Βαδίζουμε και οι δυο αργά στο πλακόστρωτο,
χωρίς νευρωτικές αντιδράσεις,
την ώρα που σωπαίνουν τα τροχοφόρα.
Μπορώ επιτέλους, ν’ ακούω τη φωνή σου,
αισθάνομαι το τρυφερό σου αγκάλιασμα,
τώρα που τα ψηλοτάκουνα παπούτσια
σταμάτησαν να οργώνουν την άσφαλτο,
τώρα που τα γλυκοθώρητα πόδια μαζεύτηκαν
νωχελικά στο κρεβάτι τους!
Επιτέλους, αφουγκράζομαι την πόλη μου,
λίγο πριν στραγγίσει η υπομονή μου!
Εστιάζω στο εδώ, στην απόλυτη ηρεμία
και θλίβομαι για την αβίωτη ζωή μου!
Βαδίζουμε αργά, την ώρα που ησυχάζει
ο αλαζονικός ελιτισμός,
κι απ’ τη γλυκόπικρη ποιότητα ζωής
γεύομαι επιτέλους, τη γλύκα της
– έστω για λίγο –
στις δύο μετά τα μεσάνυχτα!
_
γράφει η Άννα Δεληγιάννη Τσιουλπά
πόσο μας τρώει η υπόλοιπη μέρα για αυτή την απλή εστίαση…
[…Εστιάζω στο εδώ, στην απόλυτη ηρεμία
και θλίβομαι για την αβίωτη ζωή μου! …]
Στην απολυτη ηρεμια της νύχτας, που ακρωτηριάζεται όλη την ημέρα!!Πόσο εύστοχο!!