–
γράφει ο Άγγελος Κουτσούκης
–
Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ γεννήθηκε στις 22 Απριλίου του 1899 στο σπίτι της αριστοκρατικής οικογένειας των Ναμπόκοφ στην Πετρούπολη.
Η οικογένεια Ναμπόκοφ, που οι ρίζες της πάνε πίσω μέχρι τον 14ο αιώνα, με πρώτο πρόγονο έναν Τάταρο πρίγκηπα, τον Ναμπόκ Μούρζα, υπήρξαν, ισχυροί γαιοκτήμονες, και μέλη της Αυλής των Τσάρων.
Ο πατέρας του, Βλαντιμίρ Ντμίτριεβιτς Ναμπόκοφ, γαιοκτήμονας, υπήρξε δικηγόρος, φιλελεύθερος πολιτικός την ταραγμένη εποχή που προηγήθηκε της Οκτωβριανής Επανάστασης, εκδότης και δημοσιογράφος.
Η μητέρα του Ελένα Ιβάνοβνα (Ρουκαβισνίκοβα) ήταν και αυτή μέλος παλιάς και πλουσιότατης οικογένειας γαιοκτημόνων, και ιδιοκτητών ορυχείων στα Ουράλια.
Ο Βλαντιμίρ ήταν το πρώτο παιδί του ζευγαριού. Ακολούθησαν ο αδερφός του Σεργκέι (1900–1945), οι αδερφές του Όλγα (1903–1978) και Ελένα (1906–2000) και τέλος, ο μικρότερος αδερφός Κίριλ (1912–1964).
Ο Ναμπόκοφ πέρασε όμορφα παιδικά και νεανικά χρόνια, τα οποία εξιστορεί στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Μίλησε, Μνήμη. Τα περισσότερα καλοκαίρια τα πέρασε στο αχανές κτήμα της οικογένειας στην Βύρα, 50 μίλια νότια της Πετρούπολης. Το φθινόπωρο συνήθως η οικογένεια ταξίδευε στο εξωτερικό, όπου παραθέριζε σε γνωστά ευρωπαϊκά θέρετρα, όπως το Μπίαριτς, τη Νίκαια, το Νταβός και άλλα. Η οικογένεια μιλούσε με ευχέρεια τα γαλλικά -όπως όλοι οι Ρώσοι αριστοκράτες εκείνη την εποχή-, γλώσσα που ο συγγραφέας έμαθε πριν από τη ρωσική. Εκπαιδεύτηκε από Ρώσους παιδαγωγούς και απασχολούνταν εκτός των μαθημάτων του, με την συλλογή πεταλούδων, ένα χόμπι που αργότερα θα γινόταν επάγγελμα. Επίσης του άρεσε η ποδηλασία, το τένις, και το σκάκι. Στην εφηβεία εντάχθηκε στο εγκύκλιο πρόγραμμα σπουδών, πηγαίνοντας Γυμνάσιο στην Αγία Πετρούπολη. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας επίσης ασχολήθηκε με την ποίηση, γράφοντας στίχους τους οποίους εξέδωσε το 1916 στο βιβλίο με τίτλο Ποιήματα .
Με την επικράτηση των μπολσεβίκων το 1917 η οικογένεια ακολούθησε την μοίρα πολλών Ρώσων αριστοκρατών εκείνης της περιόδου. Στην αρχή (Νοέμβριος 1917) αποσύρθηκε στην Κριμαία, μέχρι το 1919 και μετά την ήττα του Λευκού Στρατού έναντι των Κόκκινων, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα επιστροφής στην παλαιά τάξη πραγμάτων, έφυγε για το εξωτερικό.
Με ενδιάμεσο σταθμό την Ελλάδα, οι Ναμπόκοφ έφτασαν στην Αγγλία με το πλοίο που έκανε την διαδρομή Πειραιάς – Νέα Υόρκη. Οι δυο μεγαλύτεροι γιοι είχαν εξασφαλίσει, μέσω των γνωριμιών του πατέρα τους, υποτροφία για το Κέιμπριτζ, ενώ η υπόλοιπη οικογένεια έφυγε ύστερα από λίγους μήνες πανάκριβης διαμονής στο Λονδίνο για το Βερολίνο, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα ανάμεσα στα μέλη της, ανθούσας τότε, ρωσικής παροικίας της Γερμανίας.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην αγγλική πρωτεύουσα σπούδασε στο Τρίνιτι Κόλετζ του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ μεσαιωνικές και σύγχρονες γλώσσες (αγγλική και γαλλική φιλολογία).
Το 1920 η οικογένεια Ναμπόκοφ εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου ο πατέρας του εξέδιδε την εφημερίδα των Ρώσων εμιγκρέδων Rul.
Στις 28 Μαρτίου του 1922 ο πατέρας του δολοφονείται στο Βερολίνο, θύμα κατά λάθος του Piotr Shabelsky-Bork, ακραίου μοναρχικού, ο οποίος σκόπευε να δολοφονήσει τον ομιλητή του Συνταγματικού Δημοκρατικού κόμματος της Ρωσίας στην εξορία, τον Παβέλ Μιλιούκοφ. Μετά το θάνατο του πατέρα, η υπόλοιπη οικογένεια μετακόμισε στην Πράγα, ενώ ο Βλαντιμίρ από το 1923 μέχρι και το 1939 ζούσε μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, στον πυρήνα των λόγιων Ρώσων εμιγκρέδων των παροικιών αυτών. Τότε βιοποριζόταν γράφοντας κείμενα για σκετς σε ρωσικά καμπαρέ του Βερολίνου, σε συνεργασία με τον επίσης Ρώσο λογοτέχνη Lukash, στίχους για τραγούδια των καμπαρέ και λιμπρέτα για μουσικές συνθέσεις. Επίσης, πληρωνόταν και για τις ανταποκρίσεις του από το Βερολίνο στις αγγλικές εφημερίδες The Times και Westminster Gazette.
Το 1924, έγραψε ένα πεντάπρακτο θεατρικό έργο, το Tragediya gospodina Morna (The Tragedy of Mr. Morn), το οποίο εκδόθηκε ως βιβλίο μετά το θάνατό του, ενώ τότε, το 1924 εξέδωσε στο Βερολίνο και την πρώτο του διήγημα, ενώ το πρώτο του μυθιστόρημα Mashenka (Mary), εκδόθηκε το 1926.
Στις 15 Απριλίου του 1925 παντρεύτηκε στο δημαρχείο του Βερολίνου την εβραϊκής καταγωγής Ρωσίδα, Βέρα Σλόνιμ και το 1937 απέκτησαν το μοναδικό παιδί τους, τον Ντμίτρι Ναμπόκοφ.
Με το δεύτερο του μυθιστόρημα, το King, Queen, Knave, που εξέδωσε το 1928 καθιέρωσε το δικό του προσωπικό λογοτεχνικό στυλ. Με το μυθιστόρημα Η άμυνα του Λούζιν (The Defense), που εκδόθηκε το 1930 καθιερώθηκε σαν ένας πολλά υποσχόμενος νεαρός συγγραφέας, στην απαιτητική ρωσική λογοτεχνική παροικία. Τα επόμενα χρόνια έγραψε 4 μυθιστορήματα και ένα διήγημα, ανάμεσα στα οποία ξεχώρισε το Priglasheniye na kazn (Invitation to a Beheading). Όλα αυτά τα βιβλία, πρωτοεκδόθηκαν στα ρωσικά, με αποτέλεσμα να έχουν μικρή απήχηση στο ευρύτερο κοινό. Κέρδισε λιγοστά χρήματα από την διακίνησή τους, τα οποία ωστόσο διέθεσε για την εντομολογία (και ιδιαίτερα τη συλλογή πεταλούδων), ενώ έβγαζε τα προς το ζην παραδίδοντας μαθήματα τένις και γαλλικής και αγγλικής γλώσσας.
Το 1937 με τον Αδόλφο Χίτλερ στην εξουσία, εγκατέλειψε το Βερολίνο για το Παρίσι ενώ τον Μάιο του 1940 εγκατέλειψε την Ευρώπη για τις Ηνωμένες Πολιτείες, για να αποφύγει τα γερμανικά στρατεύματα που προέλαυναν.
Φτάνοντας στην Αμερική, παράλληλα με τη δημοσίευση διηγημάτων στο περιοδικό The Atlantic Monthly, το 1941 κατέλαβε την θέση διδάκτορα συγκριτικής λογοτεχνίας στο Wellesley Collegeστη Βοστόνη. Πήρε την αμερικανική υπηκοότητα το 1945. Ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης τμήματος μελέτης του Ρωσικού πολιτισμού του Wellesley’s Russian Department, θέση που διατήρησε μέχρι το 1947. Το 1948 κατέλαβε θέση διδάκτορα ρωσικής και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, θέση που διατήρησε μέχρι το 1959.
Ταυτόχρονα από το 1941 έως το 1948 δούλευε εθελοντικά σαν βοηθός στο τμήμα Λεπιδόπτερων στο Harvard University’s Museum of Comparative Zoology και δημοσίευσε πολλές εκθέσεις ταξινόμησης ειδών (πεταλούδες). Ανακάλυψε ένα νέο είδος πεταλούδας, στο Γκραντ Κάνυον το οποίο ονόμασε “Neonympha dorothea”.]
Στην συνέντευξή που έδωσε στο γαλλικό περιοδικό στο Paris Review το 1967 είπε χαρακτηριστικά: Οι απολαύσεις και οι ανταμοιβές της λογοτεχνικής έμπνευσης δεν συγκρίνονται με την έκσταση που νιώθεις ανακαλύπτοντας ένα καινούριο όργανο στο μικροσκόπιο ή ένα άγνωστο μέχρι τότε είδος στα βουνά του Ιράν ή του Περού. Είναι για μένα πασιφανές ότι αν δεν είχε γίνει η επανάσταση στη Ρωσία θα είχα αφιερωθεί αποκλειστικά στην εντομολογία και δεν θα είχα γράψει ούτε ένα από τα μυθιστορήματά μου.]
Στην Αμερική έγραψε, εκτός των άλλων και το έργο που όχι μόνο τον έκανε διάσημο αλλά του έδωσε και την οικονομική ανεξαρτησία, τη Λολίτα.
Το 1973 τιμήθηκε με το Αμερικανικό Μετάλλιο Λογοτεχνίας.
H «Δόξα», που για πρώτη φορά εκδίδεται στα ελληνικά, είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο στις αρχές της δεκαετίας του ΄30 και η υπόθεσή του εξελίσσεται στις αρχές της δεκαετίας του ΄20. Ίσως είναι το πιο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ναμπόκοφ, αφού ο πρωταγωνιστής του έχει πολλά κοινά σημεία με τον συγγραφέα.
O Μάρτιν Εντελβάις, το κεντρικό πρόσωπο της Δόξας γεννήθηκε και αυτός στην Αγία Πετρούπολη. Όταν ξέσπασε η Οκτωβριανή Επανάσταση κατέφυγε στην αρχή στην Κριμαία και μετά με πλοίο, πέρασε από την Αθήνα για να καταλήξει να σπουδάζει στο Κέμπριτζ. Πηγαινοέρχεται -και ερωτεύεται-στο Βερολίνο του μεσοπολέμου. Ίσως γι’ αυτό ο ίδιος ο συγγραφέας έγραψε: «Η ‘Δόξα’ είναι το έργο μου που μου δημιουργεί τη μεγαλύτερη ευτυχία… και ο Μάρτιν, ο ευγενέστερος, ο πλέον ακέραιος και συγκινητικός από όλους τους νεαρούς μου ήρωες».
Αντιγράφω από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
«Ο Μάρτιν Εντελβάις, ένας νεαρός Ρώσος με ρομαντική ψυχή αλλά χωρίς σκοπό στη ζωή, αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Η μητέρα του, μια αυστηρή αλλά στοργική αριστοκράτισσα, τον στέλνει να σπουδάσει στην Αγγλία, όπου φιλοξενείται από τους Ζιλάνοφ, Ρώσους εμιγκρέδες όπως εκείνος. Ο Μάρτιν πολύ σύντομα ερωτεύεται με πάθος τη μικρή κόρη της οικογένειας, Σόνι, μια κυκλοθυμική, προκλητική και απρόσιτη κοπέλα, που όλες του οι προσπάθειες να την κατακτήσει πέφτουν στο κενό. Ωστόσο, ο ήρωας δεν μπορεί να την ξεχάσει και να καταθέσει τα όπλα της ερωτικής πολιορκίας του, και έτσι μηχανεύεται μια ηρωική και συνάμα παράτολμη και ασυλλόγιστη πράξη για να την εντυπωσιάσει, με την ελπίδα να την κερδίσει».
Η γραφή του Ναμπόκοφ είναι κλασική και απλή. Ακουμπά στους μεγάλους Ρώσους λογοτέχνες του 19ου αιώνα. Η τάση του για τον ρομαντισμό, δίνει στο μυθιστόρημά του, ένα ιδιαίτερο, παλιομοδίτικο, με την καλή έννοια, χαρακτήρα. Δεν γράφει για να εντυπωσιάσει. Γράφει για να περιγράψει μια εποχή, δημιουργώντας χαρακτήρες ηρώων που στέκουν έξω από την πεπατημένη. Εντάσσονται στον κοινωνικό περίγυρο, αλλά είναι διαφορετικοί. Ας μη ξεχνάμε ότι η «Δόξα» γράφτηκε το 1930, μια εποχή που όλα άλλαζαν.
«Σε γενικές γραμμές, εκείνο το τελευταίο έτος στο πανεπιστήμιο ο Μάρτιν κάθε τόσο ένιωθε το ύπουλο φέρσιμο κάποιων δυνάμεων που προσπαθούσαν επίμονα να του αποδείξουν ότι η ζωή με κανέναν τρόπο δεν είναι εκείνο το ανάλαφρο ευτυχισμένο πραγματάκι που ο ίδιος νόμιζε πως ήταν», γράφει για τον ήρωά του ο συγγραφέας.
Αξίζει τον κόπο να προσθέσουμε την περιγραφή της Αθήνας του 1930 με την ματιά του Ναμπόκοφ: «Έκανε πολύ ζέστη, είχε πολλή σκόνη. Στα καφενεία σου έφερναν ένα τοσοδά φλιτζανάκι με ένα γλυκερό νεροζούμι μαζί με ένα πελώριο ποτήρι παγωμένο νερό. Στους φράχτες κατά μήκος της παραλίας ξεθώριαζαν αφίσες με το όνομα μιας Ρωσίδας τραγουδίστριας. Ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος που πήγαινε στην Αθήνα γέμιζε τη γαλάζια, αργόσχολη μέρα με ένα ελαφρύ βουητό και όλα πάλι γαλήνευαν. Τα νυσταλέα σπιτάκια της Αθήνας θύμιζαν πολιτειούλα της Βαυαρίας. Πέρα μακριά, τα κίτρινα βουνά ήταν πανέμορφα. Στην Ακρόπολη, ανάμεσα στα θραύσματα σπασμένων μαρμάρων, έτρεμαν στον άνεμο ανοιχτόχρωμες παπαρούνες. Καταμεσής στους δρόμους, λες και γινόταν τυχαία, ξεκινούσαν οι ράγες και στέκονταν τα βαγόνια των τρένων που προορίζονταν για διάφορα θέρετρα. Στους κήπους ωρίμαζαν πορτοκάλια. Σε ένα έρημο οικόπεδο απλώνονταν μεγαλόπρεπα μερικοί κίονες. Ένας από αυτούς ήταν πεσμένος και σπασμένος σε τρία σημεία. Όλα αυτά τα κίτρινα σπασμένα μάρμαρα είχαν ήδη περιέλθει στην κηδεμονία της φύσης».
Η Δόξα είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται εύκολα και ευχάριστα. Κουβαλά την καλαισθησία των συγγραφέων του 19ου αιώνα, όταν κάθε λέξη ή πρόταση για να διαμορφωθεί στην τελική της μορφή, γραφόταν ξανά και ξανά. Και ο Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ είναι ένας συγγραφέας βαθιά επηρεασμένος από τους μεγάλους κλασικούς της πατρίδας του της Ρωσίας.
0 Σχόλια