Σκαρφαλώνω με δυσκολία την απότομη πλαγιά. Τα πόδια μου βυθίζονται μέχρι το γόνατο μέσα στο μαύρο χώμα. Το χώμα καίει, ο αέρας καίει… νιώθω σαν να αναπνέω φωτιά. Ο ιδρώτας εξατμίζεται πριν προλάβει να κυλήσει στο δέρμα μου. Ένα πυκνό σύννεφο καπνού έχει περιορίσει δραματικά την όραση μου και η στάχτη έχει καλύψει τα πάντα, δημιουργώντας ένα τοπίο σεληνιακό. Πρέπει όμως να συνεχίσω, να προλάβω. Δεν υπάρχει χρόνος για ξεκούραση, χρόνος για χάσιμο. Προσεύχομαι να μην είναι ήδη πολύ αργά. Εγώ φταίω όμως, μόνον εγώ… Δεν έπρεπε να του πω ότι θα φύγω , τουλάχιστον όχι έτσι απότομα, έτσι ξαφνικά. Αχ πατέρα, συγγνώμη. Πίστευα ότι ο χρόνος είχε πια περάσει. Έκανα λάθος, ένα μεγάλο λάθος. Δεν θα σ’ αφήσω όμως να χαθείς. Θα σε σταματήσω… θα τα καταφέρω. Κρατώντας δυνατά αυτή την τελευταία σκέψη, βρίσκω τη δύναμη να φτάσω μέχρι την κορυφή του ηφαιστείου. Εκεί βλέπω με ανακούφιση τη μορφή σου να υψώνεται πάνω απ’ την πύρινη κόλαση.
-Πατέρα, σταμάτα! Γύρνα πίσω! Εδώ είμαι, δεν έφυγα. Πατέρα σε ικετεύω άκουσέ με. Το στόμα μου έχει στεγνώσει σαν να έχω καταπιεί μια έρημο. Η φωνή που βγαίνει από το λαιμό μου είναι απελπιστικά αδύναμη και η βροντή της λάβας που εκρήγνυται, την καλύπτει με ευκολία. Ποτέ δεν θα μ’ ακούσει ο άντρας που στέκεται στο χείλος της αβύσσου. Ο Θεός όμως,είναι παντού… Ακόμα κι εδώ, στην πύλη της κολάσεως. Οδηγεί την απεγνωσμένη μου κραυγή μέχρι τον πατέρα μου. Αυτός γυρίζει αργά το κεφάλι. Με βλέπει… έρχεται να με συναντήσει. Όταν καταφέρνω να αντικρίσω το πρόσωπο του, βλέπω την ανησυχία στα μάτια του.
-Τι κάνεις εδώ αγόρι μου; Δεν το ξέρεις ότι είναι επικίνδυνα; Γιατί δεν έφυγες;
-Όταν ξύπνησα δεν σε βρήκα σπίτι. Ήξερα πως ήσουν πολύ στενοχωρημένος και φοβήθηκα ότι θα ερχόσουν εδώ. Μείνε μαζί μας πατέρα. Σ’ αγαπάμε. Δεν θέλουμε να σε χάσουμε.
-Τι λες τώρα; Τί νόμιζες; Με παρεξήγησες παιδί μου. Πάμε πιο κάτω να μιλήσουμε.
Σιωπηλοί, κατεβήκαμε μέχρι μια καλύβα που βρισκόταν σε ασφαλές σημείο. Αφού ήπιαμε λίγο νερό, πλύναμε τα πρόσωπά μας δίνοντάς τους μια πιο ανθρώπινη μορφή. Καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι ο ένας απέναντι από τον άλλον. Ο γνωστός κόμπος μου έσφιγγε το λαιμό. Ο πατέρας,πιάνοντας τα χέρια μου μέσα στα δικά του, μίλησε πρώτος.
-Αγόρι μου, πώς μπόρεσες να πιστέψεις ότι θα έκανα κάτι τέτοιο;
-Ξέρω πόσο δυστυχισμένος είσαι από τότε που έφυγε η μαμά. Πίστευα ότι δεν ήθελες να το δείξεις για να μας κρατήσεις όρθιους τ’ αδέρφια μου κι εμένα. Όταν άρχισαν να φεύγουν απ’ το σπίτι, ένιωσα ότι έχανες μέρος του εαυτού σου, ακόμα κι αν συνεχώς φορούσες το χαζό χαμόγελό σου. Γι’ αυτό κάθισα μαζί σου τόσο καιρό. Αλλά μπαμπά, πέρασε αρκετός χρόνος πια, θέλω κι εγώ να φτιάξω τη ζωή μου. Θεώρησα ότι ήταν καιρός να προχωρήσεις κι εσύ. Το πρωί που δεν σε βρήκα σπίτι, φοβήθηκα πως είχα κάνει λάθος.
-Σ’ ευχαριστώ αγόρι μου. Το ξέρω πως με νοιάζεσαι. Λυπάμαι που δεν μιλάμε πιο συχνά. Τα έχεις καταλάβει όλα λάθος και φταίω εγώ γι’ αυτό. Είμαι περήφανος για όλους σας. Σας αγαπώ και τους τέσσερις και μου λείπετε όταν είστε μακριά. Καταλαβαίνω όμως ότι έχετε πια μεγαλώσει και πρέπει να φτιάξετε τις δικές σας οικογένειες. Εσύ, που είσαι ένα τόσο ταλαντούχο παιδί,ο κόσμος σε περιμένει να τον κατακτήσεις.
-Μα, μπαμπά,θα μείνεις μόνος…
-Αυτό είναι που δεν έχεις καταλάβει τόσα χρόνια. Ποτέ δεν θα είμαι μόνος. Η μητέρα σου κι εγώ είμαστε ένα. Είναι πάντα εδώ μαζί μου. (έβαλε το χέρι του πάνω στην καρδιά του). Δεν είμαι δυστυχισμένος που έφυγε, είμαι ευτυχισμένος που τη γνώρισα.
-Τότε γιατί ανέβηκες στο ηφαίστειο;
-Για να της πω πόσο μεγάλωσες. Πως έγινες ένας θαυμάσιος άντρας. Να νιώθει περήφανη για τον πρίγκηπά της. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο σε αγαπούσε…
-Αν με αγαπούσε τόσο πολύ, γιατί δεν πρόσεχε; Γιατί καθόταν τόσες ώρες στην κορυφή του ηφαιστείου; Ήξερε ότι το θανάσιμο νέφος θα την σκότωνε. Ήταν σαν να αυτοκτονούσε αργά… μέρα με τη μέρα.
-Δεν σου επιτρέπω να αμφισβητείς την αγάπη της μητέρας σου. Σας αγαπούσε όλους χωρίς όρια. Θα αντιμετώπιζε το πιο τρομακτικό θηρίο με τα γυμνά της χέρια για να σας προστατέψει. Η μαμά σου σάς λάτρευε. Τον εαυτό της δεν αγαπούσε. Μπορεί να έφταιγε η παιδική της ηλικία. Κάποια παιδικά τραύματα ίσως, να μην γιατρεύονται ποτέ. Μπορεί να έφταιξα κι εγώ που δεν κατάφερα να της δείξω πόσο σπάνιο κι εξαιρετικό πλάσμα ήταν.
-Εσύ μπαμπά, γιατί δεν την εμπόδισες; Γιατί την άφησες να αυτοκαταστραφεί;
-Στην αρχή προσπάθησα παιδί μου. Με τον καιρό κατάλαβα ότι τον άλλον τον αγαπάς γι’ αυτό που είναι και η μάνα σου, ήταν ακριβώς αυτό: μια ανοιχτή πληγή που έσταζε αγάπη. Ήθελε να στέκεται πάνω από τη λάβα, να σηκώνει τα χέρια ψηλά και να νιώθει την καυτή ανάσα της φλόγας να της καίει την καρδιά. Όταν αγαπάς κάποιον, όσο εγώ τη μητέρα σας,δεν μπορείς να του το στερήσεις.
Είχε ταραχθεί όλο μου το είναι από την ομολογία του πατέρα μου. Ήταν σαν να έβλεπα τη μητέρα μου για πρώτη φορά, σαν να ξαναγεννιόταν μπροστά μου. Μου είχε μείνει όμως μία απορία που με βασάνιζε πολλά χρόνια.
-Αφού μας αγαπούσε τόσο η μαμά, δεν είχε καταλάβει ότι θα μας έλειπε η παρουσία της;
-Δεν άκουσες καλά αυτό που σου είπα, γιε μου. Απάντησε ο πατέρας μου και συνέχισε μιλώντας αργά σαν τον δάσκαλο προς τους μαθητές του. Η μητέρα σου δεν έχει φύγει. Είναι παρούσα στον καθένα από μας. Σε μένα φυσικά, αλλά σε σας ακόμα πιο πολύ. Γιατί εγώ την έχω μέσα μου, αλλά εσείς είστε η μητέρα σας. Κάθε φορά που με κοιτάζετε, αντικρίζω το βλέμμα της. Κάθε φορά που μιλάτε ακούω τη φωνή της. Κάθε φορά που ανασαίνετε, νιώθω τους χτύπους της καρδιάς της.
Νομίζω ότι για πρώτη φορά καταλαβαίνω τον πατέρα μου. Συνεχίζω όμως ν’ ανησυχώ γι’ αυτόν.
-Μπαμπά δεν φοβάσαι να ζεις τόσο κοντά στις φλόγες αγκαλιά με την καταστροφή;
Η απάντησή του έμελλε να χαραχτεί μέσα μου για όλη μου τη ζωή.
-Αυτή, παιδί μου είναι η μοίρα όσων έχουν παντρευτεί ένα ηφαίστειο.
_
γράφει ο Στέφανος Παπαδόπουλος
Ποσο συγκινητικό !!ειλικρινα δεν εχω λογια!συγχαρητηρια!!!