Δύο φίλοι με εντελώς διαφορετικές πορείες στη ζωή αποφασίζουν να διασχίσουν την Ελλάδα με αμάξι. Μαζί τους θα είναι και μια γυναίκα που ζει τον δικό της Γολγοθά και θέλει απεγνωσμένα να ελευθερωθεί. Το ταξίδι ξεκινάει αλλά τίποτα δε θα είναι ίδιο μέσα τους και γύρω τους όταν φτάσουν στον προορισμό τους.
Το νέο μυθιστόρημα του Τόλη Αναγνωστόπουλου είναι μια εγκάρσια τομή στην αντρική ψυχολογία και ένας ύμνος στη φιλία. Διάφορα περιστατικά που ζουν ο Πάρης και ο Βασίλης τους ενώνουν ξανά κάτω από εκείνο το δώμα στην ταράτσα και τους οδηγούν στην απόφαση να φύγουν μακριά από οικογένειες, λάθη, μυστικά και ταράτσες με θερμοσίφωνες και κεραίες. Μέσα από μια συναρπαστική, όπως πάντα, αφήγηση, ξεδιπλώνονται δύο ζωές με όνειρα, σχέδια και αρκετά μυστικά που δυναμιτίζουν την ένταση του κειμένου όσο προχωράει η ανάγνωση. Δίπλα τους μια γυναίκα που θα τους βοηθήσει όταν η ένταση μεταξύ τους κορυφώνεται, θα τους αγκαλιάσει όταν χρειαστεί, θα τους προβληματίσει με τις αλλαγές στον δικό της χαρακτήρα όσο κρατάει αυτό το ταξίδι.
Ο Πάρης είναι μπάρμαν με έντονη νυχτερινή και ερωτική ζωή και πάμπολλες γνωριμίες και εφήμερες ερωτικές σχέσεις. Μέσα από τη δική του ματιά διαπιστώνουμε πόσα πράγματα έχουν αλλάξει όχι μόνο στον τρόπο διασκέδασης αλλά κυρίως στην ανθρώπινη επικοινωνία. Αναρχικός με υπόβαθρο αριστερό, κρύβεται στις σιωπές του, πνίγεται στις επιλογές του, συμμετέχει στις πορείες, επιτίθεται στους αστυνομικούς όταν ξεσπάνε ταραχές. Μέσα από τις σκέψεις του, ασκείται αρνητική κριτική στις συνέπειες της ηλεκτρονικής ζωής που κάνουμε με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εφήμερες επαφές, καθόλου ουσιαστικές, καθόλου ειλικρινείς κι επιπλέον, σύμφωνα με τον Πάρη, αυτό βολεύει όσους κυβερνούν τον κόσμο, γιατί οι επαναστάσεις γίνονται όταν βγαίνεις έξω, όχι όταν κάθεσαι μέσα! Τι γράφει άραγε στο τετράδιό του, αποσπάσματα του οποίου παρεμβάλλονται στις αφηγήσεις, που δεν πρέπει να διαβάσει κανείς άλλος; Μου έκαναν εντύπωση οι γονείς του, που πιο πολύ φαίνονταν καλοί φίλοι παρά ζευγάρι, που τον ανέθρεψαν με προοδευτικότητα (αδιαφορία τη χαρακτηρίζει ο ίδιος κι αυτή δείχνει να είναι η αλήθεια μέσα από την εξιστόρηση) και που τώρα έχει απομακρυνθεί από κοντά τους γεμάτος τύψεις, ενοχές μα πάνω απ’ όλα μίσος.
Από την άλλη, ο Βασίλης είναι ο κλασικός γιάπης, με σπουδές, καριέρα, οικογένεια και παιδί, με διατροφικές επιλογές και συνήθειες φλούφληδων, γιος ανθρώπων που νοιάζονταν με τον γνωστό τρόπο να γίνει κάτι το παιδί τους, επιστήμονας, κάτι. Άνεργος πια ψάχνει συνέχεια για δουλειά στο αντικείμενό του, αγωνίζεται σκληρά να φτιάξει τη σχέση με τον γιο του όσο η πρώην του τραβάει τη στάση της στα άκρα. «Ίσως όταν έφυγε ο έρωτας από το παράθυρο, μπήκαν οι πραγματικοί εαυτοί μας από την πόρτα. Δύο περιφερόμενα φαντάσματα στον ίδιο χώρο» (σελ. 104). Δε μεμψιμοιρεί, αναγνωρίζει τη δική του συμμετοχή στα λάθη που τον έφεραν ως εδώ και στρέφεται στον φίλο του, έναν άνθρωπο που πάντα μέχρι τώρα έδινε και δε ζητούσε να πάρει. Τώρα που τον χρειάζεται περισσότερο από ποτέ, ο Βασίλης διαπιστώνει πως είναι η σειρά του να στηρίξει τον Πάρη. Θα τα καταφέρει; Θα κάνει τις σωστές επιλογές; Θα δεθούν περισσότερο ή θα τα κάνουν θάλασσα;
Τέλος, έχουμε τη Βάλια, τη γυναίκα που την κακοποιεί ο άντρας της και βαλτώνει όλο και περισσότερο στην καθημερινότητά της, ρίχνοντας δυστυχώς όλο το φταίξιμο πάνω της, που όταν ξυπνά «δεν έχει ορίζοντα».. Ο Πάρης καταφέρνει να τη στηρίξει και να της δείξει τον τρόπο που θα κερδίσει μικρές ελευθερίες και σταδιακά θα οδηγηθεί στην ελευθερία, χρειάζεται όμως γερή ψυχική αντοχή και ισχυρό χαρακτήρα για να σπάσουν τα δεσμά του θύματος με τον θύτη. Το ταξίδι αυτό έρχεται την κατάλληλη στιγμή και θ’ αλλάξει ριζικά τη Βάλια. Απλά διατυπωμένη και ταυτόχρονα σοκαριστικά αληθινή η πρόταση: «ανέχομαι άρα του δίνω δύναμη». Όταν ο άντρας της τη βιάζει, η ίδια σχεδόν βγαίνει από το σώμα της για να μη νιώθει και να μην ακούει, παρατηρεί αδιάφορα γύρω της: «Οι φωτογραφίες έχουν πρόσωπα που δεν μου λένε κάτι… Ο άνδρας και η κοπέλα δίπλα του σε πολλά ενσταντανέ, σε γάμος, διακοπές, νυχτερινά κέντρα δεν μου θυμίζουν τίποτα. Ποιος έβαλε αυτές τις φωτογραφίες στις κορνίζες του σπιτιού μου»; (σελ. 95). Τι θα συμβεί άραγε στο τέλος του δικού της ταξιδιού;
Ο Πάρης παλεύει με τη ζωή του, ο Βασίλης με τη γυναίκα του για να κερδίσει το παιδί του, η Βάλια με τον άντρα της που την κακοποιεί. Ο Πάρης θέλει κάθαρση, ο Βασίλης επανεκκίνηση, η Βάλια ελευθερία. Και ξεκινάνε! Με μια Mercedes 250 cabrio του 197, Τερμίτες και Στέρεο Νόβα στο player, ουρανό από πάνω τους και όρεξη για ζωή.
Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται με εναλλάξ πρωτοπρόσωπη αφήγηση, μέσα από την οποία γνωρίζουμε καλύτερα τους δύο άντρες που μεγάλωσαν μαζί από την εφηβεία τους κι αλληλοεπηρεάστηκαν καθώς και τη γυναίκα που τους ακολουθεί σε αυτό το road trip. Οι εκπλήξεις που φυλάει ο συγγραφέας είναι δυνατές, αλλάζουν τα πάντα από τη μια στιγμή στην άλλη και μεταμορφώνει σχεδόν τη μαγιά του χαρακτήρα τους. Αποκαλύψεις για μυστικά του παρελθόντος, νέες οπτικές γωνίες στη μεταξύ τους σχέση αλλά και με τους οικείους τους και σταδιακά το ταξίδι γίνεται αγώνας ενάντια στον χρόνο για συγχώρηση και μεταμέλεια. Πρωτοκαθεδρία στο κείμενο έχει η φιλία, που καταγράφεται με πάρα πολλούς τρόπους, με τα αρνητικά της και με τα θετικά της. Ένας αγώνας ασταμάτητος είναι αυτό το συναίσθημα, που πρέπει να έχεις πάντα τα αυτιά και τα μάτια σου ανοιχτά, όχι για να μη χάσεις τον φίλο σου (ο αληθινός φίλος δε φεύγει έτσι εύκολα) αλλά για να μην παλαντζάρει η επαφή αυτή μονάχα από τη μια μεριά. Οι δύο άντρες έχουν τα πάνω τους και τα κάτω τους, αγκαλιάζονται και τσακώνονται, δε δέχονται τις αλήθειες του άλλου για τη ζωή τους, υποχωρούν, πεισμώνουν, σχηματίζοντας έτσι άκρως ρεαλιστικές και συγκινητικές καταστάσεις.
Σε δεύτερο επίπεδο, υπάρχει αναφορά στο δέσιμο με τους γονείς και στην αξία της οικογένειας. Ο Βασίλης και ο Πάρης έχουν ενδιαφέροντα οικογενειακά υπόβαθρα που μετασχηματίζονται από σελίδα σε σελίδα ενώ η Βάλια, με τη μητέρα της φυλακισμένη με άνοια σε ίδρυμα να την ποτίζουν φάρμακα, μου σπάραξε την καρδιά όσο επικοινωνούσε μ’ εκείνη, μιας και οι λέξεις που συγκροτούν τις σκηνές τους είναι προσεκτικά επιλεγμένες για να ζωντανέψουν σκηνές που αρκετός κόσμος έχει ζήσει και στη δική του ζωή. Η μάνα της δεν έχει σχεδόν καθόλου επαφή με τον κόσμο, ισχυρίζονται οι γιατροί. Να όμως που κάποια μικρά σημάδια που μόνο ένα παιδί μπορεί να αντιληφθεί κι ένας καλός συγγραφέας να αναπαραστήσει δείχνουν την τραγική αλήθεια: «Βα… Βα… Πω… ππ… ω» (σελ. 252).
Τρεις διαφορετικοί χαρακτήρες, με διαφορετικές αφετηρίες και επιθυμίες ξεκινάνε ένα ταξίδι που δεν ξέρουν πού θα τους βγάλει. Περνάνε χωριά, πόλεις, παραλίες, ξενοδοχεία και εστιατόρια. Φτάνουν μέχρι την Αλεξανδρούπολη και πάλι πίσω. Ο συγγραφέας ξέρει πολύ καλά να ανατέμνει ανθρώπινες ψυχές και ταυτόχρονα να περιγράφει μια ποικιλία γεγονότων και περιστατικών που τραβούν το ενδιαφέρον χωρίς να επιφέρουν κούραση ή μονοτονία. Ο δεσμός του Πάρη και του Βασίλη είναι πολύ βαθύτερος και η αιτία βγαίνει στο φως όταν πρέπει, μόνο και μόνο για να προσθέσει ακόμη περισσότερο βάρος στο συναισθηματικό φορτίο της πλοκής. Το ταξίδι ξεκινάει τη στιγμή που ξέρουμε πως το τέλος θα είναι προδιαγραμμένο, οι στιγμές όμως, τα σκαμπανεβάσματα, η χημεία, οι αλληλεπιδράσεις, η επικοινωνία αυτών των τριών ανθρώπων βοηθάει να βγάλουν από μέσα τους φοβίες, απορίες, δυσκολίες, εγωισμούς, μοναξιές, αλήθειες και να ενωθούν σε μια πέτρινη και αλύγιστη γροθιά. Ναι, έκλαψα με το τέλος, όχι για την ολοκλήρωση της φυσικής πορείας της ιστορίας όσο γιατί, χάρη στο στυλ του συγγραφέα, επιβιβάστηκα κι εγώ στη Mercedes και τους ακολούθησα, μοιράστηκαν μαζί μου τα πάντα, δυσκολευτήκαμε αντάμα, τσακωθήκαμε, συγχωρέσαμε και τώρα που οι σελίδες λιγοστεύουν, τι κάνω; Είμαι έτοιμος να τους αποχωριστώ; Θα έχουν βρει αυτό που ζητούν; Σε ποια ταράτσα θα τους βγάλει ο δρόμος που ακολουθεί ο καθένας τους; Ένα ταξίδι ψυχής για τους ήρωες και ζωής για τον αναγνώστη.
0 Σχόλια