Δημήτρης Μπαλτάς
‘Τα λεπτά της σιωπής’
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
–
Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Μπαλτά που εν προκειμένω φέρει τον τίτλο ‘Τα λεπτά της σιωπής,’ είναι η πέμπτη που εκδίδει μέσα σε ένα χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών. Έχουν προηγηθεί οι ποιητικές συλλογές ‘Η Αρχή’ (2019), ‘Μελωδίες Λήθης’ (2021), ‘Το όνομα του έρωτα’, (2022) και οι ‘Περιγραφές του Ανεκπλήρωτου’ (επίσης το 2022).
Μπορούμε να σταθούμε λίγο στη χρονολογία έκδοσης των δύο τελευταίων ποιητικών συλλογών του Δημήτρη Μπαλτά, οι οποίες κυκλοφόρησαν το 2022. Και αυτό διότι, δεν είναι πολύ σύνηθες στην εγχώρια ποιητική παραγωγή των τελευταίων ετών, να εκδίδονται και να κυκλοφορούν δύο ποιητικές συλλογές μέσα στην ίδια χρονιά (2022).
Πού θα μπορούσαμε να αποδώσουμε μία τέτοια εξέλιξη; Πρωτίστως στην εργατικότητα του ποιητή. Δευτερευόντως, στο γεγονός πως αναγάγει την ποίηση ή τον ποιητικό λόγο σε βασικό ‘εργαλείο’ (αν είναι δόκιμος ο όρος), σχολιασμού της επικαιρότητας.[1]
Δύναται να αναφέρουμε πως πέραν του τίτλου της ποιητικής συλλογής, υπάρχει εντός αυτής και ομώνυμο ποίημα (‘Τα λεπτά της σιωπής’), μέσω του οποίου ο ποιητής επισημαίνει και αναδεικνύει στην επιφάνεια (διττή λειτουργία), την ‘αξία’ της σιωπής (της γλωσσικής-λεκτικής ‘παύσης’), την δυνατότητα της να ‘λέει όσα δεν μπορεί και δεν θέλει να πει’ η γλώσσα.
Εν είδει υποθέσεως εργασίας, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως διαφαίνεται μία σύγκλιση μεταξύ του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζει ο ποιητής την μη ‘αιδήμονα’ σιωπή και της αντίληψης του Γερμανού φιλοσόφου Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, σύμφωνα με τον οποίο «οπωσδήποτε υπάρχουν πράγματα που δεν λέγονται, αλλά μόνο δείχνονται».[2]
Και ‘δείχνονται’ δια της σιωπής, δια των ‘λεπτών της σιωπής’, η οποία, όσο περισσότερο διαρκεί, τόσο περισσότερο ‘θόρυβο’ κάνει. Όσο περισσότερο διαρκεί, τόσο πιο εύκολα επικρατεί επί του πομπώδους και των έντονων χειρονομιών που τίθενται στον αντίποδα αυτής. Που όσο περισσότερο διαρκεί, τόσο περισσότερα εμπόδια θέτει στη δημιουργία ποίησης.
«Στα λεπτά της σιωπής κρύβονται τα πιο σημαντικά. Όσα το στόμα δεν λέει. Όσα τα χέρι δεν σκαλίζει. Τα λεπτά της σιωπής μας στοιχίζουν πιο πολύ απ’ τις φωναχτές υποσχέσεις, απ’ τα μεγάλα λόγια. Τα λεπτά της σιωπής γίναν η φλόγα που μας καίει, η αρμύρα στα μάτια, οι γόπες στο τασάκι. Τα λεπτά της σιωπής γίναν ώρες ολόκληρες και μας σαμποτάρουν».[3] Δεν θα είναι απαραίτητο, θεωρητικά, να κάνουμε λόγο για την «ανοιχτότητα της σύνταξης»[4] (syntactic openness), για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του H. Golomb.
Απεναντίας, μπορούμε να αναφερθούμε στο γεγονός πως το ποίημα αποτελείται από τέσσερις παρόμοιου μεγέθους στροφές (μορφή του ποιήματος, ή αλλιώς, το ‘περίβλημα’ του), μέσω των οποίων ο ποιητής αναπτύσσει συλλογισμούς που ‘δένονται’ σε ένα ‘ενιαίο σύνολο’: Μετά την σιωπή, μετά την μη-εκφορά της λέξης, της όποιας λέξης, ‘καταφθάνει’ η ποίηση. Και μάλιστα στο αμέσως επόμενο ποίημα, εκεί όπου, ο ποιητής, αξιώνει από τους ομότεχνους του να επιδεικνύουν σεβασμό προς το ποίημα και το ‘φορτίο’ που φέρει μαζί της: Δηλαδή, τις λέξεις. Τις πολλές και λίγες λέξεις. Εάν το ποίημα ‘εξοκείλει’, τότε είναι αρκετά πιθανός να ‘εξοκείλει’ και ο ποιητής, εκπίπτοντας στην κατηγορία του wannabe ποιητή.
Ας δώσουμε τον λόγο στον Δημήτρη Μπαλτά: «Οι ποιητές πρέπει να είναι προσεκτικοί με τη λέξη. Δεν πρέπει να εκμεταλλεύονται την καλοσύνη και την εχεμύθεια της σπιτονοικοκυράς τους, γιατί μπορεί να τους πετάξει έξω. Εξάλλου, συμβόλαιο ποίημα αυτοακυρώνεται ευκόλως».[5] Από την στιγμή όπου εισέρχεται κάποιος στον ρευστό χώρο της ποίησης, δεν υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας. Εκτιμούμε πως θα ήσαν αρκούντως συμβατικό ή κοινότοπο να κάνουμε λόγο για την συνύπαρξη της ατομικότητας και της συλλογικότητας εντός της ποιητικής συλλογής ‘Τα λεπτά της σιωπής’.
Συν τοις άλλοις, μία τέτοια θεωρητική προσέγγιση, θα ‘αδικούσε’ ίσως τον πολυδιάστατο χαρακτήρα και της ποίησης αλλά και της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής. Έτσι λοιπόν, μπορούμε να ισχυρισθούμε πως η ποίηση του Δημήτρη Μπαλτά καθίσταται θεματική.
Διαφορετικά ειπωμένο, κατανεμημένη σε επιμέρους ‘κομμάτια,’ έτσι όπως συμβαίνει και με την καθημερινή ζωή ενός υποκειμένου, η οποία κατανέμεται σε χρονικές ‘ζώνες’ (πρωί, μεσημέρι, απόγευμα και βράδυ), και σε επιμέρους στιγμές. Άλλοτε σημαντικές και άλλοτε τελείως αδιάφορες που ξεχνιούνται όπως μπορεί να ξεχαστεί ένα ποίημα. Και ένα από τα θέματα που αναπτύσσει ο ποιητής, είναι ο έρωτας. O έρωτας που φέρει την μορφή του ‘αισθησιασμού’ και όχι του «αισθητισμού»,[6] κατά την θεώρηση της Χριστίνας Δουνιά για τα ερωτικά ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη.
Το ποίημα ‘Η επιθυμία με ζύγωσε κι απόψε,’ είναι ένα ιδιαιτέρως αισθησιακό ποίημα, λιτό στη μορφή και ‘πυκνό’ σε σημαινόμενα, με την ερωτική επιθυμία να προσέρχεται με τέτοιον τρόπο στο προσκήνιο, ώστε να προσανατολίζει αποκλειστικά τον ποιητή (‘τίποτε άλλο δεν έχει σημασία’) προς το αντικείμενο του πόθου. Το οποίο μάλιστα απουσιάζει. Και σε αυτό το λεπτό σημείο, η έννοια της απουσίας αποκτά μία διττή λειτουργία.
Πρώτον, το αντικείμενο του πόθου απουσιάζει, ως φυσική παρουσία, από το ποίημα. Και, δεύτερον, απουσιάζει τελείως από την ζωή του. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως το αντικείμενο του πόθου τον έχει αρνηθεί, πράγμα που δεν συμβάλλει όμως στον μετριασμό της επιθυμίας, η οποία ‘ζύγωσε κι απόψε’. Σε αυτή ακριβώς την εναρκτήρια έκφραση του ποιήματος διακρίνουμε και έναν μακρινό Καβαφικό αισθησιακό ‘απόηχο’.
Η ίδια η επιθυμία που δεν είναι ακριβώς συναίσθημα όσο κατάσταση, ενεργοποιεί την φαντασία που λειτουργεί ως ‘υποκατάστατο’ της έλλειψης της ερωτικής επαφής-ηδονής, ωθεί σε εξομολογήσεις από τις οποίες εκλείπει το παράπονο, δημιουργώντας ‘χώρο’ για την εμφάνιση της απορίας. ‘Γιατί’; Οι ωραίες γυναικείες μορφές απουσιάζουν από το ποίημα, δίχως όμως μία τέτοια εξέλιξη να του στερεί κάτι από τον εν γένει ερωτισμό του. «Η επιθυμία με ζύγωσε κι απόψε. Και τι δεν θα ‘δινα για να ακουμπήσω τα γλυφά σου χείλη… μα η αγαρηνή καρδιά σου μου το αρνείται πεισματικά. Σαν αερικό περνάς από την πλώρη του έρωτα μου, μα ποτέ δε στέκεσαι. Αφήνεις την αλίκτυπη καρδιά μου να παραδέρνει, ενώ εσύ με το μεφιστοφελικό σου χαμόγελο αγναντεύεις».[7]
Την σωματικότητα του έρωτα (για «υλικότητα» θα έκανε λόγο η Χριστίνα Δουνιά), αναδεικνύει το μικρό απόσπασμα ‘και τι δεν θα ‘δινα για να ακουμπήσω τα γλυφά σου χείλη’, απόσπασμα που συγκλίνει και ‘επικοινωνεί’ με τους γνωστούς ερωτικούς στίχους ‘και τι δεν θα ‘δινα τον γύρο του κορμιού σου να ξανάκανα’. Είναι όμως σαφές από όσα εκθέσαμε πιο πάνω, πως η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Μπαλτά, δεν περιορίζεται στην σκιαγράφηση του ερωτικού στοιχείου ή της ερωτικής εμπειρίας. Απεναντίας, ‘ανοίγεται’ περισσότερο, για να συμπεριλάβει και ποιήματα που εμπεριέχουν εντός του ότι η Μαρία Ψάχου προσδιορίζει ως «ιδεολογική πυκνότητα».[8]
Εμείς, εντοπίζουμε τρία ποιήματα[9] ‘ιδεολογικής πυκνότητας’, τα οποία θα μπορούσαν να ενταχθούν στην κατηγορία της κοινωνικής-ταξικής ποίησης.
Και μία ενδιαφέρουσα παράμετρος είναι το ότι ο ποιητής δεν διστάζει να κάνει χρήση της ταξικής ‘ιδιολέκτου’, αποφεύγοντας την υπαινικτικότητα, την αμφισημία, προκειμένου να καταστεί όσο πιο ρεαλιστικός (και όχι νατουραλιστικός) και ‘μαχητικός’ γίνεται.
‘Ο προλετάριος’ συνιστά το πλέον χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του τύπου ποίησης. Επιπλέον, διαρθρώνεται σε τρία επιμέρους επίπεδα: Πρώτον, στην κοινωνική-πολιτισμική[10] ‘σύγκρουση’ μεταξύ αστών (τραπεζιτών), και εργατών. Δεν διαφαίνεται μία απευθείας κοινωνική-ταξική ‘σύγκρουση’ μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης, αλλά, η ‘σύγκρουση’ αυτής της κατηγορίας της αστικής τάξης με τους εργάτες, με τον ένα εργάτη του ποιήματος που εργάζεται σκληρά. Ο ιδρώτας που χύνεται και η σωματική ρώμη που αρκεί για να διαλύσει τον ασβέστη συνιστούν πρωταρχικά μοτίβα που δείχνουν προς την κατεύθυνση της ‘εργατικότητας’.
Δεύτερον, στην επισήμανση πως τραπεζικοί και εργάτες (ο ένας δείχνει προς το ‘πλήθος’), ούτε διαθέτουν κάποια κοινά μεταξύ τους ούτε και πρόκειται να αποκτήσουν. Και τρίτον, στη σαφή υπεροχή του εργάτη (εργατών) ο οποίος, αναπαρίσταται ως ‘γνήσιος’ εν αντιθέσει με τους ‘ψεύτικους’, ‘διεφθαρμένους,’ ‘κόλακες’ τραπεζίτες.
Τι παρατηρούμε εδώ; Την εμβάθυνση των αντιθέσεων που φθάνουν έως του σημείου του να χαρακτηρίσουν κοινωνικές στάσεις και συμπεριφορές.
Βαθύτερα, και ο ίδιος ο ποιητής θα μπορούσε να αυτο-προσδιοριστεί ως ‘εργάτης’: Ως ‘εργάτης’ του λόγου, εντασσόμενος και αυτός στη χορεία αυτών που ‘εργάζονται’ και ‘διαλύουν’ μέσα στην ποίηση όλα όσα τους προβληματίζουν. Ποια θα μπορούσε να είναι η «φιλοδοξία»[11] του Δημήτρη Μπαλτά, σύμφωνα με την Αμερικανίδα ποιήτρια Λουίζ Γκλικ; Να γράψει ένα καλό και άρτιο αισθητικά ‘εργατικό’ ποίημα.
Όμως, ο ποιητής έχει μία ακόμη ‘φιλοδοξία’ (η φιλοδοξία δεν πρέπει να συγχέεται με την ματαιοδοξία). Και ποια είναι αυτή; Να «βγαίνει από το ποίημα χορτασμένος, αλλά εξαίσια χορτασμένος, έτσι που ο αναγνώστης την ίδια γλύκα να αισθανθεί»,[12] όπως γράφει ο ποιητής Χρήστος Λάσκαρης.
Σε αυτή την ‘θεματική’ ποίηση στην οποία ‘χωρά’ και η ανυπομονησία, η σημασία της πρόληψης, η επί τα χείρω αλλαγή ως αποτέλεσμα της διάψευσης, η τόλμη της παιδικής ηλικίας, τίποτε δεν φαντάζει περιττό. «Γράφω για ό,τι έχω ζήσει, για ό,τι έχω νιώσει. Γράφω για ό,τι έχω ακούσει, για ό,τι έχω μυρίσει. Γράφω για ό,τι έχω απορήσει, για ό,τι έχω μαρτυρήσει». Από αυτό το ποίημα μπορεί να εξέλθει ‘εξαίσια χορτασμένος’.
_____
[1] Διευρύνοντας την οπτική μας, θα επισημάνουμε πως για παράδειγμα, ο ποιητής Βαγγέλης Χρόνης από τα μέσα σχεδόν της προηγούμενης δεκαετίας (2014), εξέδιδε μία ποιητική συλλογή τον χρόνο. Δύο ποιητικές συλλογές εξέδωσε το έτος 2016. Η πρώτη ήσαν η συλλογή με τίτλο ‘Τα αγάλματα και οι ψυχές’ και η δεύτερη η συλλογή ‘Ένα χωνάκι θλίψη.’ Στη δεύτερη περίπτωση όμως, πρόκειται περί επανέκδοσης της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής στην Αγγλική Γλώσσα (‘A cornet of sorrow’), εξέλιξη που εν τοις πράγμασι μας αποτρέπει από το να κάνουμε λόγο για μία νέα προσθήκη στην ήδη ‘πλούσια’ ποιητική παραγωγή του Βαγγέλη Χρόνη. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να βρει όλα τα ποιήματα του συγκεντρωμένα στον τόμο ‘Βαγγέλης Χρόνης. Ποίηση 1999-2020’, Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2021. Ο καλαίσθητος αυτός τόμος ουσιαστικά ‘γλυτώνει’ τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη από το να εισέλθει σε μία διαδικασία αναζήτησης κάποιας ξεχωριστής ποιητικής συλλογής του ποιητή.
[2] Βλέπε σχετικά, Wittgenstein, L., ‘Critical assessments,’ London, 1986. Η διδακτορική διατριβή της Δήμητρας Αναστασίου προσφέρει στον μη-μυημένο αναγνώστη όλα όσα πρέπει να γνωρίζει για την γλωσσική θεωρία του Γερμανού φιλοσόφου. Βλέπε και, Αναστασίου, Δήμητρα., ‘Γλώσσα και πραγματικότητα στον Wittgenstein,’ Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2011, Διαθέσιμη στο: Γλώσσα και πραγματικότητα στον Wittgenstein (didaktorika.gr)
[3] Βλέπε σχετικά, Μπαλτάς, Δημήτρης., ‘Τα λεπτά της σιωπής,’ Ποιητική Συλλογή ‘Τα λεπτά της σιωπής,’ Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 2021, σελ. 46. Θεωρητικώ τω τρόπω, θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε τις αποκλίσεις στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν την έννοια της σιωπής, οι ποιητές Δημήτρης Μπαλτάς και Βαγγέλης Χρόνης. Υπό αυτό το πρίσμα, θα υπογραμμίσουμε πως ενώ ο πρώτος προσδίδει στην έννοια της σιωπής ένα βαθιά υπαρξιακό περιεχόμενο (η σιωπή ‘πονά’ και ο πόνος καθίσταται ακόμη μεγαλύτερος όταν ο ‘άλλος’ εξακολουθεί να μην μιλά), νοηματοδοτώντας ως ‘μήτρα’ από την οποία προκύπτουν «τα πιο σημαντικά» για την ζωή ενός ατόμου, ο δεύτερος σπεύδει να την εκλάβει ως μία κατά βάση μη-γλωσσική ή μη-λεκτική συνθήκη, στο εγκάρσιο σημείο όπου αυτή, ‘αποκαθαρμένη’ από κάθε γλωσσικό συλλογισμό, συνιστά έναυσμα για την πραγματοποίηση βαθύτερων στοχασμών. Στοχασμών που δίχως την ‘σιωπή’ δεν θα μπορούσαν να λάβουν χώρα. Άρα, έστω και ελαφρώς, ο Βαγγέλης Χρόνης, προσεγγίζει την σιωπή με έναν τρόπο θετικό. «Σιωπή. Ενός λεπτού σιγή που την σκέψη οδηγεί στο παραπέρα και στο αντίπερα». Δεύτερον, ενώ ο Δημήτρης Μπαλτάς μπορεί και προσλαμβάνει την σιωπή ως μία οιονεί ‘καθηλωτική εμπειρία’, για να παραφράσουμε τον Μιχάλη Πιερή, η οποία μετασχηματίζεται με χρόνο ‘αβίωτο’, με χρόνο που ‘δεν περνά’ (μπορούμε να δούμε και την ποιητική ‘συνέχεια’: ‘Τα λεπτά της σιωπής’ γίνονται ώρα), ο Βαγγέλης Χρόνης την εκλαμβάνει διαφορετικά: Ήτοι, ως στιγμιαία διαδικασία που αφού συμβάλλει στο να αποκτήσει ΄βάθος’ η σκέψη (εδώ συγκροτείται το εξής Καρτεσιανό σχήμα: ‘Σιωπώ άρα σκέφτομαι βαθιά, σκέφτομαι όπως δεν σκέφθηκα στο παρελθόν’), παύει να υφίσταται και το άτομο επιστρέφει στη ‘φυσική’ του κατάσταση. Στην κατάσταση της ομιλίας και της συν-ομιλίας. Τρίτον, ενώ ο Δημήτρης Μπαλτάς την ‘επιχρωματίζει’ με τρόπο παραστατικό και γλαφυρό, εκεί όπου ο ποιητικός λόγος βρίθει γλωσσικών μεταφορών που δεν απαντώνται στην καθομιλουμένη, ο δε Βαγγέλης Χρόνης δεν την ‘επιχρωματίζει’ πλούσια, αλλά, αντιθέτως, την ‘επιχρωματίζει’ με έναν τρόπο συμπυκνωμένο, αφαιρετικό, σχεδόν μινιμαλιστικό, όντας θιασώτης της αντίληψης πως όπως η ποίηση, έτσι και η σιωπή, δεν ‘επιχρωματίζονται’: Απλά σημαίνουν. Βλέπε σχετικά, Χρόνης, Βαγγέλης., ‘Ο ήχος της σιωπής’, στο: Χρόνης, Βαγγέλης., Ποίηση 1999-2020…ό.π., σελ. 61. Και, Πιερής, Μιχάλης., ‘Χώρος, φως και λόγος. Η διαλεκτική του «μέσα-έξω» στην ποίηση του Καβάφη,’ Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 1992, σελ. 381. Βέβαια, οι δύο ποιητές συγκλίνουν ως προς το ό,τι προσλαμβάνουν την ποίηση ως συνθήκη που παράγει ‘ήχο’ ή αλλιώς ‘θόρυβο,’ με τον Δημήτρη Μπαλτά να είναι αυτός που πάλι διαφοροποιείται αισθητά, από την στιγμή όπου, βαθιά ποιητικά, θεωρεί πως η σιωπή και μπορεί να μεταβάλλει, και να αναβάλλει και τελικά, να ανατρέψει.
[4] Βλέπε σχετικά, Golomb, H., ‘Enjambment in Poetry. Language and Verse in Interaction,’ The Porter Institute for Poetics and Semiotics, Tel Aviv, Tel Aviv University, 1979, σελ. 159. Εντός της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής εντοπίζουμε και τρία ποιήματα τα οποία κάλλιστα θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως ‘μνημονικά’. Επρόκειτο περί τριών αλληλοσυνδεόμενων ποιημάτων αφιερωμένων στη μνήμη δύο ποιητών και ενός τραγουδοποιού. Οι δύο ποιητές είναι η Κατερίνα Γώγου και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και ο τραγουδοποιός ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Εάν επιχειρήσουμε μία μικρή θεωρητική παρέκβαση αρχικά, θα πούμε πως εδώ και περίπου μία δεκαετία έχουν ‘πυκνώσει’ τα ποιήματα Ελλήνων ποιημάτων τα οποία είναι αφιερωμένα στη μνήμη ενός ομότεχνου τους. Τα γλωσσικά σημεία που μπορούν και κάνουν την διαφορά σε τέτοιου τύπου ποιήματα, καθίστανται αφενός μεν ο προσωπικός τόνος που υιοθετούν οι ‘επίγονοι’ ποιητές ώστε να διαφανεί το πόσο πολύ έχουν επηρεαστεί από το πρόσωπο που μνημονεύουν, και, αφετέρου δε, η γραφή ως εάν το πρόσωπο στο οποίο αφιερώνουν το ποίημα, να βρίσκεται εν ζωή. Ο θάνατος τους μπορεί να συνιστά αναντίρρητο γεγονός (και πως αλλιώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά άλλωστε; ), από την άλλη όμως, δεν αρκεί για να ωθήσει τον ποιητή που γράφει και επιθυμεί να εξακολουθεί να γράφει ποίηση (δεν έχουμε καταπιαστεί θεωρητικά-ερευνητικά, με τους λόγους που ωθούν κάποιον να γίνει ποιητής), να πάψει να τους ‘αγαπά’. Σε αυτά τα τρία ‘μνημονικά’ ποιήματα, διαφαίνεται η ικανότητα του ποιητή Δημήτρη Μπαλτά (για την σχέση ποίησης και μνήμης έχει επιχειρηματολογήσει πειστικά ο Ζέφυρος Καυκαλίδης), να ‘παρακολουθεί’ εκ του σύνεγγυς τις ζωές τους, ανασύροντας σε πρώτο πλάνο τα ‘πάθη’ τους (βλέπε κυρίως τα ποιήματα για τους Παύλο Σιδηρόπουλο και Ντίνο Χριστιανόπουλο), εκεί όπου, και μέσω αυτών, μετατράπηκαν σε ‘μύθους’. Δεν είναι λίγοι οι ποιητές νεότερων γενεών που ακόμη και σήμερα ομνύουν τόσο στον Ντίνο Χριστιανόπουλο, ο οποίος, κατά τους ίδιους παρήγαγε ποίηση εντός μία καθαυτό μη-ποιητικής εποχής, όσο και στην Κατερίνα Γώγου η οποία, έζησε, δημιούργησε και ‘πέθανε’ ως ποιήτρια άλλων εποχών: ‘Ως παράταιρη με την εποχή της’. Θα είχε μεγάλο θεωρητικό ενδιαφέρον η συγγραφή μίας μελέτης με θέμα τις συγκλίσεις και αποκλίσεις μεταξύ Κατερίνας Γώγου και Έμιλι Ντίκινσον. Στρεφόμενοι στην προσέγγιση του Στάθη Κουτσαντώνη για τον ποιητή Χρήστο Λάσκαρη, τον οποίο και προσδιόρισε ως «ποιητή-φωτογράφο», δεν θα διστάσουμε, εμβαθύνοντας, να αποδώσουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό και στον Δημήτρη Μπαλτά. Ο οποίος, ως ιδιαίτερος «ποιητής-φωτογράφος», ‘συλλαμβάνει’ τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, καθιστώντας τον ορατό στους αναγνώστες, ωσάν να βρίσκεται και να χαιρετά από το παράθυρο της οικίας του στη Θεσσαλονίκη, καθισμένος σε ένα τραπέζι ενός κουτουκιού ακούγοντας τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, όταν αντίθετα, η Κατερίνα Γώγου κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ φωτός και σκότους. Όπως έζησε δηλαδή. Παραθέτουμε αυτούσιο το ποίημα για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο: «Το κορμί σου μάτωσε την καρδιά, σε πίκρανε, σε γλύκανε, σ’ έκαψε. Τα βράδια του έρωτα τριγυρνούσες στη Σαλονίκη (σ.σ: Να ένα Καβαφικό ‘ίχνος’), με την έξαψη να σου ιδρώνει το μέτωπο. Ζητούσες ένα ζευγάρι χείλια ν’ αγγίξουν τα δικά σου, να μην είσαι πια χώμα ξερό. Όταν σε κλωτσούσε η έμφυτη μοναξιά, αναζητούσες πέτσινα μοντγκόμερι. Τα εργατικά προάστια σε γοήτευαν και με την πενιά του Τσιτσάνη βούρκωνες. Με την ουρά μιας γάτας να σε χαϊδεύει καθόσουν κι έγραφες χωρίς να χαλαρώνεις τη γραβάτα σου. Και ήσουν ντοπαρισμένος με χαμόγελα αισιόδοξος ως τον χαμό». Η εισαγωγή αυτούσιων ‘Χριστιανοπουλικών’ στίχων εντός ποιήματος (η τελευταία στροφή/Εδώ παρατηρούμε το φαινόμενο της άμεσης δια-κειμενικότητας) λειτουργεί υπέρ της ποιητικής αφήγησης. Για την ακρίβεια, την ‘απογειώνει’, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να μπορεί να μαθαίνει πολύ περισσότερα για τον ποιητή και τον βίο του, από αυτό το ποίημα και όχι από βιβλία ολόκληρα που μπορεί να έχουν γραφεί για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Στο ‘Μνημόσυνο’ συμπυκνώνεται η μη-συμβατική ζωή ενός ποιητή που δεν ξεχώριζε μεταξύ έρωτα και γραφής και δη ποιητικής γραφής: Και στα δύο δίνονταν με ορμή ποδοσφαιριστή που ‘ορμά’ στην μπάλα για να την διεκδικήσει από έναν αντίπαλο του, για να προβούμε και εμείς σε έναν γλωσσικό παραλληλισμό. Βλέπε και, Μπαλτάς, Δημήτρης., ‘Μνημόσυνο’. Μνήμη Ντίνου Χριστιανόπουλου…ό.π., σελ. 32. Και, του ιδίου, ‘Απελευθέρωση. Μνήμη Παύλου Σιδηρόπουλου…ό.π., σελ. 30. ‘Με τον τρόπο της Κ.Γ. Μνήμη Κατερίνας Γώγου…ό.π., σελ. 31. Βλέπε επίσης, Κουτσαντώνης, Στάθης., ‘Εισαγωγή-Ανθολόγηση Λάσκαρη,’ Περιοδικό Οροπέδιο, Τεύχος 2, χ.χ., σελ. 201-214. Επίσης, Καυκαλίδης, Ζέφυρος., ‘Ποίηση και Μνήμη. Καβάφης, Παπαδιαμάντης, Σικελιανός,’ Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, Αθήνα, 2005.
[5] Βλέπε σχετικά, Μπαλτάς, Δημήτρης., ‘Στο νοίκι…ό.π., σελ. 47.
[6] Βλέπε σχετικά, Δουνιά, Χριστίνα., ‘Όψεις του έρωτα στην ποίηση του Καρυωτάκη,’ Εκδόσεις Σοκόλης, Αθήνα, 2005. Ένα ενδιαφέρον, προς απάντηση ερώτημα είναι το ακόλουθο: Υπάρχει κάποια «εξωκειμενική μαρτυρία» εντός της συλλογής ‘Τα λεπτά της σιωπής’, για να δανεισθούμε την ορολογία της Χριστίνας Δουνιά; Θα απαντήσουμε θετικά, έχοντας κατά νου το ποίημα ‘Γράμμα σε νεαρό ποιητή’, τίτλος που παραπέμπει στη συλλογή ‘Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή’ του Ράινερ Μαρία-Ρίλκε. Και στα δύο ποιητικά υποδείγματα, το ‘παίγνιο’ με την αμφισημία καθίσταται ιδιαιτέρως ‘γόνιμο’ και ταυτόχρονα ‘γοητευτικό’: Τι σημαίνει ‘νεαρός’ και ‘νέος’ ποιητής; Νέος σε ηλικίας ή μήπως εννοείται αυτός που καταπιάνεται για πρώτη φορά με την δημιουργία ποίησης; Μήπως είναι και τα δύο; Στο ποίημα ‘Γράμμα σε νεαρό ποιητή’ φρονούμε πως η έμφαση δίνεται στην ηλικία του επίδοξου ποιητή, ο οποίος έστειλε την πρώτη του ποιητική συλλογή και την απέστειλε στον ποιητή, σημειώνοντας πως «θέλει μια ζωή γεμάτη ποίηση». Και αυτή ακριβώς η αναφορά συνιστά μία «εξωκειμενική μαρτυρία» που υπεισέρχεται εντός της αφήγησης και την επαναπροσδιορίζει δραστικά, καθότι ωθεί τον ποιητή να συντάξει μία απαντητική επιστολή-κριτική σε όσα σήμερα λαμβάνουν χώρα στο χώρο της ποίησης. Το ύφος μάλιστα της επιστολής-κριτικής, δεν είναι ποιητικό. Με αυτόν τον τρόπο ο Δημήτρης Μπαλτάς, δεν αποθαρρύνει τον επίδοξο νεαρό ποιητή, αυτόν που επιθυμεί να ζήσει εκτεθειμένος στον «ηχοπυρήνα» των λέξεων, κατά τον ποιητή Έκτορα Κακναβάτο, όσο τον συμβουλεύει (να πως μπορεί να προκύψει η ποιητικώ τω τρόπω, ‘διαφορά’ μεταξύ των δύο ποιητών: Ο επίσης νεαρός Δημήτρης Μπαλτάς που έχει περάσει όμως από το στάδιο της δημιουργίας που συνδυάζεται με την αμφιβολία, με την μη-ολοκλήρωση, μπορεί και συμβουλεύει τον επίδοξο ποιητή, αφήνοντας του όμως το ‘δικαίωμα’ της τελικής επιλογής), να αναζητήσει την αληθινή και όχι την εντυπωσιοθηρική ποίηση, «σκάβοντας αδιάκοπα» μέσα του. Η διαλεκτική του «μέσα-έξω», για την οποία έχει μιλήσει ο Μιχάλης Πιερής, εμφανίζεται στο ποίημα αυτό, περισσότερο έντονα συγκριτικά με άλλα ποιήματα της συλλογής, σε ένα σύνθετο σημείο όπου ο ποιητής-‘παραλήπτης’ που έχει λάβει το ‘δώρο’ των λέξεων από τον νεαρό ποιητή, σκιαγραφεί ή ορθότερα, υπονοεί το τι σημαίνει για τον ίδιο ποίηση: Μία διαρκής συν-ομιλία με τον εαυτό. Με Ντερριντιανούς όρους, θα πούμε πως ο ποιητής-‘παραλήπτης’ ‘ευλογεί’ τον νεαρό ποιητή. Με ποιον τρόπο; Με την απάντηση του που διαπαιδαγωγεί ηθικά και αξιακά. Βλέπε και, Μπαλτάς, Δημήτρης., ‘Γράμμα σε νεαρό ποιητή…ό.π., σελ. 43. Και, Κακναβάτος, Έκτορας., ‘Χαοτικά Ι,’ Επιμέλεια: Πετσόπουλος, Σταύρος, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 1997. Ρίλκε, Μαρία-Ράινερ., ‘Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή,’ Πρόλογος: Καπούς Φραντς-Ξαβέρ, Μετάφραση: Πλωρίτης, Μάριος. Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 2010. Derrida, Jacques., ‘Κριοί. Διάλογος ατέρμων: Μεταξύ δυο απείρων το ποίημα,’ Πρόλογος-Μετάφραση: Αγκυρανοπούλου, Χρυσούλα. Επίμετρο: Βέλτσος, Γιώργος, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, 2008. ιερής, Μιχάλης., ‘Χώρος, φως και λόγος. Η διαλεκτική του «μέσα-έξω» στην ποίηση του Καβάφη…ό.π.
[7] Βλέπε σχετικά, Μπαλτάς, Δημήτρης., ‘Η επιθυμία με ζύγωσε κι απόψε…ό.π., σελ. 23. Το ποίημα δεν κλείνει όπως ξεκίνησε, ακριβώς διότι η επιθυμία έχει αντικατασταθεί από την ‘πικρή’ παραδοχή, από τον πόνο που προκαλούν η αδιαφορία (ορθότερα: Η επιθυμία του αντικειμένου του πόθου να ‘περιπαίξει’ ερωτικά τον ποιητή, κάτι διόλου ασύνηθες σε επίπεδο καθημερινότητας) και το σαρδόνιο χαμόγελο της. Τι είναι για αυτήν έρωτας; Η επιθυμία της να βλέπει τον άλλο να ‘υποφέρει’. Ποίημα ερωτικό όχι όμως υπό την έννοια που προσδίδουμε συνήθως στον έρωτα, μπορεί να θεωρηθεί και η ‘Αγάπη’, εκεί όπου η γλωσσική δημιουργικότητα φθάνει σε υψηλά επίπεδα. Άλλως πως, η ποιητική έμπνευση. Και ποιος εμπνέει; Ίσως μία ‘μούσα.’ Στο ίδιο, σελ. 48. Ο ποιητής δεν «πονά» μόνο, όπως θα υποστήριζε ο Βιτγκενστάιν. Συμβιώνει. Θαυμάζει την ομορφιά. Το ωραίο σώμα. Βλέπε και, ‘Πρόφαση…ό.π., σελ. 50.
[8] Βλέπε σχετικά, Ψάχου, Μαρία., ‘Εκφραστική λιτότητα και ιδεολογική πυκνότητα. Η ποιητική πρόταση του Χρίστου Λάσκαρη,’ Περιοδικό Πάροδος, Τεύχος 13. Δεν θα διστάσουμε να συνδέσουμε τα ποιήματα ‘Οίηση’ και ‘Το πρόβλημα’. Η έλλειψη κατανόησης και η οίηση, δηλαδή η αλαζονεία των ανθρώπων επί πολλά έτη, εμποδίζουν την έλευση της ‘Δικαιοσύνης’. Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο με την ποίηση ή την ποιητική του Δημήτρη Μπαλτά είναι το ότι ποιήματα ατάκτως εριμμένα, ποιήματα δηλαδή που δεν βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο, στην επόμενη σελίδα, μπορούν και συνδέονται μαζί τους, συγκροτώντας ένα ‘μείγμα’ (ο ποιητής, μορφολογικά-φιλολογικά, είναι ένας ‘τεχνίτης’ του ελεύθερου στίχου), που συμπεριλαμβάνει εντός του εικόνες, μνήμες, αρνήσεις, επώδυνες και μη, επιλογές. Το ποιητικό του υπόβαθρο, καθίσταται στέρεο, παρά το γεγονός πως ‘Τα λεπτά της σιωπής’ είναι η πέμπτη ποιητική του συλλογή. Βλέπε και, Μπαλτάς, Δημήτρης., ‘Οίηση…ό.π., σελ. 18. ‘Το Πρόβλημα…ό.π., σελ. 16.
[9] Το πρώτο ποίημα είναι ο ‘προλετάριος,’ το δεύτερο το ‘Εναρού’, ποίημα εντός του οποίου ο εργάτης δεν είναι τίποτε λιγότερο από ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Ποίημα το οποίο λειτουργεί με όρους πολεμικής εναντίον του κοινωνικού στιγματισμού, εκεί όπου όλο το νόημα του ποιήματος περικλείεται στη φράση «Κι αυτόν τον άνθρωπο τον είπανε τρελό!». Και τέλος, το ποίημα ‘Που γράφεται η ποίηση’;, εκεί όπου δίνεται μία κατά βάση κοινωνική προσέγγιση της ποίησης, με τον διατρανώνει την εναντίωση του στο λυρισμό και στον συναισθηματισμό. Βλέπε και, Μπαλτάς, Δημήτρης., ‘Ο προλετάριος…ό.π., σελ. 14. ‘Εναρού…ό.π., σελ. 17. Και, ‘Που γράφεται η ποίηση;…ό.π., σελ. 52.
[10] Εν στενή εννοία, η ‘σύγκρουση’ είναι ενδυματολογική. Τα «σμόκιν» και τα «κολλαριστά πουκάμισα» των επικεφαλής των τραπεζικών ιδρυμάτων, ενδύματα τα οποία αρέσκονται να επιδεικνύουν, αποκαλύπτουν σε όλο της το εύρος, την αντίθεση αστών και εργατών. Οι ενδυματολογικές επιλογές υποδηλώνουν κοινωνική ένταξη, διαδραματίζουν ρόλο στην κατασκευή των ταυτοτήτων, και «εκφράζουν την ιεραρχία», για να παραφράσουμε ελαφριά την Ζωή Αρβανιτίδου, κυρίως εντός τραπέζης. Ας προσέξουμε το κρίσιμο ενδυματολογικό στοιχείο: Σμόκιν φορά ο διευθυντής, «κολλαριστά πουκάμισα» οι υποδιευθυντές. Και οι εργάτες; Οι εργάτες φορούν παρόμοιες εργατικές φόρμες για να φανερώσουν τους ισχυρούς δεσμούς του ‘συν-ανήκειν’ (τέτοιους δεσμούς δεν έχουν τα ανώτερα στελέχη των τραπεζών που ‘ανταγωνίζονται το ένα το άλλο’) και την αλληλεγγύη τους, σκιαγραφώντας ή προοικονομώντας, δια της ενδυματολογικής επιλογής, την ‘ουτοπία’ τους: Όπως στην ‘Ουτοπία’ του Τόμας Μουρ τα άτομα φορούν ίδια ρούχα, έτσι και στο δικό τους ‘καθεστώς’ θα κυριαρχεί η εργατική ενδυμασία. Βλέπε και, Αρβανιτίδου, Ζωή., ‘Λαογραφικές προσεγγίσεις της μόδας: φύλο, θηλυκό σώμα, ένδυμα και πολιτισμός,’ Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 2016, σελ. 17, Διαθέσιμη στο: Αρβανιτίδου Ζωή (2016 Πανεπιστήμιο Αιγαίου) Λαογραφικές προσεγγίσεις της μόδας: φύλο, θηλυκό σώμα, ένδυμα και πολιτισμός (ekt.gr)
[11] Βλέπε σχετικά, Μπακουνάκης, Νίκος., ‘Μέσα στο εργαστήριο της ποιητικής τέχνης της Λουίζ Γκλικ,’ Ενημερωτική Ιστοσελίδα ‘Lifo.gr,’ 24/04/2023, Μέσα στο εργαστήριο της ποιητικής τέχνης της Λουίζ Γκλικ | LiFO Kαι, Γκλικ, Λουίζ., ‘Αποδείξεις και θεωρίες,’ Μετάφραση: Λαμπράκος, Γιώργος. Εκδόσεις Στερέωμα, Αθήνα, 2023. Η δια-κειμενικότητα μπορεί να εντοπιστεί και στο ποίημα ‘Πολλή μοναξιά αυτές τις ημέρες’ που θυμίζει στον αναγνώστη την ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου ‘Καπνισμένο Τσουκάλι’ και τους στίχους ‘πολύ κρύο εφέτος’ και ‘τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει’. Στον Ριτσικό ποιητικό λόγο, το ‘κρύο’ που είναι πολύ, όπως και η ‘μοναξιά’ στο ποίημα του Δημήτρη Μπαλτά, καθίσταται το συνώνυμο της ‘απογοήτευσης’.
[12] Αναφέρεται στο: Βογιατζόγλου, Αθηνά., ‘«Η “ποίηση δωματίου” του Χρίστου Λάσκαρη»,’ Περιοδικό Νέα Εστία, Τεύχος 1812, Ιούνιος 2008, Διαθέσιμο στο: (99+) «Η “ποίηση δωματίου” του Χρίστου Λάσκαρη» | Athina Vogiatzoglou – Academia.edu
0 Σχόλια