
Διαβάζοντας συγκρούσεις και αποσχίσεις στη συλλογή
‘Άνθρωπος και χρόνος: προσδοκίες και ματαιώσεις’, της Παναγιώτας Τσάτσου
γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης
Η ποιητική συλλογή της Παναγιώτας Τσάτσου, ‘Άνθρωπος και χρόνος’, με σαφή προσδιοριστικό υπότιτλο ‘προσδοκίες και ματαιώσεις’, η οποία συνοδεύεται με έργα της καλλιτεχνικής ομάδας ‘ΔΙΠΟΛΑ’, θα μπορούσε να ειδωθεί και να χαρακτηριστεί ως ένα αναλυτικό ψυχογράφημα του φάσματος της ανθρώπινης εμπειρίας, ή μάλλον καλύτερα ένα αναλυτικό εργαλείο που επιτελεί αυτόν τον – όχι μόνο ποιητικό – σκοπό.
Η ποιήτρια αποφασίζει να ασχοληθεί με το κατεξοχήν ποιητικό – και ευρύτερα καλλιτεχνικό – ζήτημα, το υπαρξιακό. Τι αναδεικνύει δηλαδή η συλλογή της Τσάτσου; Μια απάντηση είναι αυτή. Αναπαριστά την ανθρώπινη κατάσταση όταν βρίσκεται εν μέσω μιας επικίνδυνης σύγκρουσης: της ματαιότητας με την επιθυμία, του (καλο)σχηματισμένου παρελθόντος με το ανοικτό, μη μορφοποιημένο μέλλον, της σίγουρης ανάμνησης με το ασταθές παρόν. Στο ποίημα ‘Δύσκολα’, διαβάζουμε (σελ. 30):
Τη μέρα τούτη βάσταξε.
Το βάρος μεγαλύτερο από άλλοτε σήκωσε.
Το χαμόγελο δυσκολότερα όμως από τότε σχημάτισε.
Τα συντρίμμια κοίταξε. Τις ανάσες αγκομαχώντας σήκωσε.
Τις δυσκολίες πονώντας προσπέρασε.
Το πρόσωπο χτύπησε. Τη μορφή του άλλο δεν είδε.
Την εικόνα σε άλλους όμως ανέδειξε.
Την πνιγερή ατμόσφαιρα ακόμη ανάσαινε. Τη γιατρεμένη ζωή
Ολοένα και αρρώσταινε. Μακριά να φύγει ικέτευε.
Τη χαραυγή να σιμώσει ευχήθηκε. Το ημέρωμα να έρθει απέφυγε.
Τη νύχτα με ανάσα βαθιά καλωσόρισε.
Κοντά στο κενό βρέθηκε, το τελευταίο εγχείρημα διέπραξε.
Το ύστατο χαίρε παραμέρισε.
Στην παυσίπονη φυγή, τους εφιάλτες ακόμα ακολουθείς.
Στη σαδιστική παραμονή, τα όνειρα ακόμα σου ξεφεύγουν.
Στην αλλόκοτη απεικόνιση, τα χέρια σου απότομα τώρα σηκώνεις.
Ένας άνθρωπος που φεύγει συνεχώς. Που φεύγει συνεχώς, θέλοντας όμως να γυρίσει κάποια στιγμή ή μάλλον θέλοντας να πάρει την απόφαση του γυρισμού. Ο άνθρωπος του οποίου πλήττεται η επιθυμία και η συνείδηση και ο οποίος ταλαντεύεται ανάμεσα στη ματαιότητα και την επιθυμία, επισκέπτεται χώρους, χρόνους, πρόσωπα και στιγμές. Για τον άνθρωπο αυτό, το μεγαλύτερο βάρος είναι η μνήμη και οι επιδράσεις της. Λαμβάνει αφηγήσεις, δίνει αφηγήσεις, μετατρέπεται ο ίδιος σε αφήγηση. Ίσως αυτό το θέμα είναι που αντιμετωπίζουμε στη συλλογή της ποιήτριας:
Έφυγε (σελ. 34)
Μακριά χαιρέτησε.
Σε άλλη γλώσσα μίλησε.
Τα χείλη με νόημα κούνησε και εξήγηση πιότερη δεν έδωσε.
Λόγια τελευταία είπε.
Συλλαβές μικρές σχημάτισε.
Κωδικούς με χάρη τίμησε και περισσότερα απ’ όσα βγήκαν εννόησε.
Ασήμαντες θέσεις μαζί κουβάλησε.
Σ’ ένα ταξίδι, δίχως σκέψη δεύτερη, όλα τα χώρεσε.
Τα περασμένα άφησε και δίχως τωρινά, έτσι ξεκίνησε.
Το γυρισμό υποσχέθηκε.
Το μέγεθος του χρόνου αν και δεν υπολόγισε.
Τα χρόνια της επιστροφής, ένα-ένα, με αγωνία μέτρησε.
Αργά μάκρυνε.
Σε σμίκρυνση μόνο στη στιγμή φάνηκε.
Τα γνωρίσματα του προσώπου με σιγουριά στη συνέχεια θόλωσε.
Έτσι, από μακριά σε χαιρέτησε.
Σε άλλη δική του γλώσσα σου μίλησε.
Τα χείλη σε σένα με νόημα κούνησε και εξήγηση πιότερη
Δε σου ‘δωσε.
Όμως, είναι και κάτι ακόμα που η συλλογή θέλει να αναδείξει. Κάτι που ενδεχομένως ελλοχεύει ως έμμεση αντίσταση, θολή ανταπόκριση, φωτεινή ηχώ, μπροστά και μέσα σε όλο αυτό το αέναο πολεμικό πεδίο που διαμορφώνεται από τα απότομα γυρίσματα του χρόνου, από τις επιλογές που ποτέ δεν έγιναν, από τις πράξεις που ανακλήθηκαν και που μέχρι ενός ορισμένου σημείου καθορίζουν τους προσανατολισμούς της σκέψης. Πώς να δούμε αυτή την υποβόσκουσα άρνηση; Πώς θα την εντοπίσουμε;
Το υποκείμενο (και στην προκειμένη περίπτωση το ποιητικό υποκείμενο), η Τσάτσου, μας προτρέπει να αντιληφθούμε αυτή την άρνηση όχι μονοδιάστατα και αποστειρωμένα, ντετερμινιστικά και με όρους αναπόφευκτου, ως κάποιο αδιέξοδο του ορθολογισμού, αλλά με όρους πολυσημίας της βούλησης και της δράσης. Εδώ, ο/η αναγνώστης/στρια γίνεται μάρτυρας μίας ακόμη σύγκρουσης: της παραίτησης με τη βούληση, της αδράνειας με τη δράση. Έτσι, η γραφή της ποιήτριας περιπλανάται, διστάζει και διχάζεται. Πότε εγκαταλείπει και πότε ενδίδει, πότε επιχειρεί και πότε απομακρύνεται, πότε μιλά και πότε σιωπά, πότε είναι ευάλωτη και πότε ανασυντάσσεται. Αυτή την αντίθεση, παρατηρούμε στα παρακάτω δύο ποιήματα:
Γενναιότης (σελ. 26)
Πέρα ατενίζω, στη θάλασσα πως βρίσκομαι ελπίζω.
Στα θολά νερά, τον αφρό του κύματος ατενίζω.
Στο βυθό αφήνομαι, τον κίνδυνο πια δε διακρίνω.
Ποτό πίνω, την πραγματικότητα καθαρά αντικρίζω.
Στο γυάλινο ποτήρι, την κόψη του ραγίσματος με δίχως άλλο αγγίζω.
Στη μέθη δίνομαι, το ένστικτο και τον πόνο πια δεν επικρίνω.
Σε κρεβάτια βρίσκομαι, ακόμη πως ερωτεύομαι νομίζω.
Στην ξένη ένωση, κορμί ανοιχτό με μαχαίρι βαθιά σχίζω.
Στο τέλος οδηγούμαι, το καινούργιο πια δεν υπολογίζω.
Το ξημέρωμα μόνο θα σε βρει,
Μου θυμίζω.
Γιατί στο φως το πρωινό, διαφορετικός είσαι,
Με αντικρύζω.
Γιατί τη μέρα την επόμενη, ό,τι έζησες παρελθόν είναι,
Με καθίζω.
Κι αν ακόμα προχωρήσεις, τίποτα για να χάσεις δεν έχεις,
Με οπλίζω.
Κουράστηκα (σελ. 103-104)
Κουράστηκα και η κούραση μου ολοένα και θεριεύει.
Θεριεύει μέσα μου η ικεσία της απαλλαγής.
Απαλλαγή από τον βίο τον επταήμερο
Είναι προσδοκία που σαν από καιρό διψασμένη, ξάφνου ανθίζει.
Κουράστηκα απ’ τους ανθρώπους.
Τους ανθρώπους που ολοένα και παραπάνω μου ζητούν.
Μου ζητούν, από μένα απαιτούν και την άρνηση ούτε που γνωρίσουν.
Την άρνησή μου καταδυναστεύουν
Και την ευχαρίστηση την έσχατη μήτε που μου χαρίζουν.
Κουράστηκα φωνές ν’ ακούω.
Ν’ ακούω παράπονα, αιτήσεις και κρίσεις αυστηρές να με
Λιθοβολούν, δεν το θέλω.
Δε θέλω άλλο παρουσίες κοντά μου να νιώθω.
Να νιώθω κορμιά που με πιέζουν,
Που με δύναμη μεγάλη πάνω μου πέφτουν, άλλο δεν αντέχω.
Κουράστηκα κι αυτή η κούραση με τρόπο μοναχικό να φύγω
Μακριά θέλει, τον εαυτό μου μόνο να δει να επιτάσσει.
Κουράστηκα κι αυτή η κούραση σε τοπία ασύνδετα του μυαλού
Με οδηγεί, έρμαιο των εχθρικών ορέξεων άλλο δε μ’ αφήνει.
Κουράστηκα κι αυτή την κούραση να εμπιστευτώ μπορώ,
Στα δικά της τα χέρια ολότελα πλέον μπορώ ν’ αφεθώ.
Ωστόσο, κάποιες φορές, αυτό το συστηματικό δίπολο καταρρέει, ρευστοποιείται και παύει να διατάζει τη διάθεση και τη σκέψη κυριαρχικά – και μάλλον αδέξια, ανόητα κι εν τέλει άσκοπα. Η αναλγησία δηλαδή της μοιρολατρίας, ακόμη κι αν λειτουργεί ως καταφύγιο μερικές φορές, απορρίπτεται για χάρη της επιθυμίας που πάντα έχει τη δυνατότητα να αλλάξει, να μετασχηματίσει το πολύμορφο καθεστώς του παραλόγου:
Ανέλπιστο (σελ. 79-80)
Η θήκη άδειασε.
Η ντουλάπα σφραγίστηκε.
Το βιβλίο δε διαβάστηκε.
Στον λαβύρινθο η έξοδος πίσω απ’ την πλάτη μαχαιριά έδωσε.
Στο σώμα φάρμακο θανάτου κρυφά η λύτρωση πρόσφερε.
Η γόμα έγραψε.
Η ζωγραφιά σβήστηκε.
Το πρόσωπο δε σχεδιάστηκε.
Στο βαλς, η ντάμα πίσω από τοίχους, κρυμμένους συνοδούς χάρηκε.
Στο χορό, το βήμα το σωστό προσδοκία επανάστασης ύψωσε.
Η αντάμωση περιπλανήθηκε.
Η συνουσία ασελγήθηκε.
Το χέρι δεν άνοιξε.
Στο πεπρωμένο, η ζωή το άλλο πρόσωπο έδειξε.
Στο ανέλπιστο, η μοίρα συγχώρηση ύστατη έδωσε.
Η προσπάθεια αδίκησε.
Η άφεση τιμώρησε.
Το σφάλμα δε συγχώρησε.
Στο χάραμα, ο ήλιος φανερά σκοτεινός βγήκε.
Στο φως, η λάμψη για ώρα κρυφτό έπαιξε.
Η θήκη άδειασε.
Η ντουλάπα σφραγίστηκε.
Το βιβλίο δε διαβάστηκε.
Τίποτα καταδικασμένο δε γεννήθηκε.
0 Σχόλια