Η ραγδαία εμφάνιση ενός νέου φιλοσοφικού τομέα, της φιλοσοφίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι ήδη τις τελευταίες δεκαετίες γεγονός. Στο περιθώριο της φιλοσοφίας του δικαίου και της πολιτικής φιλοσοφίας, όπως επίσης στο πλαίσιο της ηθικής φιλοσοφίας, της κοινωνικής φιλοσοφίας και της φιλοσοφικής κοινωνικής ανθρωπολογίας, η φιλοσοφία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εμφανίζει το αυτόνομο πρόσωπό της και η ειδική προβληματική της διευρύνεται διαρκώς. Η συμφιλίωση της πολιτικής με τη φιλοσοφία ή πιο συγκεκριμένα της ηθικής με την πολιτική είναι αναντίρρητο αίτημα της εποχής μας. Και η συζήτηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι περισσότερο φιλοσοφικό και ηθικό πρόβλημα παρά πολιτικό και νομικό.
Η γιγάντια και πελώρια ανάπτυξη της τεχνικής, αν και συχνά η θεώρησή της αποτιμάται ως χρήσιμη και χρηστική, αποτελεί απρόβλεπτη και εκθαμβωτική απειλή για την προσωπική ζωή του ατόμου. Σήμερα πλέον υπάρχουν καινοφανείς τρόποι εκμετάλλευσης των ανθρώπων από τον άνθρωπο, αδιανόητοι για προηγούμενες γενεές, και η προσβολή αναγκαίων για την ύπαρξή ελευθεριών του ατόμου είναι καθημερινό θλιβερό συμβάν και παρακολούθημα έκτροπο της ζωής του πολίτη.
Με την έννοια «ανθρώπινα δικαιώματα» δηλώνονται στην εποχή μας τα ηθικά δικαιώματα που κάθε άνθρωπος κατέχει στη βάση της ανθρώπινης υπόστασής του. Τα Α Δ ανήκουν συνολικά σε όλους τους ανθρώπους βάσει της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και όχι βάσει των προσωπικών τους επιτευγμάτων στην κονίστρα και την αρένα της ζωής. Τα Α Δ αποτελούν σήμερα το σύγχρονο ιδίωμα των προγενέστερων «φυσικών δικαιωμάτων», δηλαδή των δικαιωμάτων που συνοδεύουν την ανθρώπινη φύση, προικοδοτημένα και χορηγηθέντα στον άνθρωπο με τη γέννησή του από τη φύση, δηλαδή πηγάζουν από το ονομαζόμενο Φυσικό Δίκαιο ή άλλως είναι θεία δωρεά.
Με αυτήν την έννοια η ιδέα του δικαίου και του δικαιώματος υπάρχει από την αρχή της ανθρωπότητας ή από τη στιγμή που η φιλοσοφική διανόηση έθεσε το ερώτημα της ιδιαιτερότητας της ανθρώπινης φύσης. Η ιδέα όμως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως terminus technicus είναι αυστηρά μια σύγχρονη ιδέα. Μια μοντέρνα ιδέα που έχει όμως τη ρίζα και πηγή της στην ελληνική – ρωμαϊκή κλασική αρχαιότητα, και διοχετεύεται συνέχεια στο Μεσαίωνα κυρίως με τον Αυγουστίνο και Θωμά Ακινάτη. Αυτή η ιδέα ανιχνεύεται ιδιαίτερα στο κίνημα των Σοφιστών (5ος αιών π.Χ.) και στη στωική αντίληψη του παγκόσμιου πολιτισμού. Έννοιες των δικαιωμάτων των πολιτών που δεσπόζουν στην αθηναϊκή δημοκρατία, π.χ. ισόνομος, ισότιμος, ισοκρατής, ισόψηφος, ισοπολιτεία συνδέουν αυτά τα δικαιώματα και προνόμια με τις επιταγές του Φυσικού Δικαίου.
Οι Έλληνες είναι εκείνοι που προβληματίστηκαν πάνω στην ουσία του δικαίου και ασχολήθηκαν με τη δημιουργία της ηθικής τάξης. Αν και οι αρχαίες ελληνικές παραστάσεις δικαίου διακρίνονται από ένα πλουραλισμό και συχνά απαντά και διχογνωμία στις αντιλήψεις και στον τρόπο έκφρασής τους και δεν αντιστοιχούν στις επιταγές του κυρίως Φυσικού Δικαίου, με τις πρωτογενείς και δευτερογενείς αξιώσεις του, πρέπει ιστορικά ιδωμένες να παρατηρούνται ως η ρίζα μιας μεταγενέστερης αντίληψης Φυσικού Δικαίου και ως πηγή ψηλάφησης της έννοιας των δικαιωμάτων.
Πρόδρομος της ιδέας του Φυσικού Δικαίου και των φυσικών δικαιωμάτων είναι η τραγωδία του Σοφοκλή Αντιγόνη, όπου ανέκαθεν θεωρείται σημείο αφετηρίας που παροτρύνει σε σκέψεις Φυσικού Δικαίου. Η Αντιγόνη παραβαίνει την απαγόρευση του βασιλιά Κρέοντα, ο οποίος εκπροσωπεί τη δίκη (δίκαιο) της «πόλης», να θάψει τον αδελφό της Πολυνείκη και επικαλείται τον άγραφο νόμο ως ισχύοντα νόμο της τάξης της εσωτερικής ζωής. Η Αντιγόνη αντιμετωπίζει τον Κρέοντα, που εισάγεται στη σκηνή από το χορό ότι αυτός εκπροσωπεί το δίκαιο, θαρραλέα, υπερασπίζει το απαραβίαστο μιας εσωτερικής επιταγής, υπερκείμενης κάθε ανθρώπινου – πολιτικού νόμου και εξεγείρεται εναντίον μιας πολιτικής – νομικής διαταγής, που αποβλέπει στη διάσπαση του πλέγματος της εσωτερικά υφιστάμενης τάξης. Γνωρίζει τη μοίρα της, που δεν μπορεί όμως να αποτρέψει. Δεν φοβείται την απειλή του Κρέοντα, αλλά φοβείται πολύ περισσότερο την ενοχή της απέναντι στους θεούς. Ο Κρέων ως εκπρόσωπος των θεών της πόλης θεωρεί το νόμο του ως «θεμιστόν», κατευθυνόμενο από το ενδιαφέρον για την πάτριο πολιτεία, η δε Αντιγόνη θεωρεί ότι η εντολή του Κρέοντα διαταράσσει την αρμονική κοσμική τάξη του θείου νόμου που διευθύνει τις σχέσεις των ανθρώπων. Και εδώ εμφανίζεται η δραματική σύγκρουση. Τόσο ο Κρέων όσο και η Αντιγόνη επικαλούνται τον άγραφο νόμο. Η τραγικότητα αυτή αντικατοπτρίζεται στα λόγια του φύλακα του Κρέοντα, ο οποίος αφενός μεν δηλώνει στον Κύριόν του το μέλλον να συμβεί, δηλ. την οφειλόμενη Δίκην, αφετέρου αξιώνει από την Δίκην να μην τιμωρηθεί, γιατί είναι αθώος.
Σημαντική σπουδαιότητα για τη φιλοσοφία των δικαιωμάτων είναι το περίφημο και πολυσυζητημένο απόσπασμα 114 του Ηράκλειτου, «τρέφονται γαρ πάντες οι ανθρώπειοι νόμοι υπό του ενός του θείου». Το απόσπασμα αυτό που ερμηνεύθηκε από νομικούς και φιλοσόφους πολυτρόπως εμφανίζει τον Ηράκλειτο ως πρόδρομο μιας περί φυσικού δικαίου διδασκαλίας με μεταφυσικό περιεχόμενο, αφού γίνεται λόγος για ένα νέο νόμο, το θείο νόμο, από τον οποίο τρέφονται, δηλαδή αντλούν το περιεχόμενό τους όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι. Αυτό το θείον είναι ο λόγος, ο αιώνιος νόμος του κόσμου. Όποιος πράττει σύμφωνα με τη φύση πράττει σύμφωνα με το λόγο, τον αιώνιο θείο νόμο, καθόσον λόγος, κόσμος φύση και νόμος αποτελούν για τον Ηράκλειτο αδιάσπαστη ενότητα. Οι νόμοι της πολιτείας, δηλ. το θετικό δίκαιο, οφείλουν την ύπαρξή τους μόνο στο θείο νόμο, ο οποίος επικρατεί στην πολιτεία σύμφωνα με τη θέληση της θεότητας. Γι’ αυτό καθήκον των πολιτών είναι η από κοινού υποταγή στον κοινό νόμο και ο κοινός υπέρ του νόμου αγών που ενώνει όλους τους πολίτες, όπως ο θείος λόγος ενώνει όλους τους ανθρώπους.
Το διαφωτιστικό επαναστατικό πνεύμα των σοφιστών (5ος αιών) που εμφανίζεται κυρίως στην κοινωνική κριτική που ασκούν οι σοφιστές και στην πολιτική τους σχετικοκρατία θεωρείται σημαντική για τη διδασκαλία του δικαίου. Μέσω της αντιπαράθεσης των επιταγών και διατάξεων που ισχύουν και του υπαρξιακά αναγκαίου φυσικού δικαίου οι σοφιστές προσπαθούν να κατανοήσουν την αντίθεση της υφιστάμενης νομικής τάξης της πολιτείας προς τους νόμους του φυσικού δικαίου, οι οποίοι οφείλουν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της ανθρώπινης εμπειρικής φύσης. Έτσι η έννοια του φυσικού δικαίου λαμβάνει αποφασιστική ισχύ και η ορθότητα του θετικού δικαίου εξετάζεται στη βάση του δοθέντος από τη φύση δικαίου του ενός, δηλαδή όχι της γενικής φύσης αλλά της ατομικής φύσης με τις διαφορετικές και έμφυτες ικανότητες και προδιαθέσεις.
Έτσι ο σοφιστής Πρωταγόρας από τα Άβδηρα διατυπώνει την πρόταση «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος». Η ερμηνεία όμως της πρότασης εξαρτάται από το τι είναι αυτός ο άνθρωπος, που οφείλει να είναι το μέτρο των πραγμάτων. Ο συγκεκριμένος εμπειρικός άνθρωπος με τις ιδιαίτερες ιδιότητες και επιρρέπειες ως άτομο, ο άνθρωπος ως εκπρόσωπος του γένους του ή ο πολιτικός άνθρωπος; Ο Πλάτων κατανοεί την πρόταση αυτή του σοφιστή σχετικά και ως άνθρωπο βλέπει τον άνθρωπο ως άτομο. Ό,τι εμφανίζεται στον ένα ως ωραίο εμφανίζεται στον άλλο ως κακό και άσχημο, ανάλογα με το μέτρο που καθένας θέτει στη βάση των αξιολογικών του κατηγοριών. Η υποκειμενιστική αυτή ερμηνεία της ονομαζόμενης homo mensura πρότασης ορίζει την αλήθεια πλήρως ως σχετική. Όμως ο Πρωταγόρας δεν ζήτησε την εφαρμογή μιας υποκειμενιστικής σχετικοκρατίας σε γνωσιολογικό θεωρητικό πεδίο, αλλά σε πρακτικό. Δηλαδή στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των ανθρώπων και στις κρατικές υποθέσεις όπου η σχετικοκρατία ισχύει για τη σύνολη γνώμη.
Δίκαιο και άρα δικαίωμα δεν είναι το συνδεδεμένο με τη βούληση των θεών, αλλά εκείνο που με έννοια ηθική θέτει ως δίκαιο κάθε κράτος. Για κάθε επί μέρους κράτος ισχύει ο δικός του νόμος, ο οποίος όμως είναι μεταβλητός, αφού μπορεί να ισχύει εφόσον χρόνο το κράτος θεωρεί αυτόν δίκαιον, άλλως μπορεί να τεθεί εκτός ισχύος.
Η πολιτική σκέψη αποτελεί λοιπόν απόκτημα που πρέπει να μάθει ο άνθρωπος μέσω της ορθής παιδείας και κάθε άνθρωπος ως μέτοχος του λόγου είναι ικανός προς τούτο. Όσοι δεν προσπαθούν να εκπληρώσουν αυτήν την αποστολή πρέπει να διαγράφονται από το κράτος. Με αυτήν ακριβώς την αξίωση δικαιολογεί ο Πρωταγόρας το περί πολιτείας δημοκρατικό ιδεώδες του Περικλή. Οι ηθικές κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις της πρότασης, ο άνθρωπος είναι το μέτρον των πραγμάτων, σε αντιδιαστολή με το μεταγενέστερο πλατωνικό «θεός μέτρον» (Νόμοι, 716) είναι για το ανθρωποκεντρικό πνεύμα γενικότερα και για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ειδικότερα, όπως διατυπώνονται στις ερμηνείες των φυσικών δικαιωμάτων, πολύ σπουδαίες.
Σοφιστές που με τις απόψεις τους προσεγγίζουν το περιεχόμενο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι οι Ιππίας, Αντιφών, Λυκόφρων και Αλκιδάμας.
Για τον Ιππία όλοι οι άνθρωποι είναι συγγενείς και συμπολίτες μέσω της φύσης και όχι μέσω του νόμου. Με απλά λόγια., ο Ιππίας κηρύσσει την αιώνια αμετάβλητη φύση ως ειδική μορφή ουσίας των ζώντων και δρώντων στο χώρο του λόγου ανθρώπων, ενώ ο νόμος είναι ανθρώπινη ανακάλυψη προς όφελος των ανθρώπων και εκπλήρωση ορισμένων πολιτικών σκοπών της πολιτείας.
Για τον Αντιφώντα το θετικό δίκαιο ευρίσκεται σε αντίφαση προς τις αξιώσεις της φύσης, αφού ο νόμος του κράτους παραμένει κατά βάση αναληθής και επιβάλλει πολλάκις αντιφατικές δεσμεύσεις, ενώ ο νόμος της φύσης εκπληρώνει το ωφέλιμο και το συμφέρον. Ο νόμος δεν είναι κάτι το πρωτογενές αλλά θεμελιωθείσα τάξη και δεν ερείδεται εις εαυτόν όπως η φύση. Το πόρισμα αυτής της επαναστατικής διδασκαλίας του Αντιφώντα συγκρούεται προς την αριστοτελική θεωρία για το κράτος. Ο Αριστοτέλης πιστεύει ότι το κράτος είναι δημιούργημα της φύσης και άρα ο νόμος του συμπίπτει με τον φυσικό νόμο, ενώ για τον Αντιφώντα ο νόμος του κράτους αποτελεί δέσμευση της φύσης. Επειδή επιδίωξη του Αντιφώντα είναι να δει το άτομο ελεύθερο από δεσμεύσεις νόμων και ηθών αναχωρεί από τη βιολογική ομοιότητα και ιδιόρρυθμη εμπειρική κατασκευή των ανθρώπων προκειμένου να καταλήξει στην πολιτική ισότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ώστε κάθε διάκριση ελλήνων και βαρβάρων, σκλάβων και ελεύθερων να εμφανίζεται αντίθετη προς το φυσικό δίκαιο.
Οι θέσεις του σοφιστή Αντιφώντα είναι για την εποχή μας διαφωτιστικές. Μια διδασκαλία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα μπορούσε να εύρει εδώ ερείσματα. Η πίστη του στη φυσική ομοιότητα των ανθρώπων προαναγγέλλει την ιδέα της ενότητας της ανθρωπότητας στην ελληνιστική περίοδο και αυτονόητα τη διδασκαλία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σε συνάρτηση με τις γνώμες του Αντιφώντα ευρίσκονται οι σοφιστικές αντιλήψεις του Λυκόφρονα και Αλκιδάμαντα. Για το Λυκόφρονα το κράτος υπάρχει για να προστατεύει τα δίκαια των πολιτών, ο δε νόμος αποτελεί απλή συνθήκη, δηλ. δεν μπορεί να καταστήσει τους πολίτες δίκαιους και αγαθούς, αλλά έχει απλά μια λειτουργία τάξης, μεριμνά δηλ. για τη διατήρηση της ησυχίας και ασφάλειας στην πολιτεία. Ο Λυκόφρων πολεμάει κάθε ταξική διάκριση και θεωρεί την αριστοκρατία των ευγενών ως κάτι το φαινομενικό. Στη διδασκαλία αυτή υποκρύπτεται η ιδέα της κοινωνικής ισότητας και η ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο ρήτωρ σοφιστής Αλκιδάμας είναι ο συνήγορος των καταπιεσμένων και αρνείται τη δουλεία, ως αντίθετη στη φύση: άνθρωπος εκ φύσεως δούλος ουδείς. Καταδίκαζε τις διακρίσεις που προέρχονται από την καταγωγή, την οποία θεωρούσε «ισοτιμίας περίτηγμα και διάξυσμα».
Οι σοφιστές, τους οποίους τόσο συνοπτικά αναγκαία ανέφερα, μπορούν να θεωρηθούν ως πρόδρομοι της ιδέας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι οδοδείχτες προς τη στωική θεώρηση. Γιατί οι στωικοί φιλόσοφοι είναι οι κύριοι θεμελιωτές και σκαπανείς της ιδέας των ανθρωπίνων φυσικών δικαιωμάτων, χωρίς βέβαια να προχωρήσουν σε διακηρύξεις με το σύγχρονο πνεύμα ή να δημιουργήσουν κάποιον ταυτόσημο όρο με τον όρο «δικαίωμα». Όμως έννοιες που επεξεργάζονται όπως αξιοπρέπεια, το κατά φύσιν, το δίκαιον. το ορθό, το οικείον εμπεριέχονται στο σύγχρονο πολυσυζητημένο όρο των δικαιωμάτων.
Σκοπός της στωικής διδασκαλίας σε γενικές γραμμές είναι ο εύτακτος βίος που εκφράζεται στην ενότητα γνώσης και πράξης, ενάρετου και φυσικού βίου. Οι στωικοί βλέπουν σε όλους τους ανθρώπους (και στους δούλους) κάτι το κοινόν, τον άγραφο νόμο, τον ενιαίο νόμο, ο οποίος καλεί σε ισότητα και ενότητα τους ανθρώπους να καταστούν πολίτες ενός παγκόσμιου κράτους, μιας παγκόσμιας κοινότητας ατόμων. Η πλέον απόλυτη έκφραση ατομοκρατίας. Έτσι ο κόσμος γίνεται ένα κράτος, στο οποίο ο φυσικός νόμος υπαγορεύει το πρακτέον και το φευκτέον. Το σύνταγμα των επί μέρους κρατών υπηρετεί το ένα σύνταγμα, τον ένα φυσικό νόμο, οι αρχές του οποίου ενσαρκώνονται στην societas humana. Η ύπαρξη του παγκόσμιου κράτους δεν εμφανίζεται ως πολιτικός σκοπός αλλά ως δοθείσα a priori. Το κράτος αποτελεί φυσική τάξη του είναι. Η στωική φιλοσοφία επέδρασε ισχυρά στη διαμόρφωση του ρωμαϊκού δικαίου και οδήγησε στην αναγνώριση του ατόμου στο ιδιωτικό δίκαιο. Ο ρωμαίος Κικέρωνας, που οι ορισμοί του στο θέμα του φυσικού νόμου έγιναν κλασικοί και υιοθετήθηκαν από μεταγενέστερους διακήρυξε ως γενικά αιτήματα του ius naturale αρχές, όπως θρησκεία, ευσέβεια, χάρη, τιμωρία, σεβασμός και αλήθεια. Το ρωμαϊκό δίκαιο θεμελιώθηκε κυρίως στην έννοια της επιείκειας . Για τον Κικέρωνα οι αρετές είναι ακολουθία μιας φυσικής κλίσης του ανθρώπου, της οικείωσης, και η οικείωση είναι η αρχή της δικαιοσύνης. Πρόκειται για την οικείωση του ανθρώπου με το εγώ του και στη συνέχεια με τους άλλους που συνδέει το ατομικό συμφέρον με το κοινό και τις σχέσεις της δικαιοσύνης. Χωρίς πράγματι την οικείωση με το εγώ μας και με τους άλλους, που σημαίνει την σύμπτωση της ιδίας και της κοινής φύσης δεν μπορεί να γίνει λόγος για δικαιώματα που ενώνουν τους ανθρώπους.
Το ρωμαϊκό πνεύμα παρέλαβε τον άγραφο νόμο της στοάς (lex nata non scripta) και σε συνδυασμό με τον αιώνιο λόγο δημιούργησε το ius gentium (Γάιος και Ουλπιανός) που βασίζεται στη naturalis ratio. Εξέχουσα θέση στο ρωμαικό δίκαιο λαμβάνει η έννοια του ορθού λόγου (recta ratio), μέτοχοι του οποίου είναι όλοι οι άνθρωποι.
Μια γενική επισκόπηση τόσο της σοφιστικής διδασκαλίας για το φυσικό νόμο αλλά κυρίως της στωικής αντίληψης για το παγκόσμιο κράτος, ως αίτημα του φυσικού και αιώνιου νόμου, καταδεικνύει τις βασικές σκέψεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως διατυπώθηκαν στην παγκόσμια διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Ουνέσκο στις 10.12.1948, η οποία και προσδιορίστηκε από αρκετούς αναλυτές ως ο φυσικός νόμος του 20ου αιώνα.
ΝΙΚΟΛΙΤΣΑ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ- ΛΙΑΝΤΙΝΗ
Ομότιμη Καθηγήτρια Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
0 Σχόλια