«Σκέφτηκα να το κάνω αργότερα, τι λες ;»
«Ό,τι θες εσύ…»
«Δεν μου λες την γνώμη σου….»
«Δικιά σου είναι η ζωή…»
«Καλά θα το κάνω αργότερα…»
«Οκ…»
Δεν ήθελα την γνώμη του. Ήθελα απλά να μιλήσω σε κάποιον
εκτός από τον εαυτό μου.
Δεν πήγα τελικά να δω την μάνα μου.
Πήγα στη λαϊκή.
Αγόρασα ένα μπουκέτο ροζ τριαντάφυλλα.
Γύρισα, τα έβαλα στο βάζο και ένα χαμόγελο περπάτησε στο πρόσωπό μου…
Πήγα στην κουζίνα, μαγείρεψα.
Έφτιαξα στιφάδο. Του αρέσει αυτό το φαγητό. Γύρισε από τη δουλειά.
Κουρασμένος, μπαϊλντισμένος, χαμένος.
«Θα μου φτιάξεις ένα καφέ ;»
«Σου έφτιαξα το αγαπημένο σου φαγητό. Στιφάδο»
«Βρε, γυναίκα έναν καφέ θέλω τώρα»
«Ναι, θα σου φτιάξω. Τα είδες τα τριαντάφυλλα;»
«Είμαι κουρασμένος. Μέτριος να ΄ναι…»
«Είναι ροζ και φρέσκα. Μοσχομυρίζουν. Πήγαινε να τα μυρίσεις μέχρι να σου φτιάξω τον καφέ»
«Πωπω! Να και μια τρύπα στην κάλτσα. Και υποτίθεται ότι είναι ιταλικές… Ο καφές ετοιμάστηκε; »
«Ναι, να τώρα σβήνω το μάτι και στον σερβίρω»
Ήπιε τον καφέ και πήγε για ύπνο. Στη μεσημεριανή ησυχία
ακουγόταν μόνο το ροχαλητό του…
Δεν έφαγε από το στιφάδο, δεν μύρισε τα λουλούδια, δεν μου είπε κάτι για μένα. Δεν με ρώτησε αν η μάνα μου είναι καλύτερα μετά την πρόσφατη εγχείριση στην καρδιά της.
Κάθισα στην κουζίνα, ήπια τον υπόλοιπο καφέ και άρχισα να διαβάζω την εφημερίδα.
Χτύπησε το τηλέφωνο και μου είπαν ότι η μητέρα μου πέθανε…
Υπήρξαν επιπλοκές από την εγχείριση και δεν άντεξε η καρδιά της.
Ήταν που ήθελα να του κάνω το στιφάδο και για αυτό δεν πήγα σήμερα να την δω.
Είχα πει… Ε, αφού πήγε καλά η επέμβαση, δόξα τω Θεώ… Τώρα μας έμεινε το εύκολο… Θα την δω αύριο…
Αντίθετα, για εκείνον τα πάντα τα έκανα «τώρα» για να μην χάνουμε το σήμερα, γιατί ήλπιζα να με δει, να με εκτιμήσει, να με αγγίξει και να με συναντήσει…
Και εκείνος ήταν σαν να μην με έβλεπε, σαν να μην με εκτιμούσε, σαν να μην με άγγιζε, σαν μην με συναντούσε…
Η μητέρα μου έφυγε από αυτή τη ζωή…
Εγώ παραμένω σε αυτή τη ζωή…
Τι είναι ζωή;
_
γράφει η Ιωάννα Καπράλου
0 Σχόλια