γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Στο γηροκομείο μιας επαρχιακής ορεινής πόλης ( κοντά στο Καρπενήσι; ) μια ηλικιωμένη γυναίκα, βουνίσια και τραχιά, πεθαίνει σαπίζοντας από ανίατη ασθένεια. Στο πλευρό της βρίσκεται η τρυφερή εγγονή της Ντορουντίνα, στην οποία εξομολογείται την προσωπική ιστορία της. Στην ουσία πρόκειται για την μοναδική και τελευταία της εξομολόγηση ενώπιον Θεού και ανθρώπου, μια σπαρακτική μαρτυρία για την χρονική περίοδο του 1940 περίπου μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα και την σκληροτράχηλη ζωή στα ορεινά χωριά της περιοχής. Εκεί ανάμεσα στο χτες και στο σήμερα, σ’ ένα γηροκομείο όπου ο χειμώνας μαίνεται έξω από τα παράθυρα και στους ζωντανούς εφιάλτες που ζώνουν το νεκροκρέβατο της γριάς, άλλοτε με την μορφή κατάμαυρου μεγάλου σκύλου, άλλοτε αγριόγατας και άλλους ποικίλους βραχνάδες σε ένα γαϊτανάκι νεκρών και ζωντανών, ξετυλίγεται η ζωή της Δασιάς.
Ο συγγραφέας ζωντανεύει με γλαφυρό τρόπο μέσω της ηρωίδας έναν ζοφερό, ανάλγητο κόσμο, στον οποίο προκειμένου να επιβιώσει κάποιος – ειδικά αν είχε την ατυχία να γεννηθεί γυναίκα- αναγκάζεται να μετατραπεί σε κτήνος που έχει συνηθίσει στην θέα του αίματος, του φριχτού θανάτου νέων ανθρώπων στα πλαίσια του πολέμου και της απόλυτης ένδειας. Σε αυτόν τον κόσμο, που η ανθρώπινη ζωή κρέμεται κυριολεκτικά από ένα ασθενικό νήμα, οι άντρες σκοτώνονται ή μένουν ανάπηροι και οι γυναίκες πίσω τους πρέπει να μεταμορφωθούν σε αντρογυναίκες, συχνά σε σύγχρονες Μήδειες, ή σε πόρνες για ένα κομμάτι ψωμί.
Μια τέτοια γυναίκα είναι η Δασιά, η ανήμπορη πλέον ετοιμοθάνατη γριά, που υπήρξε άλλοτε πανέμορφη, αδίστακτη, τρομαχτικά κυνική και αποφασισμένη να ζήσει με την μοναδική δύναμη που διέθετε: την λαγνεία της. Καταδικασμένη να γεννηθεί σ’ έναν κόσμο που δεν γνώρισε την ανθρώπινη στοργή αντιστέκεται στην προδιαγεγραμμένη πορεία της με ανείπωτο σθένος προκειμένου να επιβιώσει. Το μαύρο χιόνι την κυκλώνει από μικρό παιδί, τότε που ο πατέρας της την έριξε στο κρεβάτι άρρωστη δυο μήνες μετά από άγριο ξυλοδαρμό, μέσα στο κατακαλόκαιρο. Ωστόσο η Δασιά δεν το έβαλε κάτω, πάλεψε με λύσσα και μοναδικό της κίνητρο το μίσος. Αυτό ήταν που της έδινε ζωή για να συνεχίζει να αναμετριέται καθημερινά με τα θεριά, που συχνά είχαν την μορφή των συγγενών ή των γειτόνων της. Όλες οι απολαύσεις της ζωής σε έναν τέτοιο κόσμο είχαν την μορφή πάλης μέχρι θανάτου, όπως ένα κομμάτι ψωμί, ή η ερωτική πράξη που ήταν πάντα ζωώδης χωρίς ίχνος συναισθήματος, ενώ οι κατάρες δεν έλειπαν από τα χείλη των ανθρώπων.
Η ηθογραφία μιας ολόκληρης εποχής ξετυλίγεται στα μάτια μας – συχνά με σοκαριστικό τρόπο αλλά ποτέ άλλοτε τόσο ρεαλιστικό και ειλικρινή, μακριά από κάθε επιτηδευμένη εξιδανίκευση. Ο πόλεμος με τους Ιταλούς, η Κατοχή, ο Εμφύλιος σημάδεψαν τις ζωές των ανθρώπων με τον πιο απάνθρωπο τρόπο, στέρησαν την ζωή σε νέους ανθρώπους και άφησαν πίσω τους ζωντανά ερείπια. Σε αυτόν τον κόσμο η Δασιά, που έμεινε πολύ νέα χήρα αντάρτη, έφερε στον κόσμο το πρώτο της παιδί, την Καρία, δεμένη όρθια σε μια τρώγλη μέσα σε ανείπωτους πόνους, ενώ οι βόμβες έπεφταν γύρω της. Σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο κάθε λογής κτηνωδία (σφαγές, βιασμοί, φόνοι) η Δασιά ως χήρα υποκύπτει στις ορέξεις διαφόρων αρσενικών αρπακτικών προκειμένου να ζήσουν η ίδια και η κόρη της. Οι σκηνές που περιγράφονται πρωτοπρόσωπα μέσα από το στόμα της Δασιάς στην ντοπιολαλιά της στοιχειώνουν τον αναγνώστη αμετάκλητα, όπως το διαμελισμένο και βιασμένο σώμα ενός πανέμορφου κοριτσιού με το κομμένο κοκκινόμαλλο κεφάλι και το ανοιχτό γαλαζοπράσινο μάτι του.
Μέσα από αναδρομές, που διακόπτονται από το παρόν στο γηροκομείο σε σκηνές άκρας τρυφερότητας με την Ντουρουντίνα στο προσκέφαλο της Δασιάς (ένα αντίδοτο στην Κόλαση του παρελθόντος) οδηγούμαστε στον χειμώνα του 1949, όπου οι επιζήσαντες του χωριού περιπλανώνται στα βουνά εκδιωκόμενοι από τον στρατό για αντίποινα των ανταρτών. Ανάμεσά τους και η νεαρή Δασιά με το νεογέννητό της, που επιβιώνει σε πείσμα όλων με την δύναμη του φύλου της. Εκτός από την επαφή της με έναν τοπικό γιατρό, που είχε στοιχεία έρωτα, παραδίδει το σώμα της στις ορέξεις κάθε ανρθωπόμορφου θηρίου για να γλιτώσει την δική της ζωή ή των άλλων ανθρώπων. Και δεν είναι η μοναδική. Η όμορφη μικρή Μενεξίλη προσφέρεται ως σφάγιο στον σαδιστή στρατιωτικό προκειμένου να γλιτώσουν οι δικοί της την εκτέλεση. Αυτή είναι η ανάλγητη μοίρα των κοριτσιών, να γίνονται έρμαια στις ορέξεις των αντρών και στην εκδίκηση των μεγαλύτερων γυναικών. Μόνη τους ελπίδα ο θάνατος, των άλλων ή και ο δικός τους.
Το μαύρο χιόνι δεν σταμάτησε να πέφτει ποτέ στην ζωή της Δασιάς, που έφερε στον κόσμο και άλλα τρία νόθα παιδιά, εκ των οποίων τα δύο βρήκαν την πιο τραγική μοίρα. Μόνο που άλλοτε έπεφτε κατάμαυρο μέσα στο κατακαλόκαιρο ή κατακόκκινο από το αίμα μέσα στον παγερό χειμώνα του βουνού. Και η Δασιά, περήφανη μέσα στην απόλυτη περιφρόνηση του κόσμου, παρέμενε πανίσχυρη χάρη στο μίσος που την έτρεφε ενδόμυχα και στο όνειρο της εκδίκησης των δικών της ανθρώπων που πρώτοι την ποδοπάτησαν. Αναπόδραστα, μετατρέπεται σε Μήδεια, σε αιμοσταγή τιμωρό τους, σε ένα θηρίο που μόνο αυτό θα μπορούσε να επιβιώσει σε έναν κόσμο όμοιο με Κόλαση.
Οι τελευταίες σελίδες του έργου είναι γραμμένες από την οπτική γωνία της εγγονής, ξανά σε πρώτο πρόσωπο στην σύγχρονη Δημοτική γλώσσα, και έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την διήγηση της Δασιάς λειτουργώντας όμως ταυτόχρονα συμπληρωματικά. Ωστόσο, παρά την τρυφερή μητρική αγάπη ανάμεσα στις δυο γυναίκες, ο σύγχρονος κόσμος δεν παύει να είναι ζοφερός, μια επίγεια Κόλαση που έξω από το δωμάτιο του άθλιου γηροκομείου μαίνεται ένας χειμώνας γεμάτος μαύρο χιόνι, ενώ μέσα οι βραχνάδες κυκλώνουν την ετοιμοθάνατη, καθώς και μια τρομερή και αθέατη πυρκαγιά την καταβροχθίζει. Εκεί ακριβώς βρίσκεται πάντα η Ντορουντίνα για να της κλείσει τα μάτια, την μόνη τρυφερή κίνηση που έκανε κάποιος για την Δασιά.
Ο μυθιστορηματικός κόσμος του Πάνου Νιαβή είναι εφιαλτικός, σοκαριστικός, χωρίς να λείπουν τα στοιχεία χιούμορ και ο ανθρωπισμός πίσω από την κτηνωδία. Πέρα από το χάρισμά του να δώσει ζωή στο παρελθόν με έναν μοναδικό τρόπο (πέρα από κάθε επιτήδευση), πετυχαίνει το πιο βασικό κατόρθωμα ενός πραγματικού λογοτέχνη: να ενσαρκώσει μια ηρωίδα σαν την Δασιά, που ενώ αρχικά σοκάρει τον αναγνώστη, σταδιακά κατανοεί βαθιά κάθε αποτρόπαια πράξη της, νιώθοντας στο πετσί του την τραγικότητα του γυναικείου φύλου. Η συγκίνηση και το δέος που αφήνει το μυθιστόρημα στοιχειώνει για πολύ καιρό τον αναγνώστη βυθίζοντάς τον σε προβληματισμούς.
Πώς μπορεί άραγε να επιβιώσει ο άνθρωπος σε μια Κόλαση γεμάτη κατακόκκινο ή κατάμαυρο χιόνι; Ως που μπορεί να φτάσει η θηριώδης φύση του και πόσο αξίζει η απεγνωσμένη πάλη επιβίωσης; Η απάντηση πάντα θα έρχεται στις τελευταίες σελίδες αυτού του συγκλονιστικού μυθιστορήματος, που – χωρίς καμιά υπερβολή- αποτελεί κόσμημα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
0 Σχόλια