Με μολύβι, μου έλεγαν, γράφε! Αν κάνεις έτσι το παραμικρό λάθος, με τη σβήστρα σου μπορείς και να το σβήσεις, χωρίς κανείς να καταλάβει το λάθος σου αυτό. Και έτσι, από μικρή αγάπησα το στυλό.
Φρόντιζα κι έπαιρνα στυλό σε όλα τα χρώματα. Στυλό σε κλασσικό και διαχρονικό σκούρο μπλε, στυλό σε μαύρο, στυλό σε όλα τα σχέδια και σε όλες τις υφές, στυλό με μύτη χοντρή, στυλό με μύτη λεπτή, στυλό εμποτισμένο σε χρυσόσκονη, στυλό αδιάβροχο, στυλό κατάλληλο για σχέδιο, στυλό κατάλληλο για χρωματισμό και στυλό από κάθε εταιρεία: ευρωπαϊκή, ασιατική, από αγορά φθηνή και άλλο στυλό, από μαγαζί ακριβό, με ποιότητα καλή ή θαμπό και άλλοτε ξέθωρο, χωρίς διάρκεια στον χρόνο, απογοητευτικό…
Σα να είχα αλλεργία σε ό,τι μου επιδείκνυαν ως σωστό, έμαθα έτσι, μόνη μου, να στολίζω τα λάθη μου, βάφοντάς τα με διάφορα χρώματα. Έπαιξα με το μέγεθος των γραμμάτων μου, με το σχήμα και τις «ουρές» του τελικού «ς». Με το καλλιγραφικό «κ» και το «π». Με τον καιρό, φρόντιζα μάλιστα να προσαρμόζω την ίδια μου τη γραμματοσειρά, με τέτοιον τρόπο, ώστε να χωρέσουν και ένα, ή και περισσότερα λάθη μέσα σε αυτήν. Έκανα μέρος του παιχνιδιού μου το λάθος ως έννοια και αρνήθηκα κατηγορηματικά να το αποκρύψω από όποιον έπιανε στα χέρια του τα γραπτά μου. Καμία μουτζούρα, κανένας επιθετικός λεκές. Μια απλή γραμμή πάνω απ’ την αχρείαστή μου σκέψη, ήταν πάντα αρκετή και πάντοτε αυτή η ιδανική γραμμή, μου έδινε ως διά μαγείας ώθηση και ρυθμό για τη συνέχεια της δράσης μου.
Το λάθος μου, ήταν ένα μέρος της διαδικασίας μου. Αυτής της διαδικασίας, που ακολούθησα εγώ, μόνη μου, και που μόνο εγώ ξέρω πως την ξεκίνησα, πως πορεύτηκα μέσα σε αυτήν, και πως θέλω να την ολοκληρώσω. Ποιος μπορεί να κρίνει, εάν στο δικό μου χαρτί θα μπει γραφίτης, ή ακριβό ή φτηνό μελάνι; Τι σημαίνει ακριβό ή φτηνό μελάνι και ποιος στην τελική μπορεί να το ξεχωρίσει; Με νοιάζει, εάν θα το κάνει;
Και όταν τελείωνε η έκθεση εκείνη η βαρετή, ή η άλλη η ενδιαφέρουσα και η γεμάτη φαιά ουσία και ευφάνταστες ιδέες, εγώ κοιτούσα το χαρτί και καμάρωνα τα λάθη μου. Καμιά φορά προεξείχαν, καμιά φορά απλώς ξέφευγαν λέξεις και παρενθέσεις στα πλαϊνά περιθώρια και σχημάτιζαν στο μυαλό μου μια άλλη εικόνα για την έκθεση μου. Σα να γινόταν πιο μεγαλειώδης, πιο περίτεχνη, πιο φαντασμαγορική. Και τα λάθη ήταν εκεί, να μου δείχνουν, πως μπορεί η σκέψη μου να μην ήταν τόσο οργανωμένη τελικά, ή μπορεί το μυαλό μου «να πέταξε» για λίγο σε ξένους ουρανούς την ώρα που έγραφα, ή μπορεί ακόμα-ακόμα να μην ήξερα σε πολλά σημεία το τι ήθελα πραγματικά να γράψω, ωστόσο, αναμφίβολα ήμουν εκεί. Ήμουν παρούσα. Είχα στο χέρι μου το στυλό εκείνο που εγώ επέλεξα και ένα λευκό χαρτί που ο καθένας μας πάντα έχει. Και εγώ, πήρα το στυλό μου και με διόρθωσα. Μου άλλαξα τις υφές, τις διαθέσεις, τα χρώματα μου πάνω στο χαρτί μου. Και με άλλαξα.
Σιγά – σιγά, μέχρι και ο πιο δύσπιστος και δύστροπος καθηγητής, αποδέχτηκε ότι εγώ, θα γράφω μόνο με στυλό. Σταμάτησε, λοιπόν η περίσσεια ηχώ γύρω μου και ο καθένας συνέχισε να κάνει τη δουλειά του. Ο δάσκαλος να στριμώχνει τις απόψεις του με κόκκινες γραμμές επάνω στο χαρτί μου και εγώ να επιμένω να παρατηρώ τα λάθη μου, τα οποία πάντοτε, κατά έναν περίεργο τρόπο, μου προκαλούσαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα σχόλια ενός ξένου για το περιεχόμενο μου.
Το περιεχόμενό μου, ήταν περιεχόμενό μου και καμία κόκκινη διόρθωση δε μπορούσε να εναρμονιστεί μέσα σε αυτό, ακόμα κι αν εγώ η ίδια είχε τύχει να επιλέξω την ίδια απόχρωση σε κόκκινο, άγριο στυλό. Τα γράμματα του ξένου, ήταν φανερά κι εκείνα ξένα μπροστά στο δικό μου χαρτί, ακόμα κι αν μέσα τους είχαν το πιο σωστό, και ταιριαστό με το θέμα, σχόλιο.
Μεγάλωσα και συνέχισα να έχω στη μολυβοθήκη μου πολλά και διάφορα στυλό. Καμιά φορά τα κοιτάζω με νοσταλγία και περιέργεια και αναρωτιέμαι, γιατί κανείς ποτέ δε μου είπε πόσο ωραία εναρμονισμένη έμοιαζε η έκθεσή μου με τα τόσο επιμελώς τοποθετημένα λάθη μου. Ίσως γιατί ποτέ κανείς δε κατάλαβε την αξία τους και τον κόπο που είχα καταβάλει εγώ για την ομαλή και ανεμπόδιστη προσθήκη τους. Δε τους αδικώ. Τόσα ήξεραν.
Τους ξέφυγε απλώς αυτό.
Αυτοί, οι ίδιοι άνθρωποι είναι εκείνοι που ακόμη και αν δε γράφουν με μολύβι, μάχονται για να διορθώσουν το λάθος τους, μουντζουρώνοντάς το, κρύβοντάς το, εξαφανίζοντάς το εντελώς από τη σελίδα τους. Βάζουν μπλάνκο ή στεγνό διορθωτικό. Τεντώνουν το χαρτί. Το τσαλακώνουν στην προσπάθεια. Σα να τους ενοχλεί, σα να τους θυμώνει, σα να τους θυμίζει το πόσο ανόητα και απερίσκεπτα έδρασαν. Τιμωρούν, νομίζουν, με αυτόν τον τρόπο τον εαυτό τους. Οι ίδιοι άνθρωποι, ο ίδιος κόσμος θα γελάσει μάλλον, εάν δει πολλές μουτζούρες επάνω στο χαρτί σου. Θα σε πει απρόσεκτο, αμελή, ίσως βρώμικο και ανίδεο, μπορεί και ανορθόγραφο αλλά και ένα σωρό άλλα κοσμητικά επίθετα, ανάλογα με τον πλούτο και την ευχέρεια του δικού του προσωπικού του λεξιλογίου. Οι ίδιοι άνθρωποι τέλος, θα τα κάνουν όλα αυτά, ξεχνώντας πως το χαρτί αυτό, καθαρό ή μη, λαμπερό ή μη, δημιουργικό ή μη, από το δικό σου χέρι ξεκίνησε και στο δικό σου χέρι θα παραμείνει. Εσύ το ξεκίνησες, εσύ το συνέχισες και εσύ θα το τελειώσεις.
Μεγαλώνοντας ακόμη περισσότερο, αποφάσισα να δείξω, να δανείσω ή να χαρίσω τα χαρτιά μου σε ανθρώπους που στάθηκαν στα λάθη μου. Άλλοι τα προσπέρασαν. Αδιαφόρησαν. Άλλοι τα είδαν τυχαία καθώς περνούσαν και δεν έδωσαν σημασία. Άλλοι τα χλεύασαν. Άλλοι δεν ήξεραν καν να διαβάζουν.
Κι έτσι στις σκόρπιες μου αυτές σελίδες προστέθηκαν κι άλλα, και λίγα ακόμη, και ακόμη λίγα λάθη.
Λάθη, θα μου πείτε.
Δικά μου όμως, θα σας πω εγώ.
Και συνεχίζω, βεβαίως, να γράφω με στυλό.
_
γράφει η Άντια Αδαμίδου
0 Σχόλια