Ηλίας Τσέχος
‘Τα Ηλικιωμένα Ανήλικα’
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
–
Η ποιητική συλλογή με τον παράδοξο τίτλο ‘Τα Ηλικιωμένα Ανήλικα’, είναι η 13η ποιητική συλλογή του Ημαθιώτη ποιητή, Ηλία Τσέχου και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Φεγγίτης, το 2020.[1]
Εκτιμούμε πως με αυτή την συλλογή, ο ποιητής κλείνει με καθ’ όλα δημιουργικό τρόπο την δεκαετία 2010-2020, η οποία και σηματοδότησε την ‘επιστροφή’ του στο χώρο της ποίησης μετά από μία μακρά περίοδο σιωπής.
Θεωρητικώ τω τρόπω, δεν θα διστάσουμε να αποκαλέσουμε την συγκεκριμένη ποιητική συλλογή ως μεταιχμιακή, ακριβώς διότι όχι μόνο ‘κλείνει μία δημιουργική περίοδο που διήρκεσε αρκετά, αλλά επειδή θέτει τις βάσεις για το άνοιγμα ενός νέου δημιουργικού κύκλου που εν προκειμένω εξακολουθεί να υφίσταται και σήμερα: Ο κύκλος αυτός είναι σχετικός με την ενασχόληση με τον έμμετρο Ποντιακό ποιητικό λόγο.
Στην αρχή του κειμένου μας, χαρακτηρίσαμε τον τίτλο της συλλογής ‘παράδοξο’.[2] Και είναι αυτή η γλωσσική-ποιητική ‘παραδοξότητα’ η οποία μας ωθεί ουσιαστικά να επιχειρήσουμε να τον ερμηνεύσουμε. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, δύναται να αναφέρουμε πως ο τίτλος της ποιητικής συλλογής φέρει μία διττή διάσταση.
Πρώτον, μπορεί και τονίζει, μέσω της επιλογής του όρου ‘Ανήλικα’,[3] αυτό το παιγνιώδες ύφος που έχει αναπτύξει ο ποιητής την τελευταία δεκαετία[4] κυρίως, σε ένα πολύ λεπτό σημείο όπου αυτό δεν χάνεται ή αλλιώς, δεν χάνει την σημασία του, ακόμη και όταν ο Ηλίας Τσέχος αποφασίζει να στραφεί εναντίον όλων όσοι ‘απειλούν’ τον ‘κόσμο’ του.
Και, δεύτερον, μπορεί και νοηματοδοτεί αυτή την ιδιαίτερη μετάβαση σε ένα ‘καθεστώς’ περισυλλογής και ωριμότητας, η οποία δεν σχετίζεται με την ηλικία.
Άλλωστε, η ηλικία δεν συνιστούσε και δεν συνιστά ανασταλτικό παράγοντα για την δημιουργία ποιητικού λόγου. Και πάλι θεωρητικά, συνδέουμε την επιτευχθείσα ωριμότητα που διακρίνουμε (βλέπε την έκφραση ‘Τα Ηλικιωμένα’ που κάλλιστα μπορεί να αποσυνδεθεί από την λέξη ‘Ανήλικα’), με την ικανότητα του να δημιουργείς ποίηση ‘ex nihilo.’
Δηλαδή, ‘εκ του μηδενός’. Και αυτό ακριβώς πράττει ο Ηλίας Τσέχος: Δημιουργεί ποιητικό λόγο ‘εκ του μηδενός’ δίχως να προτάξει το βίωμα και μία εκ των προτέρων υπάρχουσα ή συσσωρευμένη γνώση, αφήνοντας εαυτόν να ‘παρασυρθεί.’
Το ποίημα που είναι αφιερωμένο στην Τουρκάλα τραγουδίστρια Helin Bolek (του συγκροτήματος ‘Grup Yorum’),[5] η οποία κατέληξε μετά από μία σκληρή και μακροχρόνια απεργία πείνας που πραγματοποίησε διαμαρτυρόμενη για τις διώξεις που υφίσταντο μέλη του συγκροτήματος από το ημι-αυταρχικό καθεστώς του Τούρκου προέδρου Ερντογάν, συνιστά χαρακτηριστικό δείγμα του τρόπου με τον οποίο αφήνει εαυτόν να ‘παρασυρθεί’, καθιστώντας την ποίηση το ‘μοναδικό μέτρο των πραγμάτων’.
Για την ακρίβεια, ο Τσέχος καθιστά την ποίηση (και κάποιο συγκεκριμένο ποίημα) το ‘μέτρο’ αξιολόγησης και αποτίμησης των δικών του προσωπικών επιλογών.
«Πως να καθίσω να σου γράψω ένα ποίημα Αφού εσύ το γράφεις όρθιος Πως να σου το αφιερώσω Αφού θυσία μας αφιερώνεσαι Κοριτσάρα Φωνάρα Πατρίδα Helin Bolek στοίχειωσε μας Συναύλιζε των κολάσεων Συνδαύλιζε ντροπές τους Απανταχού μικρή συναύλιζε».[6]
Παραπέμποντας στην έννοια των «συνειρμικών εκτινάξεων»[7] του William James, θα επισημάνουμε πως το ποίημα αυτό περιλαμβάνει τρία αλληλοσυνδεόμενα επίπεδα. Πρώτον, την ικανοποίηση μίας βαθιάς υπαρξιακής ‘ανάγκης’. Και ποια είναι αυτή η ‘υπαρξιακή ανάγκη’; Είναι η συνομιλία με την τραγουδίστρια.
Δίχως την συνομιλία αυτή, δεν υπάρχει ποίημα. Υπάρχει ή ορθότερα, θα υπήρχε ανάλυση, πράγμα που δεν επιθυμεί ο ποιητής.
Η συνομιλία περιλαμβάνει χαρακτηριστικά ‘λατρείας’ η οποία εκφράζεται με την χρήση του υπερθετικού βαθμού («Κοριτσάρα» και «φωνάρα» την αποκαλεί ο ποιητής), και όσο πλησιάζουμε προς το τέλος του αυτού, μετεξελίσσεται σε ανοιχτή ικεσία (ο ‘ικέτης’ ποιητής) προς την νεκρή να κάψει και να συμπαρασύρει με τον θάνατο της που πουθενά δεν χαρακτηρίζεται ως ‘άδικος,’ το καθεστώς και τις ‘ντροπές’ του.
Παράλληλα, η χρήση του Ποντιακού ρήματος ‘συναυλίζω’ που επικοινωνεί αρμονικά με το νεοελληνικό ‘συνδαυλίζω’ όσο και με το υπόλοιπο ποίημα, γλωσσικά και σε επίπεδο περιεχομένου (όχι σπάνια, ο Ηλίας Τσέχος εισαγάγει λέξεις παρμένες από την Ποντιακή διάλεκτο εντός ενός ποιήματος που είναι γραμμένο στα Νέα Ελληνικά), αφενός μεν μπορεί και αλλάζει το νόημα, και, αφετέρου δε, την ίδια την «εγγενή δυναμική»[8] του ποιήματος, για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Runco, καθότι και έρχεται να επιβεβαιώσει τον θάνατο της Bolek (‘συναυλίζω’ σημαίνει ΄γειτονεύω’, άρα ελεύθερα, μπορούμε να πούμε πως ‘γειτονιά’ της πλέον θα είναι η ’κόλαση’), και να καταδείξει πως ο θάνατος της μόνο ‘μάταιος’ δεν ήσαν. Αντιθέτως, και μετά θάνατον, έχει ‘πολλά να προσφέρει’.
Όσο περισσότερο ‘συνδαυλίζει’ τις ‘ντροπές’ του καθεστώτος, αναδεικνύοντας τες στην επιφάνεια, τόσο περισσότερο ‘συναυλίζει’ (‘έξυπνο’ γλωσσικό τρικ), ήτοι ‘γειτονεύει’ με τα όνειρα όσων Τούρκων αντιτίθενται στο καθεστώς.
Δεύτερον, παρατηρούμε την «συνειρμική εκτίναξη» εντός του Ερντογανικού καθεστώτος, χωρίς όμως καταγγελτική διάθεση η οποία μετριάζεται και καταστέλλεται λόγω του θανάτου της Bolek. Την καταγγελία, την όποια καταγγελία, θα την αναλάβει η ίδια η τραγουδίστρια με τον θάνατο της.
Και τρίτον, ο Ηλίας Τσέχος ‘εκτινάσσεται’ στο χώρο της αφιερωματικής ποίησης με πολιτικό περιεχόμενο. Όχι όμως με τον τρόπο που το έχει κάνει και σε προηγούμενες ποιητικές συλλογές, στις οποίες ‘συνομιλεί’ με διάφορα αγαπημένα πρόσωπα. Αλλά με τον τρόπο του ποιητή που αφιερώνει το ποίημα σε ένα πρόσωπο που δεν έχει γνωρίσει προσωπικά.
Με το πρόσωπο αυτό όμως, να καθίσταται κάτι παραπάνω από ικανό να του αλλάξει την ζωή. Και (ας το κρατήσουμε αυτό), να τον ενθαρρύνει να συνεχίσει να γράφει ποίηση. Τόσο στα Νέα Ελληνικά όσο και στην Ποντιακή διάλεκτο.
Μάλιστα, η γνωστή διλημματική συνθήκη τύπου ‘νους ή καρδιά’ αποτυπώνεται και στα Νέα Ελληνικά και στα Ποντιακά. Και γιατί πράττει κάτι τέτοιο; Προφανώς όχι για να ‘ταλαιπωρήσει’ τους αναγνώστες, ούτε και για να κερδίσει εκ των προτέρων τους Ποντιακής καταγωγής αναγνώστες του.
Ο Ηλίας Τσέχος πράττει κάτι τέτοιο για να αποδείξει τις εκλεκτικές συγγένειες της Νέας Ελληνικής και της Ποντιακής διαλέκτου. Για να αποδείξει την παρόμοια σημασιολογική ‘βαρύτητα’ που αποκτούν λέξεις όπως ‘νους’ και ‘καρδιά’. «Ποίον φορτίον Εν’ ζωή βαρύτερον Νους ή Καρδίαν». Και στα Νέα Ελληνικά: «Μα ποιο φορτίο Είναι πιο βαρύ Νους ή καρδία»;[9] Εμείς διαφοροποιούμαστε από όλους βλέπουν σε αυτό το ποίημα ένα λειτουργικό και πλήρως συμπυκνωμένο χαϊκού.
Ως εκ τούτου, προσεγγίζουμε το συγκεκριμένο ποίημα ως ένα ενδιαφέρον επίγραμμα, το οποίο απηχεί έναν προβληματισμό που αφορά πολλούς σε διάφορες φάσεις της ζωής τους, το διαρκές έως εξαντλητικό ‘φιλτράρισμα’ των δύο διαθέσιμων επιλογών, έως ότου, λόγω έλλειψης χρόνου περισσότερο, να καταλήξεις κάπου.
Ο Ηλίας Τσέχος συν-διαλέγεται με την ηθική ‘βάσανο’ της επιλογής, σπεύδοντας όχι να διακηρύξει την υπεροχή του ενός επί του άλλου (της ‘καρδιάς’ ας πούμε), όσο να αναγνωρίσει την σημαντικότητα και της ‘καρδιάς’ (‘αποφασίζω με καρδιά’, δεν σημαίνει απλά και μόνο ‘αποφασίζω αυθόρμητα’/Σημαίνει και ‘κλείνω προς αυτό που μου αρέσει’/Άρα, η ορθολογική σκέψη δεν αίρεται τελείως), και του νου.
Και η μεγάλη σημασία που τους αποδίδει, υπενθυμίζει την σημασία που απέδιδε ο Γάλλος φιλόσοφος Εμμανουέλ Λεβινάς στην έννοια της Δικαιοσύνης.[10]
Στο χαρακτηριστικό του ‘Τσεχικού κόσμου,’ ποίημα ‘Χαίρε Κόσμε,’ προκύπτει η σύνδεση του «λεκτικού» και της «κίνησης»,[11] σύμφωνα με την διατύπωση της Αλίκης Συμεωνίδη, η οποία με την σειρά της παραπέμπει στον Housman.
Μπορούμε να το θέσουμε και διαφορετικά. Σε αυτό το ποίημα, συνυφαίνονται οι δύο πρωταρχικές ιδιότητες του Ηλία Τσέχου: Η ποίηση, νοούμενη ως γλώσσα που τον ‘συντροφεύει’ στη ζωή του, που συνέβαλλε στην απαρίθμηση των διαψεύσεων και στο να παραμείνουν τα ‘όνειρα όνειρα’.
Και, δεύτερον, η εξω-γλωσσική και εξω-ποιητική του κίνηση, νοούμενη ως δημιουργία με πολλή προσπάθεια και πάλι (και ας το κρατήσουμε και αυτό), εκ του μηδενός. Εκ του μηδενός δημιούργησε την βιβλιοθήκη ‘Ηλίας Τσέχος’ στο Γιαννακοχώρι, εκ του μηδενός σχεδόν, συνετέλεσε ώστε το χωριό του να καταστεί περιπατητικός προορισμός τον οποίο προτιμούν πολλοί.
Οι «φλόγες» του Τσέχου, «καίνε διαρκώς φως» (όπως και της Bolek, και αυτή είναι μία ενδιαφέρουσα συσχέτιση) και προετοιμάζουν τα επόμενα, και σε επίπεδο ποίησης, όταν άλλοι αρκούνται να πανηγυρίζουν για ότι έχουν καταφέρει έως τώρα. Το ποίημα αυτό δεν εμπεριέχει εντός του συμβολισμούς και ‘πλούσιες’ μεταφορικά εικόνες.
Απεναντίας, ο ποιητής συνενώνει το προ και το μετά θάνατον, με άξονα την ποίηση που αφήνει πίσω της λέξεις, όπως η φωτιά στάχτες. «Όταν πεθάνω Να με κάψετε Όπως κάηκα και στη ζωή Όχι γιατί δεν καιγόσασταν κι εσείς Μα εσείς δεν θέλατε Τώρα συνάδοντας στάχτες Όσο σκοτεινιάζει Οι φλόγες μου καίνε φως».[12]
Δίπλα στους προβληματισμούς του ποιητή, θα τοποθετήσουμε το ποίημα ‘Να Φεύγει’ του Δημήτρη Λεοντζάκου, απόσπασμα του οποίου εκκινεί με ερώτηση. «Τι είναι αυτό που κυλάει; που ρωτώ κι απαντάει; που βουβό κι απαντάω με λέξεις εγώ»;[13]
Ο Ηλίας Τσέχος, μέσω των ‘Ηλικιωμένων Ανήλικων’, δείχνει στον αναγνώστη πως έχει αποφασίσει να πορευθεί με ποίηση και μόνο με ποίηση για το υπόλοιπο του βίου του, αναγάγοντας την στο ύψος της «εγκεφαλικής και πνευματικής δίαιτας», όπως την θέλει ο Clark (Clark, 1978).
Σαφώς, και άλλα πράγματα έχουν την σημασία τους. Στο ‘γράφειν’ όμως ποιήματα, βρίσκει τον ‘Άλλον’ και τους ‘Άλλους’ που ποθεί να συναντήσει. Που έχασε οριστικά. Βρίσκει αυτούς στους οποίους επιθυμεί να μιλήσει και χωρίς την ποίηση δύσκολα θα τα κατάφερνε.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της συλλογής τούτης, είναι το ό,τι δεν συναντούμε αναφορές στην Αθήνα, πόλη στην οποία έζησε αρκετά χρόνια. Αυτό που συναντούμε είναι η συμφιλίωση με τον γενέθλιο τόπο, το Γιαννακοχώρι Ημαθίας, και τελικά, η αγάπη προς αυτόν. Και για να προκύψει αυτή η άδολη αγάπη για τον γενέθλιο τόπο, μείζονα προϋπόθεση καθίσταται ο συμβιβασμός με την παρουσία και με την ζωή σε αυτόν.
_____
[1] Βλέπε σχετικά, Τσέχος, Ηλίας., ‘Τα Ηλικιωμένα Ανήλικα,’ Εκδόσεις Φεγγίτης, Θεσσαλονίκη, 2020. Για τον συγκεκριμένο ποιητή, η ποίηση ή αλλιώς, ο ποιητικός λόγος, μπορεί να διαδραματίσει ιδιαίτερο ρόλο στο να ‘οργανώσει’ ατάκτως ερριμένες σκέψεις. Να αναζητήσει και τελικά να βρει ‘πρότυπα.’ Να εκτονώσει τον θυμό που αισθάνεται και ο οποίος διαφαίνεται σε μία σειρά ποιημάτων. Και το ποίημα ‘Αθώο Βέρμιο’ θεωρούμε πως εμπίπτει στην κατηγορία των ‘θυμωμένων’ ποιημάτων. Ο McCuen τονίζει πως η ποίηση «είναι ένα γεγονός παραδομένο στη φαντασία». Έτσι λοιπόν, σε αυτό το ποίημα, ο ποιητής δεν ‘δίνει’ στο Βέρμιο ‘φωνή’, υιοθετώντας γλωσσικές ή αφηγηματικές στρατηγικές που απαντώνται στα δημοτικά τραγούδια. Απεναντίας, ‘φαντάζεται’ το ποια θα ‘είναι η τιμωρία’ όλων όσοι επιθυμούν να εγκαταστήσουν ανεμογεννήτριες στο βουνό. «Αθώο Βέρμιο Ανεμογεννήτριες μην ακουμπήσεις. Ο Φίλιππος ο Β’ ο Μεγαλέξανδρος Έχουν ψυχές κρυμμένες (…) Σταθείτε μακριά Μόνον αστραπές και κεραυνοί θα σας συντρίψουν Βάλτε νου αφού ψυχή δεν έχετε 3000 χρόνια τώρα Αντρειωμένο είμαι Βέρμιο». Είναι τέτοιος ο θυμός του ποιητή για όλα μπορεί να συμβούν και να αλλάξουν αρνητικά κατά τον ίδιο, την εικόνα του βουνού, ώστε, πρώτον, το ποίημα παραμένει από την αρχή έως το τέλος του, ακατέργαστο. Δεύτερον, οι αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα είναι μόνο δύο (Φίλιππος και Μέγας Αλέξανδρος), δίχως να προστίθενται άλλα εντός ποιήματος. Και, τελευταίο άλλα όχι έσχατο, είναι τέτοιος ο θυμός ώστε ο ποιητής φαίνεται πως επιθυμεί την ‘τιμωρία’ (την ‘θεϊκή τιμωρία’; ) των ‘καταπατητών’, εάν αυτοί συνεχίσουν. Βλέπε και, McCuen, Rod., ‘Suspension Bridge,’ Harper & Row,, 1984. Την ‘παραδοξότητα’ την συναντάμε και στον τίτλο ‘Το Αγριόχορτο Στόμα’.
[2] ‘Παράδοξο’ τίτλο έχει και η επικείμενη και 14η ποιητική συλλογή του Ηλία Τσέχου, που φέρει τον τίτλο ‘Ο Λωτός δεν ξεχνά.’ Σε αυτή την περίπτωση όμως, ο ποιητής αντιστρέφει τους όρους προκειμένου να ‘αποδείξει’ πως η ποίηση μπορεί και ενεργοποιεί την μνήμη και δη την προσωπική-ατομική μνήμη. Ο Ομηρικός μύθος των Λωτοφάγων επαναπροσδιορίζεται ή αλλιώς, ανα-νοηματοδοτείται σε τέτοιον βαθμό, ώστε άμεσα να προκύψει το τι δεν ‘θέλει’ ο ποιητής. Και δεν ‘θέλει’ Λωτοφάγους αναγνώστες. Εξ αυτού του λόγου λοιπόν, τους ‘προσφέρει’ την ποίηση του που δεν ‘ξεχνά’, που δεν πέφτει σε κατάσταση λήθης. Και ως άλλος ‘λωτός’, αυτή είναι ‘εύγεστη’, ‘γεμάτη χυμούς’. Βλέπε και, ‘Έρχεται τον Ιανουάριο η 14η ποιητική συλλογή του Ηλία Τσέχου “Ο Λωτός δεν Ξεχνά”, Ενημερωτική-Ειδησεογραφική Ιστοσελίδα ‘Πληροφοριοδότης,’ 19/11/2023, Έρχεται τον Ιανουάριο η 14η ποιητική συλλογή του Ηλία Τσέχου “Ο Λωτός δεν Ξεχνά” (pliroforiodotis.gr)
[3] Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την περίοδο των Χριστουγέννων ως ‘αντι-ποιητική.’ Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Εννοούμε πως λίγοι είναι όλοι όσοι καταπιάνονται με την ποίηση και σπεύδουν να δημιουργήσουν αμιγώς ‘Χριστουγεννιάτικα’ ποιήματα, αναρτώντας τα εν συνεχεία στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook. Κατά κύριο λόγο, και οι ποιητές και οι αναγνώστες ποίησης που συμμετέχουν σε κάποια Φεϊσμπουκική ‘κοινότητα’ αναρτούν ποιήματα άλλων ποιητών σχετικά με τα Χριστούγεννα, είτε Ελλήνων είτε ξένων. Από αυτό τον άτυπο κανόνα αποκλίνει ο ποιητής Χρήστος Ντικμπάσανης, ο οποίος βέβαια έχει δημοσιεύσει ‘Χριστουγεννιάτικα’ ποιήματα σε λογοτεχνικές ιστοσελίδες και όχι απευθείας στο Facebook. Eν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υπογραμμίσουμε πως η ‘ανάγκη’ για την καταγραφή ιστοριών, μνημών και αφηγήσεων, καθιστά τα Χριστούγεννα περίοδο κατάλληλη για την συγγραφή διηγημάτων και μυθιστορημάτων (η διηγηματογραφία είναι η κατάλληλη λογοτεχνική φόρμα για να προσδώσει κάποιος απτό περιεχόμενο στις μνήμες του) μεταξύ των οποίων πρωτεύουσα θέση έχουν τα ‘Χριστουγεννιάτικα διηγήματα’ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Μία αφήγηση με θέμα τα Χριστούγεννα, δεν μπορεί εύκολα να ‘χωρέσει’ μέσα στις λίγες λέξεις της ποίησης. Βλέπε σχετικά, Ντικμπάσανης, Χρήστος., ‘Δύο Χριστουγεννιάτικα ποιήματα,’ Περιοδικό ‘Περί Ου,’ 24/12/2021, Χρήστος Ντικμπασάνης: δυο χριστουγεννιάτικα ποιήματα – Περιοδικό Περί Ου (periou.gr) Ο Ηλίας Τσέχος δεν ανήκει στη χορεία των ποιητών που έχουν γράψει ‘Χριστουγεννιάτικη’ ποίηση, και λόγω ιδιοσυγκρασίας (η ‘παραμυθία’ δεν έχει θέση στην ποίηση του).
[4] Ο Τσέχος φθάνει στο peak της ποιητικής του απόδοσης, αφενός μεν όταν ‘υμνεί’ την φύση, δίχως να υπεισέρχεται κάποια άλλη συν-δήλωση, και, αφετέρου δε όταν ‘ομολογεί’ πάθη και ‘αδυναμίες’. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και ένα τρίτο στοιχείο: Ο Τσέχος φθάνει στο peak της ποιητικής του απόδοσης όταν ‘ομολογεί’ πως αγαπά οτιδήποτε. Ακόμη και τα λουλούδια και τα κεράσια. Στο σχετικό ποίημα, δεν συναντάμε την ύπαρξη ‘αποκλίσεων,’ ήτοι «συνειδητών επινοήσεων ή υιοθετήσεων από τον χώρο της ποιητικής γλώσσας ορισμένων λέξεων/σημασιών που αποκλίνουν από τον κανόνα της συμβατικής γλώσσας», για να παραφράσουμε ελαφριά την Χρυσάνθη Κουτσίβιτη. Αυτό που μπορούμε να ισχυρισθούμε, κινούμενοι σε ένα θεωρητικό επίπεδο, είναι πως προκύπτει η λεγόμενη ‘αρχή της ισοδυναμίας’, η οποία, κατά τους Κουτσίβιτη & Jakobson, «ερμηνεύεται ως η δυνάμει γλώσσα, οι δυνατότητες που προσφέρονται στον δημιουργό από το σύστημα του λόγου (langue) να συνταιριάξει λέξεις μέσα μέσα σε κατάλληλα γλωσσικά περιβάλλοντα (contexts)». Έχουμε λοιπόν την συγκρότηση, μέσω της επιλογής και της χρήσης των κατάλληλων λέξεων, ενός «κατάλληλου γλωσσικού» και φυσικού περιβάλλοντος, εντός των οποίων ο ποιητής δεν επιθυμεί παρά να είναι ‘καταναλωτής’: ‘Μυρίζει’ λουλούδια και ‘καταναλώνει’ κεράσια (με το ανάλογο και επιθυμητό τίμημα για τον ίδιο, που είναι ένας πονόδοντος), με την ευχάριστη που προσφέρει σε κάποιον άλλο ένα φιλί, η λήψη ενός δώρου, ένα γκολ, η αγορά ενός σπιτιού, η αγκαλιά, η σεξουαλική πράξη. «Δυο λουλούδια ανθισμένα Μες στις ευωδιές Δυο φεγγάρια διψασμένα Λάμπουν ποτισιές (…) Βούτηξα στα κερασάκια Ώριμα κοκκινισμένα Πάρε φάε φάε πάρε Τα δοντάκια μου πρησμένα». Βλέπε σχετικά, Τσέχος, Ηλίας., ‘Τα Ηλικιωμένα Ανήλικα….ό.π. Βλέπε επίσης, Κουτσίβιτη, Χρυσάνθη., ‘Η στίξη στην ποιητική γλώσσα. Μία εφαρμογή σε ποιήματα της Κικής Δημουλά,’ Χ.Χ. Διαθέσιμο στο: (99+) Η στίξη στην ποιητική γλώσσα. Μία εφαρμογή σε ποιήματα της Κικής Δημουλά. | Chrysanthi Koutsiviti – Academia.edu Για την θεωρητική προσέγγιση του Jakobson, βλέπε και, Fokkema, D., Ibsch, E., ‘Θεωρίες Λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα,’ Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2000. Οι αγκυλώσεις εντός των οποίων ο ποιητής τοποθετεί τρεις τελείες δεν επιτελούν κάποια ιδιαίτερη «συντακτική λειτουργία», κατά τον Dillon. Ο Ηλίας Τσέχος τις χρησιμοποιεί προκειμένου να σημασιοδοτήσει το κλείσιμο ενός ‘κεφαλαίου’ που εδώ είναι σχετικό με τα λουλούδια που ευωδιάζουν, και την μετάβαση σε ένα άλλο, στο οποίο κυριαρχεί ολοκληρωτικά το κεράσι. Βλέπε και, Dillon, G.L., ‘Clause, pause and punctuation in poetry,’ Linguistics, Volume 169, 1976, σελ. 5.
[5] Xρήζει θεωρητικής επισήμανσης το γεγονός πως ο Ηλίας Τσέχος ‘απαιτεί’ από την ποίηση να μετασχηματιστεί και να καταστεί «Θεός» για να ‘εκδικηθεί’. Ποιον και ποιους όμως να εκδικηθεί; Και το ενδιαφέρον έγκειται εδώ στο ό,τι ο αναγνώστης δεν μπορεί να αντιληφθεί ποιους μπορεί να εννοεί ο ποιητής, εφόσον ο τελευταίος δεν αναφέρει τίποτε σχετικό. Ούτε υπονοεί κάτι. Ο Τσέχος δεν μετατρέπει τα «επίθετα» σε «ρήματα», σύμφωνα με τον Ν. Δήμου. Αντιθέτως, ‘ζητά’ από την ‘Ποίηση’ (εδώ συνειδητά το αρχικό γράμμα είναι κεφαλαίο) πράγματα που δεν της ζητούν άλλοι (είναι σε αυτό το σημείο όπου διαφαίνεται η εναντίωση του τόσο στη λυρική όσο και στην ερωτική ποίηση), ‘θεοποιώντας’ την (η ‘Ποίηση’ υποκαθιστά, συμβολικά-τελετουργικά, την ‘έλλειψη Θεού’ από την ζωή του, λόγω ιδεολογίας), και ομολογώντας και δια αυτού του τρόπου, πως μόνο αυτή του αρκεί ουσιαστικά για να συνεχίσει να πορεύεται, για να ‘εκδικηθεί’ αυτούς που ο ίδιος θέλει. Βλέπε σχετικά, Τσέχος, Ηλίας., Τα Ηλικιωμένα Ανήλικα…ό.π. Βλέπε επίσης, Κουτσίβιτη, Χρυσάνθη., ‘Η στίξη στην ποιητική γλώσσα. Μία εφαρμογή σε ποιήματα της Κικής Δημουλά…ό.π.
[6] Βλέπε σχετικά, Τσέχος, Ηλίας, ‘Τα Ηλικιωμένα Ανήλικα…ό.π. Στην Τουρκάλα τραγουδίστρια, ο Ημαθιώτης ποιητής βρίσκει τον ‘ηρωισμό’ που δεν συναντά σε ‘άλλους ανθρώπους’, κάτι που μας ωθεί να διαπιστώσουμε πως στην ύστερη ποιητική του φάση, ο Ηλίας Τσέχος επενδύει συμβολικούς και γλωσσικούς πόρους στην έννοια του ‘ηρωισμού’, πράγμα που δεν έπραττε παλαιότερα. Εάν επιχειρούσαμε να αντικαταστήσουμε το όνομα της Bolek με αυτό του Τυνήσιου μικροπωλητή Μοχάμεντ Μπουαζίζι που αυτοπυρπολήθηκε τον Δεκέμβριο του 2010 σε μία μικρή πόλη της Τυνησίας, θέτοντας τις βάσεις για το άνοιγμα ενός μεγάλου ‘συγκρουσιακού κύκλου’ σε χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, δεν θα άλλαζε κάτι. Η σημασία του ποιήματος θα ήσαν η ίδια. Θα ήσαν το ίδιο ‘φορτισμένη’ και ‘πύρινη’.
[7] Αναφέρεται στο: Runco, M., & Albert, R., ‘Creativity research: A Historical Review,’ στο: Kaufman, J.C., & Sternberg, R.J., (επιμ.), ‘The Cambridge Handbook of Creativity,’ Cambridge, Cambridge University Press, 2011.
[8] Βλέπε σχετικά, Runco, M., ‘Divergent thinking Creativity and ideation,’ στο: Kaufman, J.C., & Sternberg, R.J., (επιμ.), ‘The Cambridge Handbook of Creativity…ό.π. Το ποίημα έχει ένα σταθερό ρυθμό που δεν μεταβάλλεται σε ‘ξέφρενο’ ή αλλιώς, σε πολύ έντονο ρυθμό, ακριβώς διότι ο ποιητής γράφει για θάνατο. Για την απώλεια ενός προσώπου που την καθιστά ‘δική’ του απώλεια.
[9] Βλέπε σχετικά, Τσέχος, Ηλίας., ‘Τα Ηλικιωμένα Ανήλικα…ό.π. Αυτό ειδικά το ποίημα, ο Ποντιακής καταγωγής ποιητής θα μπορούσε να το απαγγείλει συνοδεία Ποντιακής λύρας. Και μόλις ολοκλήρωνε την απαγγελία, δεν θα χρειαζόταν η επανάληψη της. Μόνο η μουσική ώστε ο ακροατής να μπορέσει να θυμηθεί ήσυχα πότε σκέφθηκε και αποφάσισε με την ‘καρδιά’ και πότε με τον ‘νου’. Κάποιο υποκείμενο που αποφασίζει με την ‘καρδιά’ (ο Τσέχος θέτει το δίλημμα), μπορεί κάλλιστα να διακόψει την επικοινωνία του με κάποιον φίλο και γνωστό.
[10] Bλέπε σχετικά, Πελλισόν, Κορίν., ‘Για να κατανοήσουμε τον Λεβινάς,’ Μετάφραση: Φαράκλας, Γιώργος, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2022.
[11] Βλέπε σχετικά, Συμεωνίδη, Αλίκη., ‘Η ποίηση ως δημιουργική γραφή στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση,’ Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, 2013, Διαθέσιμη στο: Η ποίηση ως δημιουργική γραφή στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση (didaktorika.gr) Για τον Ted Hughes, το «ποίημα είναι ένα οργανικό δέσιμο επιμέρους ζωντανών μελών». Και αυτό τον ορισμό, ο Ηλίας Τσέχος, τον έχει αφομοιώσει, ακόμη και αν δεν τον έχει διαβάσει. Βλέπε σχετικά, Hughes, Ted., ‘Poetry in the Making. A Handbook for Writing and Teaching,’ London, Faber & Faber, 1967.
[12] Βλέπε σχετικά, Τσέχος, Ηλίας., ‘Τα Ηλικιωμένα Ανήλικα…ό.π. Δεν θεωρούμε πως ανακύπτει κάποια κειμενική σύνδεση μεταξύ του συγκεκριμένου ποιήματος και του γνωστού ποιήματος του Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ, στο οποίο ο ίδιος προτρέπει στην υπέρβαση και δη στη συλλογική υπέρβαση ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της (πολιτικής) αλλαγής. Θυμίζουμε τους στίχους του Χικμέτ: «Εάν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς, πως θα γενούν τα σκοτάδια φως». Ο Ηλίας Τσέχος, εν αντιθέσει με τον Ναζίμ Χικμέτ, αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά στον εαυτό του, περισσότερο επιθυμώντας και λιγότερο προτρέποντας, και σκιαγραφώντας με έναν διαφορετικό τρόπο, την έννοια της ‘ευθύνης.’ Την οποία δεν επιμερίζει, όσο ‘μετακινεί,’ προσδίδοντας της την μορφή μίας ‘τελευταίας επιθυμίας’: ‘Ευθύνη σας είναι να με κάψετε, όταν πεθάνω.’ Η δική του ‘ευθύνη’ είναι πρωτίστως απέναντι στην ποίηση. Στα ‘Ηλικιωμένα Ανήλικα’, ο ποιητής ‘κλείνει τους λογαριασμούς’ του και με τους διάφορους ‘αγώνες’, οι οποίοι πλέον είναι ‘υπόθεση’ και ‘χρέος’ άλλων.
[13] Βλέπε σχετικά, Λεοντζάκος, Δημήτρης., ‘Να Φεύγει’, Ποιητική Συλλογή ‘Τίγρεις Σε Ενυδρείο,’ Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη, 2016, σελ. 26. Μέσω του ποιήματος, ο Δημήτρης Λεοντζάκος, μπορεί και μειώνει τις αποστάσεις. Όπως και ο Ηλίας Τσέχος.
0 Σχόλια