Το ψυχολογικό θρίλερ Δικό μου αίμα αποτελεί το συγγραφικό ντεμπούτο της Σουηδής Elisabeth Norebäck και με την ενδιαφέρουσα, καλογραμμένη πλοκή του υπόσχεται να κατακτήσει το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού.
Είκοσι ένα χρόνια πριν, η μόλις ενός έτους κόρη της Στέλλα εξαφανίστηκε από το μέρος όπου η οικογένεια περνούσε τις καλοκαιρινές διακοπές της. Οι έρευνες απέβησαν άκαρπες και η μικρούλα θεωρήθηκε νεκρή. Όχι όμως για τη μητέρα της. Η Στέλλα ποτέ δεν δέχτηκε ότι η κόρη της πνίγηκε στη θάλασσα και ζούσε συνεχώς με τις τύψεις, αφού όλα συνέβησαν σε μια στιγμή που η ίδια δεν πρόσεχε το καροτσάκι της μικρής.
Είκοσι ένα χρόνια μετά, η Στέλλα είναι ψυχολόγος, σύζυγος και μητέρα ενός δεκατριάχρονου αγοριού. Τίποτα δεν φαίνεται να λείπει από τη ζωή της. Μέχρι που, μια μέρα, εμφανίζεται στην κλινική που εργάζεται η Ίζαμπελ, μια κοπέλα που νιώθει χαμένη μετά τον πρόσφατο θάνατο του πατέρα της και την αποκάλυψη πως είναι υιοθετημένη. Το σοκ για τη Στέλλα είναι μεγάλο, αφού εκείνη είναι φτυστή η χαμένη της κόρη. Το ένστικτό της τής λέει πως πράγματι αυτή είναι η Άλις. Είναι όμως έτσι;
Όλοι γύρω της πιστεύουν πως είναι υπερβολική και ότι κάνει λάθος. Η μητέρα της κοπέλας επιμένει πως είναι δική της κόρη και την προειδοποιεί να μείνει μακριά τους. Η σχέση της με τον άντρα της και τον γιο της δοκιμάζεται συνεχώς, ενώ η ίδια δείχνει να οδεύει προς ακόμα μία συναισθηματική κατάρρευση. Ταυτόχρονα, είναι αποφασισμένη να φτάσει στα άκρα, προκειμένου να αποδείξει πως έχει δίκιο. Αυτό που δεν φαντάζεται η Στέλλα, όμως, είναι πως το πείσμα της μπορεί να πυροδοτήσει μια σειρά γεγονότων και να θέσει σε κίνδυνο αυτούς που αγαπά περισσότερο. Κάτι κακό και παρανοϊκό κρύβεται σ’ αυτή την υπόθεση· κάτι που, αν φανερωθεί τελικά, μπορεί να ανατρέψει τα πάντα…
Η αλήθεια είναι πως η αρχική ιδέα πάνω στην οποία βασίστηκε το στόρυ δεν είναι και τόσο πρωτότυπη. Μια μητέρα που χάνει το μωρό της, τη στοιχειώνει αυτή η εξαφάνιση και κάποια στιγμή, χρόνια αργότερα, βλέπει μπροστά της ένα άτομο που είναι φτυστό με το χαμένο παιδί της και της μπαίνει στο μυαλό η ιδέα πως είναι το ίδιο πρόσωπο, είναι κάτι που έχουμε ξαναδιαβάσει. Όταν συμβαίνει αυτό, λοιπόν, το στοίχημα που καλείται να κερδίσει ο/η συγγραφέας είναι να δημιουργήσει μια πλοκή ενδιαφέρουσα και καλογραμμένη, ώστε να διατηρηθεί το αναγνωστικό ενδιαφέρον καθ’ όλη τη διάρκειά της. Εν προκειμένω, η Norebäck το καταφέρνει αυτό.
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και εστιάζεται στα τρία γυναικεία πρόσωπα του δράματος: τη Στέλλα, την Ίζαμπελ και την Κέρστιν, τη μητέρα (;) της δεύτερης. Αυτές παίρνουν με τη σειρά τους τον λόγο και αφηγούνται τα γεγονότα από τη δική τους σκοπιά, ξεδιπλώνουν τις πιο μύχιες σκέψεις και τους προβληματισμούς τους και θέτουν τον εαυτό τους στην κρίση του αναγνώστη. Πρόκειται για τρεις γυναίκες που διαφέρουν εντελώς η μία από την άλλη: στην ηλικία, στην οικογενειακή κατάσταση, στην κοινωνική θέση, στις εμπειρίες τους… Καθεμία κουβαλά τις αναμνήσεις της, τα όνειρα και τους εφιάλτες, τους φόβους και τις ελπίδες, τα λάθη και τα κρίματά της. Καθεμία συμβολίζει κάτι διαφορετικό, που υπήρξε και χάθηκε και στη θέση του ήρθε κάτι άλλο. Καθεμία έχει λόγο ύπαρξης, χώρο και χρόνο ώστε να πει αυτά που θέλει. Η Στέλλα και η Ίζαμπελ κυριαρχούν μεν στην αφήγηση, αλλά και η Κέρστιν κρατάει στα χέρια της μερικούς κρυφούς άσους, που δίνουν στον χαρακτήρα της ιδιαίτερη βαρύτητα. Οι τρεις τους χορεύουν διαρκώς σε ένα γαϊτανάκι επικίνδυνο, με τις ζωές τους να έχουν δεθεί από τις πράξεις του παρελθόντος τους – ή ίσως από τη μοίρα. Μια γυναίκα που πιστεύει πως βρήκε την από χρόνια χαμένη κόρη της. Μια γυναίκα που φοβάται πως θα της πάρουν το παιδί της, τον μοναδικό άνθρωπο που της έχει απομείνει στον κόσμο. Μια νεαρή, μπερδεμένη κοπέλα που βρίσκεται στη μέση, μη ξέροντας τι να πιστέψει και ψάχνοντας την αλήθεια για την πραγματική της μητέρα, αλλά και για τον ίδιο της τον εαυτό.
Η Norebäck έχει καταφέρει να πλέξει έναν εξαιρετικό ιστό ψεμάτων, τύψεων, εντυπώσεων, ίντριγκας και παράνοιας. Οι ισορροπίες είναι άκρως λεπτές και διαρκώς κινδυνεύουν να χαθούν. Η αλήθεια παίζει ένα συνεχές κρυφτό με το ψέμα, ψάχνοντας να βρει τρόπο να αποκαλυφθεί και να φέρει τη λύτρωση. Μπορεί οι τρεις γυναίκες να είναι αυτές που πρωταγωνιστούν στην πλοκή, όμως εξίσου καλή δουλειά έχει κάνει και με τους υπόλοιπους χαρακτήρες του βιβλίου. Ειδικά με τον σύζυγο της Στέλλας, έναν άντρα που ολοφάνερα την αγαπά, νοιάζεται για εκείνη και προσπαθεί να τη στηρίξει, αλλά έρχεται σε σύγκρουση μαζί της, πεπεισμένος ότι έχει υπερβεί τα όρια. Οι εξελίξεις της πλοκής φανερώνουν πόσο σαθρά μπορεί να αποδειχθούν τα θεμέλια μιας φαινομενικά «ιδανικής» οικογένειας, πόσο μπορούν να διαταραχθούν μπροστά σε μια κρίση, αλλά και το πόσο δυνατή μπορεί να γίνει αυτή όταν υπάρχει αληθινή αγάπη, εμπιστοσύνη και πίστη ανάμεσα στα μέλη της.
Προχωρώντας προς το φινάλε, η αφήγηση κλιμακώνεται, η δράση αποκτά νέο παλμό, τα πράγματα ξεκαθαρίζουν. Όμως, ο τρόπος γραφής και τα ίδια τα γεγονότα δεν επιτρέπουν στον αναγνώστη να εφησυχάσει ή να βαρεθεί· αντίθετα, τον κάνουν να γυρίζει με ολοένα αυξανόμενη αγωνία τις σελίδες, μέχρι να φτάσει στο τέλος. Ένα τέλος μάλλον αναμενόμενο, που όμως οπωσδήποτε φέρνει την κάθαρση. Επιπλέον, αφήνει κι ένα «παραθυράκι» στον αναγνώστη, ώστε να φανταστεί ο ίδιος τη συνέχεια από ένα σημείο και μετά. Ίσως και στη συγγραφέα ένα παρόμοιο «παραθυράκι» για μια πιθανή συνέχεια. Το μέλλον θα δείξει…
0 Σχόλια