Θα πρέπει να πούμε ότι ο Διονύσιος Σολωμός δεν γνώριζε καλά τα Ελληνικά και ούτε έγραφε στην αρχή τα έργα του στην Ελληνική γλώσσα. Όταν το 1818 ήρθε στη Ζάκυνθο, στον πνευματικό χώρο τον υποδέχτηκαν Ιταλοθρεμένοι διανοούμενοι. Η ομάδα που συγκεντρώθηκε γύρω από το πρόσωπό του ήταν ο Τερτσέτης, ο Μάτεσις ο γιατρός Ταγιαπέρα και η ατμόσφαιρα στην οποία κινούνταν εξακολουθούσε να είναι κατά κάποιο τρόπο Ευρωπαϊκή. Από γράμμα του Τρικούπη προς τον Πολυλά μαθαίνουμε ότι ο Σολωμός «γνώριζε πολύ λίγο και την καθομιλουμένη». Το γράμμα αναφέρεται στην πρώτη συνάντησή τους το 1823 και εκείνη την εποχή συμφωνούν να αρχίσουν μαθήματα Ελληνικών και «για μερικούς μήνες πέρασαν μαζί μελετώντας μόνον Ελληνικά». Μία εβδομάδα μετά την πρώτη συνάντησή τους ο Σολωμός παρουσίασε στον Τρικούπη ένα τραγούδι «chanson» γραμμένο στα Ελληνικά, την «Ξανθούλα» και «ποτέ συνάντηση διπλωμάτη με καλλιτέχνη δεν υπήρξε σημαντικότερη για τη Λογοτεχνία» όπως παρατηρεί ο Λορετζάτος. Πέρα όμως από τη βιβλιακή επαφή του Σολωμού με τον Τρικούπη ή τα Λυρικά του Χριστόπουλου, η παράδοση αναφέρει ότι ο Σολωμός άκουσε έξω από ένα καπηλειό, έναν τυφλό γέρο ζητιάνο να τραγουδά «Ο άγιος τάφος του Χριστού, εκείνος δεν εκάη εκεί που βγαίνει τ’ άγιο Φως, άλλη Φωτιά δεν πάει. Ενθουσιάστηκε τόσο που μπήκε μέσα στην ταβέρνα και τους κέρασε όλους. Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι το υπόβαθρο της Ελληνικής παιδείας του Σολωμού δεν είναι μόνον ο Τρικούπης, ο Χριστόπουλος, ο Βηλαράς, αλλά και ο Ερωτόκριτος και κάποιες Ζακυνθινές καντάδες και πλανόδιοι τροβαδούροι. Μελετώντας το ποιητικό του έργο βλέπουμε πως μετά την «Ξανθούλα» και αφού είχαν προηγηθεί τα θαυμάσια εξάστιχα της «Τρελής μάνας» ο Σολωμός επιχειρεί το πρώτο συνθετικό εκτεταμένο ποίημά του τον «Ύμνο» σε 158 στροφές, γραμμένες σε ένα μήνα, γεγονός θαυμαστό για τη δυστοκία του ποιητή στα επόμενα χρόνια. Από το ποίημα «ύμνος» για το οποίο ο Σολωμός ονομάστηκε και Εθνικός ποιητής με μια αξιοπρόσεκτη συνέπεια της τύχης προς τον ποιητή τυπώνονται τα ορμητικά τετράστιχα το 1825 μέσα στο πολιορκημένο Μεσολόγγι για να τροφοδοτήσουν τους πολεμιστές με δύναμη και τόλμη. Ο Σολωμός γράφει μετά τον ύμνο το ποίημα «Ωδή εις τον θάνατον του Λορδ Μπάυρον», και μας δίνει τα πρώτα δείγματα της δεξιοτεχνίας του με το επίγραμμα «Των Ψαρών» και τη «Φαρμακωμένη», ένα έξοχο δημιούργημα όπου αποκρυσταλλώνει όλη την ποιητική παράδοση των Ζακυνθινών κανταδόρων και θίγει συγχρόνως και μια κοινωνική αδικία με έντονο και επικριτικό τρόπο. Το 1823 γράφει το «ΛΆΜΠΡΟ» που είναι αποτέλεσμα ενός πραγματικού περιστατικού. Το 1828 εγκαταλείπει τη Ζάκυνθο και εγκαθίσταται στην Κέρκυρα, όπου ζει μόνος και μελετά. Τα πρώτα αποτελέσματα της συστηματικής μελέτης και απομόνωσης φαίνονται το 1833 με τον «Κρητικό» το πρώτο ποίημα καθαρά νεοελληνικό, το πρώτο εθνικό ποίημα του Σολωμού, κατά τον καθηγητή Λίνο Πολίτη, γιατί όπως γράφει ο Πολίτης στο ποίημα αυτό ο Σολωμός λυτρώνεται από τους ξένους εκφραστικούς τύπους και συνταυτίζεται με τους ολότελα Ελληνικούς και στις λέξεις και στις φράσεις, αλλά και στο γνήσιο εθνικό μας δεκαπεντασύλλαβο. Συγχρόνως με τον «Κρητικό» δουλεύει και τους «Ελεύθερους πολιορκημένους» με πηγή έμπνευσης την πτώση του Μεσολογγίου και ήδη στη Ζάκυνθο είχε αρχίσει να γράφει ένα πρώτο σχεδίασμα. Ποίημα «Χρέους» το ονόμασε στην αρχή, Μεσολόγγι ύστερα μέχρι να καταλήξει στον καταπληκτικό τίτλο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» για να φανεί καθαρά η αντίθεση στην ψυχολογία των Μεσολογγιτών. Το δεύτερο σχεδίασμα είναι επηρεασμένο από τον κρητικό δεκαπεντασύλλαβο και είναι και το λυρικότερο γραμμένο σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα. Κάποιες οικογενειακές προστριβές και κάποιες δίκες τον τάραξαν ψυχικά και έτσι άρχισε να πίνει και μόλις το 1844 αρχίζει να δουλεύει το τρίτο σχεδίασμα των Πολιορκημένων σε μορφή λιτότερη και αυστηρότερη από τις άλλες πιο παλιές απόπειρές του. Οι Ελεύθεροι πολιορκημένοι, είναι ένα ποίημα, όπου τα νοήματα αυτά καθ’ αυτά είναι αξιόλογα και είναι ωσάν η ψυχή ενός πλάσματος, του οποίου δεν σώζονται παρά μόνο κάποια μέλη ατελειοποίητα. Το πρώτο απόσπασμα είναι συνθεμένο σε ένα είδος προφητικού θρήνου για το πέσιμο του Μεσολογγιού και είναι λυρικό στο σχήμα. Το δεύτερο είναι περιεκτικότερο και επικό στο οποίο απεικονίζονται τα παθήματα των γενναίων αγωνιστών στις υστερινές ημέρες της πολιορκίας, μέχρι που έκαναν το γιουρούσι. Το τρίτο απόσπασμα είναι ξανάπλασμα του δευτέρου και στη μορφή και στο μέτρο. Πριν να αρχίσει να γράφει το αριστούργημα αυτό ο Σολωμός δημιουργεί σταθερά μέσα στο νου του τρία σχεδιάσματα. Το ποίημα του Χρέους πρέπει να είναι μεστό από το υψηλότερο και ουσιαστικότερο περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης, την Πατρίδα και τη Θρησκεία. Εις τον πάτο της εικόνας πάντα η Ελλάδα και το μέλλον της. Από την αρχή ως το τέλος να περνάνε από πόνον εις πόνον, έως τον άκρον πόνον. Ο Άγιος Αυγουστίνος λέγει ότι ο Σταυρός είναι η καθέδρα της αληθινής σοφίας, επειδή όσα ο Χριστός εις τους τρεις χρόνους εδίδαξε με το Ευαγγέλιο, όλα τα ανακεφαλαίωσε εις τρεις ώρες επάνω στο Σταυρό. “Κύτταξε να σχηματίσεις βαθμηδόν, ωσάν μία αποβάθρα από δυσκολίες τις οποίες θα υπερβούν εκείνοι οι μεγάλοι, με όσα οι αίσθησαις απορροφούν από τα εξωτερικά, τα οποία ή τους τραβούν με τα κάλλη τους, ή τους βιάζουν με την ανάγκη και τον πόνο. Μείνε σταθερός σε τούτη την υψηλή θέση. Η Θλίψη τους να στέκεται εις το να θυμούνται την ευτυχισμένη κατάστασή τους, απ’ όπου έπρεπε να βλαστήσει το καλό της Πατρίδος”. Ο πόνος των Μεσολογγιτών αβάσταγος, η πείνα τους θέριζε, η αρρώστια τους κατάτρωγε. Τούτο τον Απρίλη στον κάμπο που ζώνει το Μεσολόγγι βαριά πέφτει η σιωπή. Μέσα της κουβαλάει το θάνατο, την πίκρα, την κατάθλιψη. «Παράμερα στέκει ο άντρας και κλαίει αργά το τουφέκι σηκώνει και λέει… Σε τούτο το χέρι τι κάνεις εσύ; ο εχτρός μου το ξέρει πως μου είσαι βαρύ» «Eις το ποίημα του Χρέους μακρινή πρέπει να είναι η φριχτή αγωνία μέσα εις τη δυστυχία και εις τους πόνους, όπως εκείθε φανερωθεί απείραχτη και άγια η διανοητική και ηθική παράδεισος». Ο Σολωμός
θέλει τους Μεσολογγίτες πολεμιστές γενναίους και δυναμικούς, χωρίς λιποψυχίες μπροστά στον κίνδυνο ή στα κάλλη της άνοιξης που ίσως τους προκαλέσουν. Για τις γυναίκες παίρνει άλλη θέση. Τις τοποθετεί ψηλά, αλλά πάντα ο άντρας να αντέχει περισσότερο. «Σκέψου την ισοζυγία των δυνάμεων μεταξύ ανδρών και γυναικών. Εκείνοι ας αισθάνονται όλα, και ας νικάνε όλα, με την ουσίαν έξυπνη.. Τούταις ας νικάνε και αυταίς, αλλ’ ωσάν γυναίκες» Και αντέχουν όμως και αυτές και αγωνίζονται ενάντια στην πείνα, ενάντια στη φύση που της προκαλεί με τα κάλλη της και τις ομορφάδες της. «Απόψε ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά μία απ’ αυταίς η νεώτερη επήγε να τα κλείσει, αλλά μία άλλη της είπε. «όχι παιδί μου άφησε να μπει μυρωδιά από τα φαγητά είναι χρεία να συνηθίσουμε. Μεγάλο πράγμα η υπομονή. Αχ! μας την έπεμψε ο Θεός κ’ εκείνη. Εμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονται οι μυρωδιές. Απ’ όσα δίν’ η θάλασσα, απ’ όσα η γη, ο αέρας». Και έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι’ εγιόμισε το δωμάτιο. Και η πρώτη είπε «Και το αεράκι μας πολεμάει». Στο τρίτο σχεδίασμα ανάμεσα στον πόνο και στην αγωνία παρουσιάζεται ζωντανά και η μεγαλοψυχία των αγωνιστών. «Δεν τους βαραίν’ ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους… κ’ εμπόδισμα δεν είναι σ’ ταις κορασιαίς να τραγουδούν και ‘ς τα παιδιά να παίζουν». Ο έρωτας εχόρεψε με τον ξανθό Απρίλη κ’ η φύσις όλη βρίσκεται μεσ’ τη γλυκειά της ώρα. Κι φέρνουν οι αέρηδες, χορτάτοι νερατζάνθη, ανήκουστους κελαιδισμούς και λειποθυμισμένους. Δύσκολα μπορεί κανείς να καταλάβει και να αναλύσει το μεγαλούργημα αυτό του Σολωμού. Οι ιδέες κυρίαρχα στοιχεία σε όλο το ποίημα. Το βάθος τους ανυπολόγιστο. Καθώς το μελετά κανείς βλέπει όλη την Ελληνική ψυχή απλωμένη μπροστά του να αγωνίζεται, να πολεμά ενάντια στο φυσικό εχθρό, αλλά και ενάντια στα στοιχεία της ζωής και της φύσης που μέσα του ξυπνούν επιθυμίες και ονείρατα. Και μένει έκθαμβος μπροστά στο μεγαλείο των γυναικών και στη μεγαλοψυχία των ανδρών που δεν διαμαρτύρονται για τίποτε άλλο, παρά μόνο γιατί το τουφέκι τους έγινε βαρύ και ο Αγαρηνός το ξέρει. «Τα σπλάχνα τους κι’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν. στοχαστικά τα μάτια τους τριγύρου δεν κοιτάζουν. Τα μάτια χύνουν έρωτα κατά τον άνου κόσμο». Το Μεσολόγγι έπεσε την άνοιξη! Την ωραιότερη στιγμή η οποία ως μία δύναμη προσπαθεί να δειλιάσει τους πολιορκημένους υλικά και ηθικά ενάντια σε κάθε πάλη. Η ωραιότης της φύσης αυξαίνει στους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν. Ποίημα του Χρέους ή Μεσολόγγι ή Ελεύθεροι πολιορκημένοι! Η δύναμη του αγώνα, η αγωνία, ο αποκλεισμός, η ηρωική έξοδος! Σε όλα αυτά μένει έκθαμβος ο ανθρώπινος νους και συλλογάται μόνον το μεγαλείο της Ελληνικής ψυχής, όπως το αποτυπώνει στο ποίημά του ο Δ. Σολωμός!
◊
Στην εικόνα του άρθρου απεικονίζεται ένα χειρόγραφο του Σολωμού από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους
“Καθώς το μελετά κανείς βλέπει όλη την Ελληνική ψυχή απλωμένη μπροστά του να αγωνίζεται, να πολεμά ενάντια στο φυσικό εχθρό, αλλά και ενάντια στα στοιχεία της ζωής και της φύσης που μέσα του ξυπνούν επιθυμίες και ονείρατα.”
Πολύ επίκαιρη και αναλυτική η παρουσίαση του αριστουργήματος του μεγάλου μας ποιητή! Συγχαρητήρια!