ironman.’ Μέσα από τις ήδη διαμορφωθείσες εικόνες μπορούν και προκύπτουν νέες, χωρίς αυτό να συνεπάγεται πως ο ποιητής καθίσταται ‘εικονολάτρης’.
Και έτσι, συνοδεία ‘σκληρής μουσικής’ ή κιθαριστικών riffs, ο αναγνώστης μπορεί να αποκτήσει εκ νέου περιβαλλοντική συνείδηση, να στοχαστεί για τους ‘κύκλους’ κοινωνικής και πολιτικής διαμαρτυρίας που είχαν ανοίξει την δεκαετία του 1960, για την σημασία της ‘φυγής’ (φαντασιακά), εκεί όπου ο ποιητής ευθυγραμμίζεται ή αλλιώς, οικειοποιείται την ρήση του Αυτοκράτορα των Γάλλων και στρατηγού Ναπολέοντα Βοναπάρτη: ‘Η φαντασία κυβερνά τον κόσμο,’ και υπό την μορφή ‘καλλίπυγων κοριτσιών’ από την Μπανγκόκ της Ταϊλάνδης.
«Σκέφτεσαι τους απόκληρους και τους εσταυρωμένους, τα δύσμοιρα των Ερυθρών Χμερ αν πεινούν παιδιά, τους άστεγους ερωδιούς, στο ψύχος τους πιγκουίνους, τα, υπό εξαφάνισιν, βουβάλια στην Κερκίνη και – όχι μόνο συμπόνιας-αλλ’ έως δακρύων συμπάσχεις, ώσπου μοιραία, κάποια βραδιά, σ’ εγκαταλείπουν αίφνης οι φίλοι σου άγρια μεσάνυχτα -σου λέω-στην ερημιά, βροχή σε ορέγετ’ έκφυλη, μπόρα νυμφομανής, να είναι Μάης, όλα μαζί τα γιασεμιά να σκούζουν, τα δάκρυα που έριξες, λούζεσαι-περονιάζεις- και τότε δίνεις μια στους αεροπροωθητήρες- που κουβαλάς βαρίδι’ από την Τρίτη Γυμνασίου-βολίδα βρίσκεσαι στη μακρινή Μπανγκόκ, ανάμεσα σε όμορφα καλλίπυγα κορίτσια, που πρόθυμα σε βοηθούν με ζέση να εννοήσεις τι ακριβώς πήγε στραβά στην εύκρατη ζωή σου».[6]
Εντός της ποιητικής συλλογής ‘Κάτοψη,’ ενσκήπτει η μνήμη του πατέρα (ας θυμηθούμε το ‘Γράμμα στον Πατέρα’ του Φραντς Κάφκα), με έναν τρόπο γλυκόπικρο, εκεί όπου μπορούν και συνυπάρχουν οι όμορφες αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, δηλαδή το παρελθόν, το οποίο και ανακτά για να το ‘μοιραστεί’ με τους αναγνώστες, με το παρόν που εκκινεί και τελειώνει μέσα σε ένα οστεοφυλάκιο.
Οι πρώτοι στίχοι («….κι όταν στ’ οστεοφυλάκιο»), εμπεριέχουν εντός τους το πένθος, το οποίο όμως δεν χάνει την διακριτικότητα, την αξιοπρέπεια του, αποτελώντας εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την μεταθανάτια απονομή της ‘Δικαιοσύνης’. Και τι σημαίνει ‘Δικαιοσύνη’;
Η ορθή αξιολόγηση της επιρροής που είχε στη ζωή του ποιητή και στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του η μορφή του πατέρα. Η απόδοση τιμών έστω και μετά θάνατον. Και με ποιον τρόπο; Με ένα ποίημα. Τίποτε άλλο. «…κι όταν, στ’ οστεοφυλάκιο, ανέκραξες: «πατέρα…», πατέρα, έπρεπε, το χέρι να σου δώσω… «Δώσ’ μου το χέρι να περάσουμε τον δρόμο…» «Λίγη ησυχία κάνε, ο κόσμος βλέπει την ταινία…» «Πρόσεχε! πάλι θα χτυπήσεις και θα κλαις…» Χρόνια μετά, στη μνήμη μου, η έγνοια του ακόμα, η αγάπη μου άσπρα να του βάφει τα μαλλιά, κι ακόμα η τίμια μυρουδιά του στα ρουθούνια μετά απ’ το μεροκάματο, τη σπάνια εκδρομή∙ που πάει να πει: χρόνια μετά, τα ελάτια-ακόμα-, τα ψηλά, ο ήλιος βασιλιάς λαμπρός να του χαμογελάει, οι παρελάσεις, οι εξοχές, τα σινεμά, θαύματα που με πήγε».[7]
Αυτό το ποίημα, θα μπορούσε να βρίσκεται τοποθετημένο στην «αρχή»[8] της ποιητικής συλλογής, σύμφωνα με τον Ανδρέα Καραντώνη. Μέσα από τις διακεκομμένες λέξεις του ποιητή, ‘εμφανίζεται’ η αρχή, η ‘αρχή ην’, την οποία ο ποιητής προτιμά έναντι του τέλους. Έναντι του οποιουδήποτε τέλους.
Το οποίο δεν αποφεύγει να θίξει ο ποιητής. Στο δε ποίημα «Επιστρέφω Αμέσως»,[9] η χρήση του «διανοητικού στοιχείου» καθίσταται τόσο «περίτεχνη»,[10] για να στραφούμε στην προσέγγιση του Νάσου Βαγενά για την ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη, ώστε δίχως άμεσες αναφορές στην ποιητική του ιδιότητα, να διαφαίνονται σπαράγματα του ποιητικού του λόγου. Όλα εκείνα τα ‘σπαράγματα’ που καθιστούν την ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη, ‘λυτρωτική’.
_____
[1] Βλέπε σχετικά, ‘Βικιλεξικό,’ ‘Κάτοψη,’ Διαθέσιμο στο: κάτοψη – Βικιλεξικό (wiktionary.org) Και, Παπαστεργίου, Δημήτρης., ‘κάτοψη,’ Εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη, 2023. Μπορούμε να σταθούμε, θεωρητικώ τω τρόπω, στο εναρκτήριο ποίημα της ποιητικής συλλογής με τίτλο ‘Μονόλογος’. Στο συγκεκριμένο ποίημα στο οποίο σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι απανωτές ερωτήσεις («Πως είναι εκεί πάνω; Τι νιώθετε; Τι βλέπετε;» ), που στοχεύουν στο να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για την μετάβαση από τον μονόλογο (βλέπε και τον τίτλο), στις συνθήκες ενός φαντασιακού αλλά καθ’ όλα εκφραστικού δια-λόγου, παρατηρούμε την ύπαρξη των λεγόμενων «κενών λέξεων» («τι, να»), για να παραπέμψουμε στην ανάλυση της Κατερίνας Μπακάκου-Ορφανού, οι οποίες επιτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες. Και ποιες είναι αυτές; Ας το δούμε αναλυτικότερα: Πρώτον, του προσδίδουν μία ιδιαίτερη ‘γοητεία’ (όπως υποστηρίζει ο Martin Buber, η «ύπαρξη του Heidegger, είναι μια ύπαρξη του μονολόγου»/Για τον ποιητή Δημήτρη Παπαστεργίου, δεν ισχύει μία τέτοια αρχή), μία γλωσσική ‘χάρη’, μία ευθυμία που πηγάζει από την χαρά που αισθάνεται κάποιος όταν συνομιλεί με ένα μη-ανθρώπινο ον που αγαπά. Ο ποιητής επιχειρεί ή αλλιώς, τολμά ένα «βήμα έξω από το ανθρώπινο», προκειμένου να επαναπροσδιορίσει δραστικά την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη ή συνθήκη. Δεύτερον, το καθιστούν ποίημα του ‘δρόμου,’ δηλαδή ποίημα το οποίο ο καθένας θα μπορούσε να σιγοψυθυρίζει ενώ περπατά στο δρόμο, εγκαταλείποντας, με αυτόν τον τρόπο, άλλες σκέψεις που τυχόν κάνει εκείνη την στιγμή. Εάν ο αναγνώστης καταστεί απολύτως ‘αφοσιωμένος’ στο ποίημα, τότε ο ποιητής θα μπορεί να διακηρύξει την προσωπική του ‘νίκη’. Τρίτον, συμβάλλουν ώστε αφενός μεν το ποίημα να αποκτήσει ‘ταυτότητα’, και, αφετέρου δε, να μην ‘εξοκείλει’ γλωσσικά: Καμία εκ των μικρού μεγέθους λέξεων που επιλέγονται, μεταξύ αυτών και οι «κενές λέξεις», δεν περισσεύει, με αποτέλεσμα το ποίημα, να έχει την δυνατότητα να ‘σταθεί’ αυτοτελώς, δίχως να χρειάζεται την ύπαρξη αναγνωστών. Άρα, μπορούμε να κάνουμε λόγο και για ένα μη-αναγνωστικό ποίημα. Βλέπε σχετικά, Ορφανού-Μπακάκου, Κατερίνα., ‘Η λέξη της Νέας Ελληνικής στο γλωσσικό σύστημα και στο κείμενο,’ Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2005, σελ. 93. Βλέπε και, Buber, Martin., ‘Το πρόβλημα του ανθρώπου,’ Μετάφραση: Χαραλαμπόπουλος, Απόστολος, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, 1987, σελ. 85. Λεβινάς, Εμμανουέλ., ‘Πάουλ Τσέλαν: Από το είναι στο άλλο,’ Μετάφραση: Ελευθεράκης, Δημήτρης. Θεώρηση Μετάφρασης: Γιάννης, Ευστάθιος. Διαθέσιμο στο: Levinas-Paul-Celan.-Apo-to-einai-sto-allo.pdf «Έι σεις πουλιά. Πως είναι εκεί πάνω; Τι νιώθετε; Τι βλέπετε; μικροί μου φτερωτοί εγωιστές. Σας ζηλεύω, να το ξέρετε. Πώς θα ‘θελα να είμαι σαν και σας∙ να με ρωτούν και ν’ απαντάω με κραξίματα για να μη λένε: μα τι άνθρωπος μονόχνοτος». Ο ποιητής προσδοκά μία συμβολική και μη, ‘υποκατάσταση’ της ανθρώπινης γλώσσας με τα «κραξίματα» των πουλιών, τα οποία τα εκλαμβάνει ως αμιγώς ποιητική ‘γλώσσα’, εντός της οποίας δεν συναντώνται ο φθόνος και η εγωπάθεια.
[2] Βλέπε και, Γαραντούδης, Ευριπίδης., ‘Η γοητεία του ποιητικού ρετρό’, Εφημερίδα ‘Η Καθημερινή,’ 29/12/1992. Ο ρυθμός ανατρέπεται πλήρως στο ποίημα ‘Η Βροχή’, η οποία παραχωρεί την θέση σε ένα βράδυ «κουραστικό και λυπημένο». Και το βράδυ είναι «κουραστικό» (αρνητική πρόσληψη), επειδή εντός αυτού δεν μπορούν να λάβουν την θέση τους τα ‘όνειρα’ των ανθρώπων. Βλέπε και, Παπαστεργίου, Δημήτρης., ‘Η βροχή,’ Ποιητική Συλλογή, ‘Κάτοψη…ό.π., σελ. 41.
[3] Βλέπε και, Αργυρίου, Αλέξανδρος., ‘Στοιχεία και σημεία της νεωτερικής ποίησης’, Περιοδικό ‘Η Λέξη’, 99-100, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1990, σελ. 40-51.
[4] Λεβινάς, Εμμανουέλ., ‘Πάουλ Τσέλαν: Από το είναι στο άλλο…ό.π., σελ. 184. Το ποίημα ‘Σεργιάνι’, το οποίο είναι το εναρκτήριο ποίημα της ενότητας ‘Δυο λεπτά απ’ την πατρίδα’, εντάσσεται στην κατηγορία των ερωτικών ποιημάτων και περιγράφει με έναν μη δόκιμο, για ενήλικες τρόπο, τον έρωτα. Ως προς αυτό λοιπόν, ο έρωτας νοηματοδοτείται ως ένα ‘παιδικό παιχνίδι’ (το ‘κρυφτό’ στο οποίο αναφέρεται ο Δημήτρης Παπαστεργίου), στο οποίο διαρκώς την πρωτοβουλία έχει η γυναίκα, που είναι αυτή που «σεργιανεί στους κήπους του κορμιού». Εδώ ακριβώς ενσκήπτει μία γόνιμη και καθ’ όλα ωραία και λειτουργική παρομοίωση, με τον έρωτα ή αλλιώς, την ερωτική πράξη να παρομοιάζεται ως ‘ταξίδι’ της γυναίκας στο σώμα του άνδρα, εκεί όπου μόνος δεν υπάρχει προορισμός. Μόνο επίδειξη πίστης και αγάπης. «Τις νύχτες τα φιλιά σου σεργιανούν στους κήπους του κορμιού μου. Παίζουν κρυφτό στις φυλλωσιές, στα δέντρα σκαρφαλώνουνε και κλέβουνε τα φρούτα. Κάθε πρωί το σώμα μου μυρίζει γιασεμί και δαγκωμένο ροδάκινο». Τι δεν παρατηρούμε σε αυτό το ποίημα όπως και σε άλλα ποιήματα της ‘Κάτοψης’; Την «εναλλαγή έμμετρων και ελεύθερων στίχων», για να στραφούμε στην θεώρηση της Βαρβάρας Ρούσου. Μπορούμε να διαβάσουμε εκ νέου τους πρώτους στίχους: Εάν το κάνουμε, θα διακρίνουμε τον μακρινό απόηχο του ρυθμού που έχει ένα δημοτικό τραγούδι. Τον ρυθμό της δημοτικής μας ποίησης. Βλέπε και, Ρούσσου, Βαρβάρα., ‘Ο ελεύθερος στίχος υπό το πρίσμα της σύγχρονης μετρικολογίας: τα πρώτα ελληνικά ελευθερόστιχα ποιήματα (1920-1940),’ Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2007. Και, Παπαστεργίου, Δημήτρης., ‘Σεργιάνι,’ Ποιητική Συλλογή ‘Κάτοψη…ό.π., σελ. 23.
[5] Βλέπε σχετικά, Παπαστεργίου, Δημήτρης., ‘Τα τυφλά πουλιά,’ Ποιητική Συλλογή, ‘Κάτοψη…ό.π., σελ. 12. Σαν τα πουλιά, είτε μικρά είτε μεγάλα (ας το προσέξουμε ιδιαιτέρως αυτό το σημείο), ο ποιητής παρατηρεί από ψηλά, συνθέτοντας ποιήματα που επιτελούν λειτουργίες ‘κάτοψης’. Μέσω της ποίησης, τα πράγματα μπορούν να φανούν διαφορετικά, όπως και τα ανθρώπινα λάθη. Οι χαμένοι έρωτες.
[6] Βλέπε σχετικά, Παπαστεργίου, Δημήτρης., ‘Ο σιδερένιος άνθρωπος (Τάλως ή Iron Man, δεν έχει σημασία),’ Ποιητική Συλλογή ‘Κάτοψη…ό.π., σελ. 29. Δια-κειμενικές αναφορές υπάρχουν διάσπαρτες εντός του ποιητικού κειμένου. Τις απαριθμεί όμως όλες ο ποιητής με ιδιαίτερη προσοχή στις ‘Σημειώσεις’ του. Διαβάζοντας τες και μελετώντας τες το ίδιο προσεκτικά, αποκτούμε μία πλήρη εικόνα των επιρροών του ποιητή, εκείνων των ερεθισμάτων που αποτέλεσαν ‘πρώτη ύλη’ για την δημιουργία ποιητικού λόγου που δεν αναπαράγει τα τετριμμένα. Που δεν εγκολπώνεται το ανοίκειο στις διάφορες εκδοχές του. Που υμνεί την ‘ωραιότητα’ ονομάτων όπως είναι το όντως εύηχο και Εβραϊκό ‘Σεπφώρα’. «Άμμος, τα βράχια γύρω μας γυμνά, κι εσύ, όμοια λεμονανθός, μοσχοβολούσες. Κι όλο, τα υπέροχα αυτοκρατορικά σου μάτια, με αγωνία να με ρωτούν: «πώς είναι οι λεμονιές»; ΙΙ. «Άμμος, κι αντί για εσένα, η θάλασσα, Σεπφώρα, άγρια πουλιά τώρα μου στέλνει, τρομαγμένα. Το σώμα μου θυμάτ’ ακόμα τ’ άρωμα σου, μίλια, χιλιάδες τρεις, μακριά απ’ τον έρωτα σου, κι από τις προσμονές, μακριά, τριάντα επτά αιώνων». Στο ίδιο, σελ. 25. Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως εντός ποιήματος υπάρχει ένα έντονο Ελυτικό ΄ίχνος’. Λίγοι Νεο-Έλληνες ποιητές είναι τόσο επεξηγηματικοί όπως ο Δημήτρης Παπαστεργίου, ο οποίος δεν αφήνει και δεν αφήνει καμία απορία στον αναγνώστη, και αντλεί (όσοι λίγοι) από διαφορετικές μορφές τέχνης, και όχι μόνο. Μουσική, χορός, κινηματογράφος, λαϊκές δοξασίες και τελετουργίες, μύθοι, ‘χωνεύονται’ παρά πολύ καλά.
[7] Βλέπε σχετικά, Παπαστεργίου, Δημήτρης., ‘Ο των θαυμάτων πρώτος ξεναγός,’ Ποιητική Συλλογή ‘Κάτοψη…ό.π., σελ. 31. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα, σε θεωρητικό επίπεδο, η συσχέτιση μεταξύ των διαφόρων πυρκαγιών που εκδηλώνονται κατά την διάρκεια των θερινών μηνών (στην ποιητική του Δημήτρη Παπαστεργίου, η φύση εκλαμβάνεται ως η ‘απόλυτη θεότητα’), και ‘ερωτικών πυρκαγιών’ που χάνονται και ‘σβήνουν’ χωρίς κανείς να αντιληφθεί το πως. Ίσως μόνο η ‘φύση’. ‘Η μεταφυσικών των πυρκαγιών του θέρους…ό.π., σελ. 38.
[8] Βλέπε σχετικά, Καραντώνης, Ανδρέας., ‘Εισαγωγή στη Νεότερη Ποίηση,’ Εκδόσεις Δίφρος, Αθήνα, 1958.
[9] Βλέπε σχετικά, Παπαστεργίου, Δημήτρης., ‘ «Επιστρέφω αμέσως»,’ Ποιητική Συλλογή ‘κάτοψη…ό.π., σελ. 37.
[10] Βλέπε σχετικά, Βαγενάς, Νάσος., ‘Καβάφης αυτοκρινόμενος (και κρινόμενος),’ Ηλεκτρονική Εφημερίδα ‘Το Βήμα,’ 10/01/2024, Καβάφης αυτοκρινόμενος (και κρινόμενος) – ΤΟ ΒΗΜΑ (tovima.gr) Λίγοι είναι οι σύγχρονοι Έλληνες ποιητές που να έχουν προβεί οι ίδιοι σε μία κριτική ανάλυση του έργου του, όπως έκανε ο Κωνσταντίνος Καβάφης.
0 Σχόλια